Η πορεία του Εγώ, και του εσύ, η πορεία μίας θεραπευτικής σχέσης μέσα από το πρίσμα της μάνας, της κόρης, της φαλλοκρατικής οικογένειας, στα χρονικά πλαίσια μίας εφηβείας σε μία κοινωνική συνθήκη μετακίνησης, μετανάστευσης, πολλαπλών ”ανήκειν”.
Άραγε η πορεία ενός ανθρώπου, μίας οικογένειας να καθρεπτίζεται, να επηρεάζεται και να επηρεάζει την πορεία ενός λαού; Άραγε η πορεία ενός λαού να αντικατοπτρίζεται στην πορεία ενός μικρότερου συστήματος; Άραγε η θεραπευτική μας σχέση εν δυνάμει και εν εξελίξει να κάνει ταξίδια κυκλικότητας ως σαν τα στάδια ενσωμάτωσης ενός μετανάστη; από το δομικό, στο πολιτισμικό, στην αλληλεπίδραση και στον αυτοπροσδιορισμό;
Να γράψω σαν να ήμουν εσύ, να γράψω σε πρώτο πρόσωπο, να γράψω από μέσα, να γράψω με μουντζούρες και σβηστήρια όχι από αδυναμία αλλά από θέση.
– Μαρία θα μου μιλήσεις για σένα;
– Έ τι να σας πω;
– Μμμ, ας πούμε τι σου αρέσει να κάνεις τον ελεύθερό σου χρόνο
– Μου αρέσει να ζωγραφίζω. Δεν νομίζω ότι είμαι καλή αλλά έμαθα μόνη μου, χωρίς βοήθεια. Αυτό κάτι λέει.
– Εχθές πήγα στα max stores να ψωνίσω. Έβαλα τα κλάματα στον Άρμπεν, τον έκανα να νιώσει τύψεις που με μάλωσε άδικα τις προάλλες και μου έσκασε ένα 20άρικο. Λέω τέλεια!!! Πήρα τα πάντα; μπογιές, πινέλα, κάρβουνο. Ζωγραφίζω με κάρβουνο, λέμε τώρα. Έχω ζωγραφίσει πολλά. Έτσι τα έχω, δεν υπάρχει χώρος στο σπίτι να τα βάλω. Δεν θέλω κιόλας. Η κ. Αριάνα λέει ότι τους πίνακές της δεν τους πειράζει κανείς. Αν την ζωγράφιζα, τότε θα το κρεμούσε. Εγώ όμως ζωγραφίζω από το μυαλό. Ναι…αυτά. Τι άλλο να σας πω;
Κάπως έτσι ανταλλάξαμε τις πρώτες μας κουβέντες σε μία απόπειρα να μου πεις κάτι για σένα, να με κοιτάξεις, να σε δω. Να δω το πρόσωπό σου, ένα πρόσωπο ερμητικά κλειστό πίσω από μία χειρουργική μάσκα. Ήρθες συνοδευόμενη απ΄ όλη την οικογένεια; τον Άρμπεν, την Αριάνα και τον Κώστα. Αναστατωμένοι όλοι τους για το τι έχεις, με φόβο ότι κάτι δεν λειτουργεί και με προσμονή για την βοήθεια.
Ήρθες σε μία εποχή κοινωνικής αναστάτωσης, πανδημίας που τα σπίτια κλείνουν τις πόρτες τους, τα κράτη τα σύνορά τους για να προστατευτούν από τον αόρατο εχθρό. Μνήμες ίσως αναδύονται στις οικογενειακές αφηγήσεις για τότε την δεκαετία του 90 όταν οι γονείς σου νέοι και ελεύθεροι πέρασαν τα σύνορα τούτου εδώ του τόπου με την ελπίδα μίας καλύτερης τύχης. Και η ελπίδα μπερδεύτηκε με τον φόβο και την καχυποψία. Ο πατέρας σου, Άρμπεν, ήρθε πρώτος το 1990 για οικονομικούς λόγους.
Η μητέρα σου, Αριάνα, διέσχισε τα σύνορα το 1996 σε μία καρότσα με πλαστή-πλαστική ταυτότητα για να γλιτώσει από την καταπίεση της μάνας της. Γνωρίστηκαν εδώ στην Ελλάδα και έκαναν τον Κώστα και εσένα, την Μαρία. Πήρες ελληνικό-θρησκευτικό όνομα, έμαθες Ελληνικά και τα αλβανικά ίσα ίσα που τα καταλαβαίνεις. Η γιαγιά και ο παππούς είναι πίσω, στην Κορυτσά. Στόχος των γονιών σου να γίνεις Έλληνας πολίτης και ίσως μ’ αυτό τον τρόπο πολίτης του κόσμου.
Εσύ ήσουν στο δικό σου εφηβικό μπέρδεμα. Το σώμα σου έτοιμο να βγει προς τα έξω, να εκφραστεί. να μιλήσει. Η ψυχή σου φοβισμένη, σχεδόν τρομοκρατημένη. Έχεις κλείσει μέσα την ”Αλβανίδα”, ως όρο υποτιμητικό,αυτή με τις γιαλούμπες, τη χοντρή. Δεν εμπιστεύεσαι κανέναν παρά μόνο την οικογένειά σου. Η εντολή της μητέρας σου ξεκάθαρη: να μορφωθείς, να βγάζεις τα λεφτά σου, να φοράς μίνι φούστα και τακούνια.
