PsychologyNow Team

Διαφορετική γλώσσα και Ψυχοθεραπεία: Το ζήτημα της διγλωσσίας στην θεραπευτική διαδικασία

Διαφορετική γλώσσα και Ψυχοθεραπεία: Το ζήτημα της διγλωσσίας στην θεραπευτική διαδικασία

PsychologyNow Team

Είναι γεγονός πως στη σημερινή εποχή του Brain Drain, πολλοί ψυχολόγοι αποφασίζουν να μετακομίσουν και να δουλέψουν στο εξωτερικό, «παίρνοντας» μαζί τους επίσης την κουλτούρα και τη γλώσσα τους. Επιπλέον, το καίριο ζήτημα της προσφυγικής κρίσης στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες, γέννησε την ανάγκη ψυχολογικής υποστήριξης των ανθρώπων αυτών στις δομές όπου φιλοξενούνται.


Αυτές οι δύο περιπτώσεις μοιάζουν να μην έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους. Κι όμως έχουν: το γεγονός πως ο ψυχολόγος έρχεται αντιμέτωπος με την πρόκληση της ομιλίας κατά τη θεραπευτική συνεδρία σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική του.

Επομένως, οι ψυχολόγοι είναι πιθανό να συναντήσουν δίγλωσσους ανθρώπους για να δουλέψουν μαζί, αλλά είναι εξίσου πιθανό να είναι και οι ίδιοι δίγλωσσοι εργαζόμενοι σε μια ξένη χώρα. Αυτή η αλληλεπίδραση μεταξύ της ντόπιας και της νέας κουλτούρας και γλώσσας μέσα στο θεραπευτικό πλαίσιο έχει ξεκινήσει να κεντρίζει το ενδιαφέρον της πολυπολιτισμικής ψυχολογίας.

Ωστόσο, το θέμα αυτό είναι απόν από πολλά εκπαιδευτικά προγράμματα ψυχολογίας και ψυχοθεραπείας, μιας και οι θεραπευτικές προσεγγίσεις και οι θεωρίες που κατά βάση κυριαρχούν ακολουθούν την παραδοχή πως και οι δύο πλευρές της θεραπευτικής σχέσης ομιλούν την ίδια γλώσσα. Η γλώσσα είναι μία πολύ σημαντική πλευρά της ψυχοθεραπείας, μιας και είναι από τα πιο αξιοσημείωτα μέσα επικοινωνίας.

Επομένως, μοιάζει ουσιώδης για τους ψυχολόγους η κατανόηση του ρόλου της διγλωσσίας μέσα στη θεραπευτική σχέση, όπως επίσης και η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως θεραπευτικό εργαλείο.

Ως διγλωσσία ορίζεται η ικανότητα κάποιου να έχει ευφράδεια σε δύο γλώσσες. Αν και δεν μπορούμε ακριβώς να δούμε που υπάγεται η γλωσσική ικανότητα στον εγκέφαλο, διάφορες τεχνικές νευροαπεικόνισης έχουν βοηθήσει τους ερευνητές να κατασκευάσουν ένα μοτίβο σχετικά με την αποθήκευση και την ανάκτηση του γλωσσικού περιεχομένου (Santiago-Rivera & Altarriba, 2002).


Διαβάστε σχετικά: Τι σκέφτεται μια ψυχολόγος κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας;


Οι Kroll and Stewart (1994) υποστηρίζουν πως τα δίγλωσσα άτομα έχουν μια τεράστια αποθήκη λέξεων για τη πρώτη τους, μητρική γλώσσα και μια μικρότερη για τη δεύτερη γλώσσα. Μια τρίτη αποθήκη λειτουργεί εννοιολογικά και είναι συνδεδεμένη με τη πρώτη γλώσσα. Καθώς κάποιος μαθαίνει μια ακόμη γλώσσα, οι λέξεις της δεύτερης συνδέονται με λέξεις της πρώτης. Αυτό έχει ως συνέπεια τη δημιουργία εννοιολογικών συνδέσεων από την αποθήκη της δεύτερης γλώσσας στην εννοιολογική μνήμη.

Οι Santiago-Rivera και Altarriba (2002) επιπλέον προτείνουν πως όταν τα δίγλωσσα άτομα μαθαίνουν λέξεις που περιγράφουν συναισθήματα (π.χ. αγάπη, φόβος) στη πρώτη τους γλώσσα, αυτές οι λέξεις αποθηκεύονται σε ένα βαθύτερο επίπεδο αναπαραστάσεων από ότι οι ίδιες συνώνυμες λέξεις της δεύτερης γλώσσας.

