PsychologyNow Team

Αμφισβητείται ισχυρά η μέχρι τώρα σύνδεση βιολογίας και κατάθλιψης

Αμφισβητείται ισχυρά η μέχρι τώρα σύνδεση βιολογίας και κατάθλιψης

PsychologyNow Team

Mία νέα μεγάλη μετα-ανάλυση υποστηρίζει ότι το γονίδιο της σεροτονίνης δεν έχει ουσιαστική επίδραση στην εμφάνιση κατάθλιψης.


Μια νέα μετα-ανάλυση στην οποία συμμετείχαν δεκάδες διεθνείς ερευνητές, υποδεικνύει ότι μια σημαντική μελέτη του 2003 σχετικά με την αλληλεπίδραση των γονιδίων, του περιβάλλοντος και της κατάθλιψης, μπορεί να έχασε το νόημα της. Για χρόνια οι ερευνητές προσπαθούσαν να προσδιορίσουν τι επίδραση μπορεί να έχει ένα γονίδιο που συνδέεται με την εγκεφαλική χημική ουσία σεροτονίνη στην κατάθλιψη σε άτομα που βιώνουν άγχος. Τώρα όμως, αναλύοντας πληροφορίες από περισσότερους από 40.000 ανθρώπους που έχουν μελετηθεί εδώ και πάνω από μία δεκαετία, οι ερευνητές της ομάδας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον στο Σαιντ Λούις, δεν έχουν βρει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το γονίδιο μεταβάλλει την επίδραση που έχει το στρες στην κατάθλιψη.

Η αρχική υπόθεση ήταν ότι τα άτομα με αυτήν την παραλλαγή γονιδίου, ήταν πιο πιθανό να αναπτύξουν κατάθλιψη όταν αντιμετωπίζουν σημαντικό στρες στη ζωή τους.

Το γεγονός ότι η αρχική έρευνα μπορεί να οδηγούσε σε ένα λανθασμένο αποτέλεσμα, δεν ήταν άγνωστο. Στην πραγματικότητα, μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο PLOS One δείχνει ότι μόνο περίπου οι μισές επιστημονικές ανακαλύψεις μπορούν να αναπαραχθούν και να διατηρηθούν και μεταγενέστερα. 

Από την αρχική δημοσίευσή της στο περιοδικό Science, η μελέτη έχει αναφερθεί από άλλους ερευνητές περισσότερες από 4.000 φορές και περίπου 100 άλλες μελέτες έχουν δημοσιευθεί σχετικά με τη σχέση μεταξύ του γονιδίου που σχετίζεται με τη σεροτονίνη, των στρεσογόνων γεγονότων της ζωής και του κινδύνου κατάθλιψης. 

Αυτά τα συμπεράσματα έγιναν ευρέως αποδεκτά, κυρίως επειδή τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα που ονομάζονται εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs), βοηθούν στην ανακούφιση από τα συμπτώματα της κατάθλιψης για ένα σημαντικό ποσοστό κλινικά καταθλιπτικών ατόμων. 

Ως εκ τούτου, πολλοί ερευνητές θεωρούσαν λογικό ότι οι παραλλαγές στο γονίδιο που επηρεάζει τη σεροτονίνη, μπορεί να συνδέονται με τον κίνδυνο κατάθλιψης.

Ωστόσο σε αυτή τη νέα μελέτη, οι ερευνητές ήλεγξαν ξανά τα δεδομένα από τις πολλές μελέτες που ξεκίνησαν μετά την πρώτη εκείνη δημοσίευση του 2003, αναλύοντας πληροφορίες από περισσότερους από 40.000 ανθρώπους και διαπίστωσαν ότι η σχέση που αναφέρθηκε προηγουμένως μεταξύ του γονιδίου της σεροτονίνης, της κατάθλιψης και του άγχους δεν ήταν τόσο εμφανής. Τα νέα αποτελέσματα εμφανίζονται στο περιοδικό Molecular Psychiatry

«Ο στόχος μας ήταν να προσελκύσουμε όσους είχαν συγκεντρώσει δεδομένα σχετικά με αυτή τη σχέση και να ρίξουμε μία δεύτερη ματιά με κάθε ερευνητική ομάδα χρησιμοποιώντας τα ίδια εργαλεία για την ανάλυση δεδομένων με τον ίδιο τρόπο», δήλωσαν οι ερευνητές. 

