Καθισμένη στο καναπέ του γραφείου μου περιμένοντας τον επόμενο πελάτη, που ήταν ένα ζευγάρι σκεφτόμουν….. πώς να είναι αυτοί οι δύο άνθρωποι;
Έχουν άραγε παιδιά, τι ηλικίας είναι; Το ραντεβού το είχε ζητήσει ο άνδρας, όχι και τόσο συνηθισμένο στο επάγγελμά μας, συνήθως οι γυναίκες ενεργοποιούνται πρώτες και τραβούν τους άνδρες στο Σύμβουλο γάμου. Να που οι καιροί και οι άνθρωποι αλλάζουν…..
Τι να τους ταλαιπωρεί άραγε; Μήπως η ύπαρξη τρίτου προσώπου; Πριν συνεχίσει το μυαλό μου να ταξιδεύει και να φτιάχνει σενάρια, χτύπησε το κουδούνι!!!!!
Καθισμένη στο καναπέ του γραφείου μου περιμένοντας τον επόμενο πελάτη, που ήταν ένα ζευγάρι σκεφτόμουν….. πώς να είναι αυτοί οι δύο άνθρωποι; Έχουν άραγε παιδιά, τι ηλικίας είναι; Το ραντεβού το είχε ζητήσει ο άνδρας, όχι και τόσο συνηθισμένο στο επάγγελμά μας, συνήθως οι γυναίκες ενεργοποιούνται πρώτες και τραβούν τους άνδρες στο Σύμβουλο γάμου. Να που οι καιροί και οι άνθρωποι αλλάζουν….. Τι να τους ταλαιπωρεί άραγε; Μήπως η ύπαρξη τρίτου προσώπου; Πριν συνεχίσει το μυαλό μου να ταξιδεύει και να φτιάχνει σενάρια, χτύπησε το κουδούνι!!!!!
Υποδέχτηκα δύο ανθρώπους γύρω στα 45 με 50, λίγο αμήχανους και αγχωμένους, συστηθήκαμε: ήταν ο Λεωνίδας και η Δέσποινα.
Σχεδόν αμέσως κατάλαβα ότι η σύζυγος ήταν θυμωμένη… και ο σύζυγος φαινόταν μάλλον φοβισμένος. Όποτε έκανα μια ερώτηση ο Λεωνίδας έδινε το λόγο στη Δέσποινα και όταν απευθυνόμουν στον ίδιο ήταν εξαιρετικά προσεκτικός στο πως και τι θα απαντήσει, συνεχώς την κοίταζε για να δει την αντίδρασή της.
Η Δέσποινα επαναλάμβανε συνεχώς ότι ο άνδρας της είναι «απών» είναι στον κόσμο του… Τη ρώτησα:
– Θ: Από πού απουσιάζει;
– Δ: Από την οικογένειά του γενικά…. δεν ασχολείται με τα παιδιά μας, δεν ενδιαφέρεται για εμένα, κατά τη διάρκεια της ημέρας δεν παίρνει ένα τηλέφωνο να δει τι κάνω, γυρνάει αργά από τη δουλειά του, τις περισσότερες φορές τα παιδιά έχουν κοιμηθεί. Εγώ προσπαθώντας να τον βάλω στην καθημερινότητά μας, του μιλάω για το πως ήταν η μέρα μου στη δουλειά, του λέω τα νέα των παιδιών μας, προσπαθώ να είμαι ευχάριστη, ενώ εκείνος χωρίς ιδιαίτερα σχόλια, αφού τελειώσει το φαγητό του, κάθεται στον καναπέ και χαζεύει στη τηλεόραση, κάποιες φορές κοιμάται εκεί. Νιώθω μόνη, κουρασμένη, βαρέθηκα…
Όταν έχω ζευγάρια πάντα αφού έχει μιλήσει ο ένας, ζητάω από τον άλλο να παρουσιάσει τη δική του θέση, σε ό,τι είπε ο πρώτος. Συχνά αυτές οι συζητήσεις αποκαλύπτουν διαφορές στην άποψη για το πώς είναι η σχέση, όπως επίσης αντανακλούν και διαφορές στο πως αντιλαμβάνεται ο καθένας τον άλλο αλλά και τον εαυτό του. Επιπλέον, θεωρώ σημαντικό και οι δύο να αισθάνονται ότι έχουν από τον Θεραπευτή την ίδια προσοχή. Προσπαθώ, όσο περνάει από το χέρι μου, να αποφεύγω συμμαχίες και τυχόν μεταβιβάσεις (συμπαθεί τη γυναίκα μου, ή συμπαθεί τον άντρα μου). Έτσι έγινε και εδώ.