Η εντολή μπερδεμένη: Σας παρακαλώ είναι ευαίσθητη. Πείτε στον Γιωργάκη να μην την πειράζει, Να μην πας!! Που ξέρεις ποιοι θα είναι εκεί!!!, Δεν εμπιστευόμαστε κανέναν. Ό,τι γίνεται εδώ, μένει εδώ. Δεν ξέρεις τι σου συμβαίνει, γιατί είσαι εδώ. Τελικά ποια εντολή να ακολουθήσεις; Να γίνεις ανεξάρτητη η όχι; Είσαι Αλβανίδα ή Ελληνίδα; Να εμπιστευτείς και ποιον; Και αν δεν εμπιστευόμαστε, εγώ γιατί είμαι εδώ σήμερα; Τόσο πρόβλημα έχω; ή είμαι η έκφραση ενός προβλήματος;
Όλα αυτά διαδραματίζονται μέσα από γεγονότα, ιστορίες και αφηγήσεις. Και εγώ απέναντι με σύνορο το τραπέζι. Η ξένη, η άλλη. Άραγε τι σκέφτεσαι για μένα;
Είμαι η Κωνσταντίνα. Είμαι μία γυναίκα με προνόμια σε σχέση με εσένα. Είμαι Ελληνίδα εξ αίματος. Δεν πέρασα την αγωνία σου για πράσινη κάρτα, τον φόβο ότι θα γυρίσουν την μάνα μου πίσω. Έβγαλα αστυνομική ταυτότητα εύκολα και απλά στα 15. Έχω όμως και πολλά κοινά μαζί σου. Έχω και εγώ καταγωγές, έχω και εγώ κληρονομήσει αφηγήσεις ξενιτιάς και ξεριζωμού. Υπήρξα έφηβη με συγκρούσεις, μου έδωσε και εμένα η δική μου μάνα παρόμοιες εντολές.
Διαβάστε σχετικά: «Όταν δεν ξέρεις πού πηγαίνεις, κοίτα από πού έρχεσαι!»
Η καταγωγή
Η καταγωγή σου ήρθε σύντομα στο τραπέζι. Ήταν όταν σε άκουσα να μιλάς για το κοινό, ίδιο αίμα. Φράσεις όπως το αίμα νερό δεν γίνεται, όλοι θέλουν το κακό σου εκτός από τους γονείς σου άρχισαν να τριβιλίζουν το κεφάλι μου. Άνοιξα τα χαρτιά, τα βιβλία μου και άρχισαν οι αναρωτήσεις, και οι τοποθετήσεις.
- Να μάθω για την ιστορία του τόπου σου σε σχέση με την δική μου.
- Να μάθω την ιστορία του τόπου σου ασχέτως από την δική μου.
- Να αναρωτηθώ για τα δικά μου στερεότυπα. Μήπως κατά βάθος είχα και εγώ κρατήματα απέναντι σου;
- να αντέξω να μας κρατήσω στην ψυχική αναμονή, εκεί που το σώμα θέλει να προχωρήσει και η ψυχή αντιστέκεται (Winnicott, D.W.(2000). Το παιδί, το παιχνίδι και η πραγματικότητα. Εκδόσεις Καστανιώτης)
- να βρω τον κοινό μας τόπο, εκεί που συναντιόμαστε.
- να αλλάξω την γλώσσα. Η γλώσσα να γίνει περιγραφική, να φύγει από ορολογίες. Έχεις διαγνωστεί με δυσλεξία. Ψυχολογικός όρος που έχει συγκεκριμένα κριτήρια. Και όμως, άλλη δυσλεξία έχει ένα παιδί που ζει και μεγαλώνει στην χώρα καταγωγής του και άλλη δυσλεξία έχει ένα παιδί που είναι δίγλωσσο. Μήπως ο όρος που χρησιμοποιούμε είναι καθολικός, χάνει μέρος της ιστορίας και ερμηνεύει τους ανθρώπους έξω από το πλαίσιό τους;
- να επεξεργαστώ τις διαφορές μας, να με φαντασιωθώ μέσα σ αυτές.
- Να μάθω από εσένα, να μου διευρύνεις τους ορίζοντες σε όλους τους τομείς στην υγεία, την παιδεία, όπως οι Ινδοί μας έφεραν την Γιόγκα. Να μπερδέψουμε τις κουλτούρες μας.
- Να κάτσω δίπλα, να σεβαστώ τις διαφορές, να φέρω μέσα από ερωτήσεις και μία άλλη ιδέα. Άραγε πως το καταφέρνεις αυτό όταν πχ θίγεται ως ζήτημα ένα θέμα ισότητας φύλου
Κάπου εδώ με θέσεις και απορίες θα σας αφήσω. Κλείνοντας έχω την ανάγκη να σας ενημερώσω ότι η Μαρία συνεχίζει το ταξίδι για την ταυτότητά της και εγώ το δικό μου ως θεραπεύτρια. Με κοιτάει πλέον στα μάτια, έκανε φίλους που ζωγράφισαν στο πόδι το ίδιο τατουάζ, οπότε έτσι μπορεί να τους εμπιστευτεί. Ίσιωσε το σώμα της και η φωνή της δυνάμωσε.
Προσπαθεί να δημιουργήσει τις δικές εντολές; να σαν αυτή που συντροφεύει την Μπάρμπαρα Λου: Η ζωή είναι ένα σύντομο βαλς. Γι’ αυτό, βάλε τα παπούτσια σου και μπες στο χορό (Ρόμπερτ Φίσερ και Μπεθ Κέλι (2002). Ο μπούφος που δεν μπορούσε να κάνει μπου, Εκδόσεις Opera)