Ο χρόνος. Ο χρόνος που γεννιόμαστε, ο χρόνος που ζούμε, ο χρόνος που περιμένουμε κι ο χρόνος που αγωνιούμε να περάσει. Ένας νόμος της φύσης που, όπως όλοι της οι νόμοι, είναι πάνω από εμάς αλλά, συνάμα, προχωρεί μαζί μας. Ή μήπως εμείς προχωρούμε με αυτόν; Είναι η ελπιδοφόρος δύναμη που μας ωθεί ή είναι η βαριά αλυσίδα που σέρνουμε πίσω μας;
Δυστυχώς, δεν μπορούμε να το απαντήσουμε ξεκάθαρα σε αυτό το ερώτημα όμως, ίσως, έχουμε τη δυνατότητα να «επέμβουμε» λιγάκι στην έννοιά του και να διαπιστώσουμε τις εκπληκτικές του ιδιότητες.
Απ’ την αρχή της ζωής μας αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο. Ως μωρά, κυλάει απίστευτα γρήγορα λόγω των άμεσων αναγκών μας: φαγητό, ύπνος, αγκαλιές, φροντίδα. Α, και χαμόγελα φυσικά! Οι ανάγκες των βρεφών είναι τόσο χωρικά και χρονικά περιορισμένες, ώστε η αντίληψη του χωροχρονικού πλαισίου τους να καθίσταται μονοδιάστατη. Η μοναδική οπτική είναι η ώρα της κάλυψης αυτών των συγκεκριμένων αναγκών. Κι επειδή η αλληλουχία τους είναι σχεδόν πάντα η ίδια και το διάστημα απ’την μία ανάγκη στην άλλη είναι ίσο, ο χρόνος πράγματι κυλάει με «στρατιωτικό» βήμα σταθερό, δίνοντας την εντύπωση της βιασύνης και της σταθερότητας.
Όσο μεγαλώνουμε, εντούτοις, τον αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά.Τα παιδιά στο σχολείο μετράνε ακόμα και τα κλάσματα δευτερολέπτου ώσπου να χτυπήσει το κουδούνι . Η ώρα του μαθήματος περνάει πολύ αργά, βασανιστικά και τα λεπτά μετατρέπονται σε αιώνες. Χάνουν την πραγματική τους υπόσταση κι αποκτούν άλλη ουσία. Στο διάλειμμα, αντίθετα, τα δευτερόλεπτα και τα λεπτά περνάνε χωρίς να το καταλαβαίνουν,αστραπιαία σχεδόν, πάντα με τη δικαιολογία «Μα κυρία δεν προλάβαμε τίποτα στο διάλειμμα!» μέχρι που μπαίνουν ξανά στις τάξεις για να αρχίσουν και πάλι να μετρούν τις σταγόνες των δευτερολέπτων ώσπου να ξανακουστεί ο ανακουφιστικός ήχος του κουδουνιού.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις ημέρες της εβδομάδας. Αυτή η Δευτέρα διαρκεί για «αιώνες» ενώ η Παρασκευή και το Σάββατο, σαν από κάτι μαγικό, έρχονται τόσο γρήγορα και κρατάνε τόσο λίγο! Κι αυτή η Κυριακή; Πολύ περίεργη..Όσο διαρκεί ο ήλιος, ο χρόνος περνάει σταθερά, αργά, όμορφα. Αλλά μόλις φθάνει η δύση του, δεν υπάρχουν ώρες, δεν υπάρχουν λεπτά, δεν υπάρχουν δευτερόλεπτα. Ολόκληρη η εβδομάδα θα μπορούσε να αποτελέσει ένα καινούριο φαινόμενο της φυσικής προς εξερεύνηση. Τα λεπτά δεν ισαπέχουν μεταξύ τους, οι ώρες αλλάζουν τη διάρκειά τους και έτσι φτιάχνεται ένα είδος «χάους», απ’ οπου ο άνθρωπος εξαρτάται και θέλει να το δαμάσει.
Όσο είμαστε μικροί, σχετικά όλα έχουν τον δικό τους χρόνο γιατί πάντα κάτι, συνήθως ευχάριστο, περιμένουμε. Τις διακοπές των Χριστουγέννων, τις Απόκριες, το Πάσχα, το καλοκαίρι, την κάθε αργία που μπορεί να υπάρχει σε κάθε μήνα. Λόγω της ανυπομονησίας μας και της όρεξής μας για ζωή κι εμπειρίες, το μυαλό μας όλα τα «τρέχει», διότι ως άπειροι, αναμένουμε το άγνωστο κι αυτό το άγνωστο πρέπει να έρθει γρήγορα για να το γνωρίσουμε. Η δίψα μας για εμπειρίες και γνώση ξεπερνά τα φυσικά όρια του χρόνου, δίνοντάς του μαγικές ιδιότητες και κάνοντάς τον να φεύγει αστραπιαία. Όλα είναι μια μαγεία.