– Θ: Λεωνίδα εσύ τι λες; Θα ήθελα να ακούσω και τη δική σου πλευρά.
– Λ: Εε τι να πω κάπως έτσι γίνεται, έτσι γινόταν……
– Θ: Τι εννοείς έτσι γινόταν;
Χαμογέλασε αχνά, κοιτώντας πάλι τη γυναίκα του και είπε κάπως διστακτικά:
– Λ: Εεε, αυτό… έτσι γινόταν, πάντα η Δέσποινα μου έλεγε τα νέα… αφού εγώ όντως αργώ να γυρίσω στο σπίτι, λόγω δουλειάς, δεν το κάνω επίτηδες. Τηλεόραση παρακολουθώ γιατί με χαλαρώνει από την ένταση της ημέρας, είναι και ένας τρόπος να μη τη κουράζω με τα της δουλειάς μου. Δεν καταλαβαίνω γιατί η Δέσποινα τα λέει αυτά, έτσι ήμαστε…. εγώ δεν ενδιαφέρομαι για εκείνη και τα παιδιά μας; Για ποιον δουλεύω και τρέχω να τους εξασφαλίσω μια άνετη ζωή… βοηθό στο σπίτι, ιδιωτικό σχολείο… ειδικά στις μέρες μας;;;
Όσο μιλούσε ο Λεωνίδας στριφογύριζε στο μυαλό μου ένα βιβλίο που πρωτοδιάβασα το 1998 («Οι Τρεις Ταυτότητες της Ελληνικής Οικογένειας», της Χ. Κατάκη), όπου κάπου αναφέρεται, ότι στην παραδοσιακή οικογένεια, το άτομο για να δικαιωθεί και να αναγνωρισθεί αρκεί να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς την ομάδα στην οποία ανήκει, όπου ομάδα = οικογένεια.
Η παραπάνω συζήτηση έφτασε για να μου αποκαλυφθεί ότι ο καθένας από τους συζύγους αισθανόταν «αδικημένος». Τους βαθύτερους λόγους θα τους διερευνούσα αργότερα….. Η Δέσποινα ένιωθε «αδικημένη» λόγω της παραμέλησης που βίωνε από την αδιαφορία του άνδρα της και ο Λεωνίδας επίσης «αδικημένος» εξ αιτίας της μη αναγνώρισης από τη γυναίκα του, της οικονομικής εξασφάλισης που προσέφερε στην οικογένειά του. Και οι δύο αποζητούσαν τη δικαίωση ο ένας από τον άλλο, συμπεριφερόμενοι ο καθένας με το δικό του τρόπο, χωρίς να έχει συνομολογηθεί….. και χωρίς να συνειδητοποιούν τι ζητάει ο ένας από τον άλλο.
Διερευνώντας τις οικογένειες καταγωγής του Λεωνίδα και της Δέσποινας, ανακάλυψα ότι ο πατέρας του Λεωνίδα ήταν ο φέρων το ψωμί!!! στην οικογένεια, αρκετά απών, ήταν μπαμπάς του Σαββατοκύριακου. Η μητέρα του δεν δούλευε, ήταν νοικοκυρά, ένιωθε δυσαρεστημένη, παραμελημένη από τον άντρα της. Τα παράπονά της τα συζητούσε με το Λεωνίδα, αυτός ήταν ο κολλητός της, παρ’ όλο που υπήρχε μεγαλύτερος αδελφός. Ο Λεωνίδας λόγω αυτών των συνθηκών (συμμαχία με μητέρα – απουσία πατέρα) δεν είχε σχέση με τον πατέρα του. Σταδιακά ο Λεωνίδας πήρε το ρόλο του παρηγορητή, αντικαταστάτη του πατέρα παραμελώντας τις δικές του παιδικές ανάγκες π.χ της ανεμελιάς, της σκανταλιάς.
Στην οικογένεια της Δέσποινας αν και οι δύο γονείς εργάζονταν, μόνο ο πατέρας εμφανίζεται να είναι απών, περιγράφει τη μητέρα της δυσαρεστημένη, απογοητευμένη, παραμελημένη από τον πατέρα της. Η Δέσποινα όπως και ο Λεωνίδας έγινε για τη μάνα το παιδί «παρηγορητής– αντικαταστάτης».