«Όλοι μας κάναμε ακριβώς τις ίδιες στατιστικές αναλύσεις και αφού συνδυάσαμε όλα τα αποτελέσματα, δεν βρήκαμε στοιχεία που να φανερώνουν ότι αυτό το γονίδιο μεταβάλλει την επίδραση που έχει το στρες στη δημιουργία κατάθλιψης». Με τα χρόνια, δεκάδες ερευνητικές ομάδες είχαν μελετήσει το DNA και τις εμπειρίες της ζωής που συνδέονταν με το στρες και την κατάθλιψη σε περισσότερους από 40.000 ανθρώπους, που επανεξετάστηκαν στη μελέτη αυτή. Προηγούμενες έρευνες έδειξαν ότι τα άτομα με την παραλλαγή του γονιδίου, ήταν πιο πιθανό να εκδηλώσουν κατάθλιψη όταν εκτίθονταν σε στρεσογόνες καταστάσεις, ενώ άλλες έρευνες δεν βρήκαν καμία σύνδεση μεταξύ των στοιχείων αυτών (δηλαδή της παραλλαγής του γονιδίου, του στρες και της κατάθλιψης). 

Έτσι, για σχεδόν δύο δεκαετίες, οι επιστήμονες είχαν συζητήσει το ζήτημα και είχαν διεξαχθεί χιλιάδες έρευνες. Η συνεργασία όλων αυτών των ομάδων για να αναλύσουν τα δεδομένα, φέρνει αυτή τη μελέτη σε θέση να απαντήσει πλέον σε όλα τα ερωτήματα που έχουν τεθεί.

«Η ιδέα ότι οι διαφορές στο γονίδιο της σεροτονίνης θα μπορούσαν να κάνουν τους ανθρώπους πιο επιρρεπείς στην κατάθλιψη όταν βρίσκονται σε στρεσογόνες καταστάσεις, ήταν μια πολύ λογική υπόθεση», δήλωσαν οι ερευνητές. 

«Όμως, όταν όλες οι ομάδες συναντήθηκαν και έλεγξαν τα δεδομένα με τον ίδιο τρόπο, καταλήξαμε σε μία κοινή παραδοχή. Γνωρίζουμε ότι το άγχος σχετίζεται με την κατάθλιψη και γνωρίζουμε επίσης ότι το DNA μας σχετίζεται με την κατάθλιψη, αλλά τώρα γνωρίζουμε ότι αυτό το συγκεκριμένο γονίδιο δεν είναι αυτό που είναι υπεύθυνο για την παραπάνω σχέση». Οι ερευνητές σημείωσαν τελικά, ότι όταν πρόκειται για αυτό το γονίδιο και τη σύνδεσή του με το στρες και την κατάθλιψη, η επιστημονική μέθοδος έχει δώσει το αποτέλεσμά της.

«Οι ειδικοί διαφωνούσαν για αυτό το θέμα για χρόνια», είπε. «Αλλά τελικά η υπόθεση δεν θα πρέπει να είναι αυτή που πιστεύουν οι ειδικοί αλλά αυτό μας λένε τα στοιχεία. Είμαστε πεπεισμένοι ότι τα αποδεικτικά στοιχεία μας έδωσαν τελικά μια απάντηση: Το γονίδιο της σεροτονίνης δεν έχει ουσιαστική επίδραση στην κατάθλιψη, είτε άμεσα είτε τροποποιώντας τη σχέση μεταξύ άγχους και κατάθλιψης».

Με αυτή την παραλλαγή του γονιδίου σεροτονίνης να απορρίπτεται από το σύνολο των πιθανών παραγόντων κινδύνου για την κατάθλιψη, οι ερευνητές μπορούν τώρα να επικεντρωθούν σε άλλες αλληλεπιδράσεις γονιδίων και περιβάλλοντος που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την εμφάνιση της κατάθλιψης.


Πηγή: Washington University School of Medicine in St. Louis

Πηγή έρευνας: Molecular Psychiatry

Απόδοση: Νικόλας Παύλου, Ψυχολόγος

Επιμέλεια: Psychologynow.gr

* Η απόδοση αυτού του άρθρου στα ελληνικά απαιτεί πολύ προσπάθεια και δεν επιθυμούμε να το αναδημοσιεύετε χωρίς την άδειά μας. Αν θέλετε να το αναδημοσιεύσετε, επικοινωνήστε μαζί μας στο info@psychologynow.gr

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...