Αυτό συμβαίνει μιας και οι λέξεις που δηλώνουν συναισθήματα στη μητρική μας γλώσσα είναι συνδεδεμένες με εμπειρίες της ζωής μας και άρα έχουν εφαρμοστεί σε περισσότερα περιεχόμενα. Επομένως, οι αντίστοιχες λέξεις της δεύτερης γλώσσας είναι λιγότερο πιθανό να ενεργοποιήσουν τόσες πολλές και διαφορετικές συσχετίσεις με τη ζωή μας.

Ποιές είναι, ωστόσο, οι προκλήσεις που μπορούμε να συναντήσουμε ως ψυχολόγοι που εργαζόμαστε σε μια δεύτερη γλώσσα; Για να τα πάρουμε με τη σειρά, οι προκλήσεις αυτού του φαινομένου δεν είχαν μελετηθεί εκτενώς μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’80, όπου και ο Flegenheimer (1989) με το έργο του έδωσε λίγο φως στο μείζον αυτό ζήτημα.

Μεταξύ άλλων, ανέφερε πως το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι θεραπευτές είναι το να καταλάβουν εκτενώς τον θεραπευόμενο, αλλά και παράλληλα να γίνουν κατανοητοί εκ βάθος. Υποστηρίζει ότι η έλλειψη βαθιάς ικανότητας στη γλώσσα μπορεί να εμποδίσει αυτή τη διαδικασία.

Επιπλέον, ο Lijtmaer (1999) υποστηρίζει πως είναι συχνό να πυροδοτείται θυμός, μιας και πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση και προσπάθεια στη λεκτική επικοινωνία, κάτι που στη μητρική μας γλώσσα δεν μοιάζει να λειτουργεί ως εμπόδιο. Συχνή βέβαια είναι και η πυροδότηση αισθημάτων ντροπής, ιδιαίτερα όταν ο θεραπευόμενος ρωτά τον ψυχολόγο να επαναλάβει τα λεγόμενα του συχνά, μιας και ο δεύτερος δεν γίνεται κατανοητός.

Η διαφορετική προφορά και ο διαφορετικός ρυθμός στην ομιλία κρίνονται επίσης ως προκλήσεις που πιθανόν να αντιμετωπίσουν οι θεραπευτές που διεξάγουν τη συνεδρία σε δεύτερη γλώσσα. Κατά συνέπεια, είναι πιθανό να αποσπάται η προσοχή του ψυχολόγου από τον θεραπευόμενο, και αντιθέτως, να επικεντρώνεται περισσότερο στην επιτυχή και κατανοητή επικοινωνία σε μια ξένη γλώσσα.

Επομένως, μιας και η προσοχή αποσπάται από τον ωφελούμενο, αποσπάται και από αυτά που ο ίδιος λέει και γενικά από την όλη θεραπευτική διαδικασία. Βέβαια, όσο περισσότερη είναι, ή γίνεται σταδιακά, η εξοικείωση με τη ξένη γλώσσα, τα παραπάνω προβλήματα μοιάζουν να ελαττώνονται (Sprowls, 2002; Sella, 2006; Skulic, 2007).

Επίσης, η Amati-Mehler (2004) υπογραμμίζει πως το να γνωρίζουμε τη μετάφραση μιας λέξης δεν σημαίνει απαραίτητα και την πλήρη κατανόηση του νοήματος της, το οποίο μπορεί να αλλάζει ανά το γενικό πλαίσιο και τα συμφραζόμενα. Για παράδειγμα, η λέξη «λευκό» μπορεί να έχει διαφορετικό νόημα για έναν Γάλλο και για έναν Εσκιμώο, μιας και ο τελευταίος έχει στο λεξιλόγιο του πολλές διαφορετικές λέξεις για τα διαφορετικά είδη και τις ποικίλες αποχρώσεις του λευκού.

Οπότε, όπως παρατηρούμε, αν και η υψηλή ικανότητα επικοινωνίας σε μια ξένη γλώσσα είναι πιθανό να βοηθήσει τον θεραπευτή να διεξάγει μια συνεδρία με ευκολία, όντας επικεντρωμένος πάντα στον άνθρωπο που βρίσκεται απέναντί του και στα λεγόμενα του, δεν είναι το παν. Μιας και η γλώσσα είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού, αποτυπώνει την κουλτούρα των ατόμων που την ομιλούν.