Η Δέσποινα από μικρή έπρεπε να είναι υπεύθυνη για τον εαυτό της, να μη κουράζει τη μητέρα της που έδειχνε ταλαιπωρημένη και παραιτημένη από το γονεϊκό της ρόλο. Η Δέσποινα αποφάσιζε π.χ. που θα πάει φροντιστήριο, αν βγει έξω τι ώρα να γυρίσει. Έπρεπε πάντα να προβλέπει τις ανάγκες της μαμάς και να τις ικανοποιεί. Η συγχωνευμένη σχέση που είχε αναπτύξει με τη μητέρα διευκόλυνε την απόμακρη σχέση με τον πατέρα της. Προσπαθούσε σχεδόν πάντα να δημιουργεί ευχάριστο κλίμα ώστε να ξεπερνιούνται οι καυγάδες που συνέβαιναν μεταξύ των γονιών της.
Ήταν πλέον προφανές ότι και οι δύο οικογένειες καταγωγής του ζευγαριού είχαν ομοιότητες!!!! Και των δύο οι μητέρες ένιωθαν παραμελημένες από τον σύζυγο και οι δύο πατεράδες εμφανίζονταν ως «απόντες», επίσης ο Λεωνίδας και η Δέσποινα ήταν παιδιά παρηγορητές – αντικαταστάτες για τη μητέρα. Το μόνο που ήξεραν και οι δύο τους ως παιδιά ήταν ότι έπρεπε συνεχώς να είναι «κάπως» για να κρατιέται η οικογένεια.
Αυτό το μοτίβο σχέσης λοιπόν ο καθένας από τους δύο ως ενήλικοι, ταυτιζόμενοι με το φύλο τους, επαναλαμβάνουν στην δική τους οικογένεια. Ο Λεωνίδας πήρε το ρόλο του πατέρα του και χωρίς να το αντιληφθεί κατέληξε σαν κι αυτόν «απών». Η Δέσποινα πάλι χωρίς να το συνειδητοποιεί νιώθει όπως η μάνα της «παραμελημένη». Έτσι έχει καταγραφεί παιδιόθεν στο μυαλό τους για το πως είναι οι συζυγικές σχέσεις, ο άνδρας «απών» και η γυναίκα «παραμελημένη». Το κυριότερο και οι δυο τους ψάχνουν στην τωρινή σχέση τη δικαίωση που δεν πήραν από τους γονείς τους ως παιδιά. Πώς γίνεται όμως να δικαιωθεί στο εδώ και τώρα ο ένας από τον άλλο που το μεγαλύτερο κομμάτι του προβλήματος που τους ταλαιπωρεί αφορά στο τότε;
Και οι δυο δεν έχουν πάρει αυτήν την αναγνώριση – αποδοχή άνευ όρων που χρειάζονται όλοι οι άνθρωποι ως παιδιά από τους γονείς. Το παραμελημένο παιδί μέσα τους θέλει να μιλήσει και να το κατανοήσουν, να του αναγνωρίσουν τις αγωνίες, το φόβο, την ανασφάλεια και τον πόνο που ένιωθε τότε, που του δόθηκε ένας ρόλος δυσανάλογος των δυνατοτήτων του.
Στην τωρινή τους οικογένεια ο Λεωνίδας και η Δέσποινα προσπαθούν να δικαιωθεί εκείνο το παιδί στο τότε πατώντας στους ρόλους των γονιών τους, ασυνείδητα βέβαια κάτι εξαιρετικά πολύπλοκο και δύσκολο.
Εδώ λοιπόν έρχεται ο δικός μου ρόλος. Στόχος μου ως Συμβούλου Γάμου είναι να γίνω η μεταφράστρια του βιβλίου της ζωής τους, να διευκολύνω το Λεωνίδα και τη Δέσποινα να αντιληφθούν τα μοντέλα σχέσεων που κουβαλούν, τις συμπεριφορές όπως και τα ανομολόγητα συναισθήματα που τα διαιωνίζουν. Μιλώντας για τη δυσκολία του ρόλου τους στο τότε ακούγοντας ο ένας τον άλλο με τη δική μου βοήθεια θα δώσουν και θα πάρουν την πολυπόθητη δικαίωση που τόσο διάστημα περιμένουν. Μέσα από αυτή τη δύσκολη, χρονοβόρα μα κατά τα άλλα ενδιαφέρουσα διαδικασία ο Λεωνίδας και η Δέσποινα θα καταφέρουν να ξεφύγουν από το διαγενεϊκό φαύλο κύκλο στον οποίο έχουν εγκλωβιστεί.