Όταν όμως μεγαλώνουμε, τα πράγματα αποκτούν άλλη διάσταση. Έχοντας δει πράγματα κι έχοντας γευθεί αρκετές εμπειρίες, δεν προσμένουμε πολλά. Και σαν αποτέλεσμα; Ο χρόνος είναι εναντίον μας, δεν τον θέλουμε. Προσπαθούμε να τον σταματήσουμε και να πείσουμε το μυαλό μας ότι δεν υπάρχει, ή μάλλον ότι δεν «πρέπει» να υπάρχει. Διότι, βάζοντας τη λογική μας πια αντί τον ενθουσιασμό μας και το συναίσθημά μας, καταλαβαίνουμε ότι όσο περνάει ο χρόνος, τόσο φθάνει κι η ζωή στο τέλος της. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα πολύ απλό:
Όταν έχει γενέθλια ένα παιδάκι, του τραγουδάμε το γνωστό τραγούδι : « Να ζήσεις και χρόνια πολλά, μεγάλος να γίνεις με άσπρα μαλλιά, παντού να σκορπίζεις της γνώσης το φως, κι όλοι να λένε να ένας σοφός», συνοδευόμενο με την κλασική ευχή « Να τα εκατοστήσεις!!». Όταν, όμως, έχει γενέθλια ένας παππούλης ή μια γιαγιούλα, τι θα της πούμε; «να τα εκατοστήσεις»; Κι αν είναι γύρω στα 80-90 χρόνια ήδη; Όπως καταλαβαίνετε, αυτό δεν θα ήταν ευχή αλλά μάλλον κατάρα. Ή επίσης, στους στίχους του γνωστού τραγουδιού, ποιο θα ήταν το νόημα των άσπρων μαλλιών αφού τα έχουν ήδη; Ή, για παράδειγμα, πόσο πιο «σοφός» να γίνει στα 80 του χρόνια ένας άνθρωπος; Ό,τι ήταν να ζήσειι και να πετύχει στη ζωή του, το έχει ήδη κάνει.
Ο χρόνος εν τέλει, ενάντια στους κανόνες της φυσικής, είναι σχετικός και υποκειμενικός (σύμφωνα και με τη θεωρία της σχετικότητας του Άινστάιν). Δεν τον μετράμε όλοι μας με τον ίδιο τρόπο και δεν του δίνουμε την ίδια σημασία αλλά τον αντιλαμβανόμαστε κάθε φορά ανάλογα με την ηλικία μας και τις επιθυμίες μας. Τα μωρά αλλιώς, τα παιδιά κι οι νέοι με την όρεξη για ζωή αλλιώς κι οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας που θέλουν να «γυρίσουν τον χρόνο πίσω», αλλιώς. Θα λέγαμε ότι ο χρόνος είναι περισσότερο μια ταινία στο βίντεο του οποίου τα κουμπιά θέλουμε να τα πατάμε εμείς, άλλες φορές για να τρέξει η ταινία της ζωής μας πιο γρήγορα κι άλλες φορές να πατήσουμε το κουμπί για παύση.
Τελικά, ο χρόνος τι σημασία έχει; Έχει ξεκάθαρη υπόσταση ή είναι σχετικός; Κι αν είναι απαραίτητος στη ζωή μας, είναι τελικά φίλος μας που λειτουργεί σαν αρωγή στη ζωή μας ή είναι η μαύρη σκιά μας που μας ακολουθεί παντού, μας καταδιώκει και μας πνίγει τυλίγοντάς μας; Ό,τι και να είναι, πρέπει να μάθουμε να ζούμε μαζί με αυτόν, με τις ώρες, τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα, να συμβιβαστούμε με την ουσία του στη ζωή μας και να νιώθουμε ευγνώμονες που εξαιτίας αυτού του παιχνιδιού ήρθαμε σε αυτή τη ζωή. Μια ζωή χωρίς τα όρια του χρόνου, δεν θα μπορούσε ούτε να ξεκινήσει αλλά κι ούτε να εξελιχθεί. Τα πάντα θα ήταν νεκρά. Δεν θα υπήρχε κόσμος, δεν θα υπήρχε δημιουργία. Όλα θα βρίσκονταν καθηλωμένα στο…μηδέν.
Συγγραφέας: Τζατζαδάκη Ματρώνη,
Φιλόλογος-Γλωσσολόγος, Φοιτήτρια Ψυχολογίας ΕΚΠΑ