Επομένως, η γνώση της γλώσσας αλλά και η γνώση και κατανόηση της κάθε διαφορετικής κουλτούρας θα βοηθήσουν ακόμη περισσότερο τον δίγλωσσο ψυχολόγο, ώστε να επιτύχει μια δυνατή θεραπευτική σχέση με τον θεραπευόμενο.

Ο Kitron (1992) εξερευνεί ακόμη το ζήτημα της διαφορετικής γλώσσας ομιλίας του ψυχολόγου κατά τη θεραπεία από μια διαφορετική οπτική γωνία, εκείνη της διαφοράς της εξουσίας μέσα στη δυαδική θεραπευτική σχέση. Επισημαίνει πως οι θεραπευόμενοι είναι πιθανό να έχουν μια αρνητική στάση απέναντι σε έναν θεραπευτή που είναι μετανάστης, και άρα που δεν μιλά την ίδια μητρική γλώσσα με τον πρώτο.

Όπως αναφέρεται επίσης, η ιδιότητα του μετανάστη μπορεί να συνεπάγεται μια αίσθηση αδυναμίας του θεραπευτή, και άρα μη ικανότητας να φέρει εις πέρας με επιτυχία το θεραπευτικό έργο. Βέβαια, το πρόβλημα αυτό δεν παρουσιάζεται από την πλευρά των θεραπευομένων όταν και οι δύο πλευρές μιλούν σε μια κοινή γλώσσα που δεν είναι η μητρική του, για παράδειγμα στην Αγγλική.

Φυσικά, όπως σε κάθε ζήτημα, υπάρχει κι η άλλη πλευρά του νομίσματος. Έτσι λοιπόν κι εδώ η κατάσταση αυτή, εκτός από πιθανόν αρνητικά στοιχεία και προκλήσεις, έχει και πολλά θετικά.

Έρευνες έχουν δείξει πως το να μαθαίνουμε μία ξένη γλώσσα είναι μια διαδικασία που όχι μόνο μας δίνει τη δυνατότητα να εμπλουτίσουμε τις γνώσεις μας, αλλά επίσης μας βοηθά να αναπτύξουμε την ικανότητα να σκεφτόμαστε και να αισθανόμαστε χρησιμοποιώντας νέες λέξεις και έννοιες (Leavitt, 2010).

Αυτό, επιπλέον, οδηγεί σε μια αλλαγή της οπτικής μας για τον κόσμο γύρω μας και της προσωπικής μας ταυτότητας. Αυτοί οι μηχανισμοί της διγλωσσίας παίζουν έναν κεντρικό ρόλο ανάμεσα στον θεραπευτή και τον θεραπεύομενο, καθώς δημιουργούν ένα συγκεκριμένο θεραπευτικό δυναμικό.

Επομένως, η διγλωσσία μπορεί να λειτουργήσει ως ένα ισχυρό ψυχοθεραπευτικό εργαλείο. Ο δίγλωσσος θεραπευτής συχνά είναι σε θέση να συλλογίζεται και να κάνει αυτοκριτική σχετικά με το δικό του πολιτιστικό υπόβαθρο και την πολιτιστική του ταυτότητα.

Μπορεί επίσης να αξιολογεί τον εαυτό το ως προς την ικανότητα του ως θεραπευτής τόσο στη ξένη γλώσσα, όσο και στην μητρική του. Μην ξεχνάμε βέβαια πως είναι συχνό να δουλεύουμε με δίγλωσσα άτομα, με τα οποία μιλάμε στις ίδιες γλώσσες (Diakonova-Curtis, 2016). Επομένως, όταν δουλεύουμε με ανάλογα άτομα, θα πρέπει να δώσουμε προσοχή στα φαινόμενα που σχετίζονται με τη γλώσσα.


Διαβάστε σχετικά: 5 σημαντικά πράγματα που χρειάζεται να γνωρίζει ένας ψυχοθεραπευτής


Για ένα θεραπευτικό δίδυμο ψυχολόγου-θεραπευόμενου με αντιστοιχία γλωσσών (όταν και οι δύο μιλούν τις ίδιες δύο γλώσσες) ο ψυχολόγος μπορεί να αναγνωρίσει και να αναλύσει το πρότυπο αλλαγής της γλώσσας του πελάτη και να συζητήσει περαιτέρω εάν υπάρχει συνεπής εναλλαγή στην πρώτη ή δεύτερη γλώσσα για συγκεκριμένα θέματα, για παράδειγμα θέματα με συναισθηματικά φορτισμένο περιεχόμενο ή ζητήματα-ταμπού. Ο ψυχολόγος μπορεί να ενθαρρύνει τη χρήση και των δύο γλωσσών στη θεραπεία για να βοηθήσει τον θεραπευόμενο να επιτύχει τη δική του «ολοκλήρωση».

Για ένα μη-ταιριαστό γλωσσικά θεραπευτικό δίδυμο ψυχολόγου-θεραπευόμενου (όταν μία από τις δύο γλώσσες είναι κοινή), ο θεραπευτής, αναγνωρίζοντας τα οφέλη από τη χρήση ενός συστήματος διπλής γλώσσας για να επεξεργάζεται τα συναισθήματα και τις εμπειρίες (βλ. προηγουμένως Santiago-Rivera και Altarriba, 2002), μπορεί να ενθαρρύνει τους θεραπευόμενους να εξερευνήσουν μαζί το νόημα του να εκφωνεί συναισθηματικό υλικό στην πρώτη-μητρική τους γλώσσα.

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας όταν αντιμετωπίζουμε το ζήτημα της διγλωσσίας στη θεραπεία είναι η ευαισθησία ως προς την ταυτότητα του θεραπευόμενου, αλλά και η αποσαφήνιση της με βάση με τη γηγενή του κουλτούρα και τη γλώσσα του (Diakonova-Curtis, 2016).

Συνοψίζοντας, όπως παρατηρήσαμε, το θέμα της διγλωσσίας μέσα στην θεραπευτική διαδικασία μπορεί να εμπεριέχει τόσο προκλήσεις όσο και θετικά στοιχεία. Ωστόσο, οι προκλήσεις μπορεί να μειωθούν με τη εμπειρία, την συχνή εντρύφηση με τη ξένη γλώσσα και την κουλτούρα.

Το ζήτημα αυτό ωστόσο χρήζει περισσότερης έρευνας και μελέτης, καθώς και περισσότερης εκπαίδευσης από πλευράς των θεραπευτών, ώστε να μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν τη διγλωσσία τους ως ένα παραγωγικό εργαλείο. Φυσικά, σε όλα αυτά θεωρώ πως είναι σημαντική και η διατήρηση μιας θετικής στάσης, η οποία θα μας βοηθήσει, παρά τις δυσκολίες, να δούμε τα οφέλη μιας τέτοιας ιδιαίτερης θεραπευτικής διαδικασίας και σχέσης.


Συγγραφέας: Μαριάννα Αναγνωστοπούλου, ψυχολόγος της ΑμΚΕ ΙΑΣΙΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Amati-Mehler, J., (2004). Immigration, loss and memory. In J. Szekacs-Weisz & W. Ward (Eds.), Lost childhood and the language of exile (p. 168-181). London, UK: Imago East West, The Freud Museum.
  • Diakonova-Curtis, D., (2016). Bilingualism as a tool in psychotherapy. Psychotherapy Bulletin, Vol. 51(4), p. 38-42.
  • Flegenheimer, F.A., (1989). Languages and psychoanalysis: The polyglot patient and the polyglot analyst, International Review of Psychoanalysis, Vol. 16, p. 377-383.
  • Kitron, D.G., (1992). Transference and countertransference implications of psychotherapy conducted in a foreign language, Bulletin of the Menninger Clinic, Vol. 56 (2), p. 232 – 45.
  • Leavitt, J. (2010). Linguistic relativities: Language diversity and modern thought. Cambridge, UK: Cambridge University Press.
  • Lijtmaer, R.M., (1999). Language shift and bilinguals: Transference and countertransference implications, Journal of the American Academy of Psychoanalysis, Vol. 27, p. 611-623.
  • Santiago-Rivera, A. L., & Altarriba, J., (2002). The role of language in therapy with the Spanish-English bilingual client, Professional Psychology: Research and Practice, Vol. 33(1), p. 30–38.
  • Sella, E. (2006). Countertransference and empathy: The perceptions and experiences of polyglot immigrant clinicians, who, working with monolingual or bilingual immigrant children, are practicing in a language that is not their mother tongue. (Doctoral dissertation, New York University, 2006). Dissertation Abstracts International, Vol. 67(8).
  • Skulic, T., (2007). Languages of psychotherapy: The therapist’s bilingualism in the psychotherapeutic process (Doctoral dissertation, Auckland University of Technology: Department of Psychotherapy, 2007). Retrieved from http://hdl.handle.net/10292/514.
  • Sprowls, C., (2002). Bilingual therapists’ perspectives of their language related self-experience during therapy (Doctoral dissertation, Our Lady of the Lake University, 2002). Retrieved from: http://web.ebscohost.com.libproxy.smith.edu.
Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...