PsychologyNow Team

Βιβλιοπροτάσεις: O Συναισθηματικός Εγκέφαλος

Βιβλιοπροτάσεις: O Συναισθηματικός Εγκέφαλος

PsychologyNow Team

Τα συναισθήματα αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Είναι παρόντα διαρκώς, μέσα μας, στις εκδηλώσεις μας, στην επικοινωνία.


EmotionalBrainBook es Βοηθούν στον καθορισμό προτεραιοτήτων στις διαπροσωπικές σχέσεις και δένουν τους ανθρώπους σε κοινωνικές ομάδες. Από την έναρξη της ζωής στη γη οι οργανισμοί είναι προικισμένοι με αυτόματους μηχανισμούς διατήρησης της ζωής, όπως οι ανοσολογικές αντιδράσεις και οι μεταβολικοί κύκλοι, που ρυθμίζουν τη διατήρηση της εσωτερικής χημικής ισορροπίας. Περισσότερο σύνθετα κυκλώματα, που αφορούν στα συστήματα πόνου και ευχαρίστησης, υποδεικνύουν τις καταστάσεις που θα πρέπει να αποφεύγονται, ενώ σε ανώτερο επίπεδο επιβίωσης περιλαμβάνονται η πείνα, η δίψα, η κυριαρχία πεδίου και το σεξ, και σε ακόμη ανώτερο επίπεδο, η διανόηση και η δημιουργικότητα. Στον ενδιάμεσο χώρο όλων αυτών των πεδίων βρίσκεται το συναίσθημα (emotion) ή αλλιώς συγκίνηση (feeling).

Φαίνεται ότι τόσο τα μη-συνειδητά συναισθηματικά συστήματα (unconscious emotional systems), όσο και τα συνειδητά συστήματα συγκίνησης (conscious feeling systems) λειτουργούν ως ανεξάρτητα. Το σύστημα του φόβου (fear system), για παράδειγμα, μπορεί να περιέλθει στο συνειδητό, αλλά λειτουργεί ανεξάρτητα από αυτό, δημιουργώντας έτσι ένα πρωτότυπο μη-συνειδητό συναισθηματικό σύστημα (Jacoby et al, 1997). Ο Damasio (2003) υποστήριξε ότι τα συναισθήματα (emotions) είναι ασυνείδητα, ενώ οι συγκινήσεις (feelings) είναι συνειδητές, αλλά βρίσκονται μεταξύ τους σε μια συνεχή διαδικασία αλληλεπίδρασης, ενώ σε άλλο σημείο υποστήριξε ότι ο μηχανισμός των συναισθημάτων δεν απαιτεί το συνειδητό, αν και μερικές φορές μπορεί να το χρησιμοποιήσει (Damasio, 1999). To 1980 o Πολωνικής καταγωγής ψυχολόγος Robert Boleslaw Zajonc δημοσίευσε το άρθρο "Feeling and Thinking: Preferences Need No Inferences", το ποίο κέρδισε το βραβείο της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας, και στο οποίο υποστήριξε ότι τα συναισθήματα (emotions) όχι μόνο προϋπάρχουν, αλλά μπορούν να υπάρχουν και ανεξάρτητα από τη γνωσιακή διεργασία (cognition).

Στα κεφάλαια αυτού του βιβλίου που πραγματεύονται την «αναπαράσταση» και την «μετα-αναπαράσταση», αναλύονται εκτενώς όλες αυτές οι διαδικασίες αλληλεπίδρασης. Οι νευροεπιστήμονες πάντως συμφωνούν ότι μπορούμε να αισθανόμαστε ή να νιώθουμε τα συναισθήματα (feel our emotions) και ότι πίσω από τη συγκεκαλυμμένη διαδικασία που προκαλεί τις συγκινήσεις (feelings) βρίσκονται τα συναισθήματα (emotions).

Στο βιβλίο αυτό έκρινα σκόπιμο να αποδοθεί στα ελληνικά ο όρος emotion με τη λέξη συναίσθημα, γιατί αυτός ο όρος αποδίδει καλύτερα την έννοια με την οποία περιγράφεται εδώ και κυρίως γιατί έτσι έχει επικρατήσει στην ελληνική επιστημονική βιβλιογραφία. Η έννοια emotion σχετίζεται με παροδικές αισθήσεις που εκδηλώνονται συνήθως με σωματικές αλλαγές, ενώ η έννοια mood ορίζεται συνήθως ως μια κατάσταση προδιάθεσης του νου, αλλά και ως μια επικρατούσα και πιο χρόνια στάση. Ο όρος affect προέρχεται κυρίως από την ψυχαναλυτική παράδοση και οι κλινικοί τον χρησιμοποιούν συχνά για να περιγράψουν τον άμεσο τόνο μιας συναισθηματικής κατάστασης, δηλαδή μία θετική-ευχάριστη ή αρνητική-δυσάρεστη συναισθηματική ποιότητα. Να σημειωθεί όμως ότι από κάποιους ερευνητές η λέξη emotion μεταφράζεται ως συγκίνηση και η λέξη feeling ως συναίσθημα.

Να σημειωθεί επίσης ότι ο Δαρβίνος χρησιμοποιεί συνήθως για τα συναισθήματα τη λέξη feeling, αν και κάποιες φορές τη χρησιμοποιεί εναλλακτικά με τη λέξη emotion. Ο Μπαμπινώτης ορίζει τη συγκίνηση ως παράμετρο του συναισθήματος, ως «ψυχική αναστάτωση, οποιαδήποτε συναισθηματική ένταση». Το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας αποδίδει το συναίσθημα ως την «ιδιαίτερη ψυχική διάθεση στην οποία περιέρχεται κανείς από ποικίλες καταστάσεις, οι οποίες οφείλονται είτε σε εξωτερικά ερεθίσματα, είτε σε λειτουργίες του οργανισμού».

Στην ευρεία βιβλιογραφία αναπαρίστανται οι έννοιες γύρω από τα συναισθήματα με έννοιες που αφορούν στον καιρό ή το κλίμα. Το «θυμικό» (affect), που είναι γενική έννοια, αναπαρίσταται με τον «καιρό», το emotion, με τη λιακάδα ή τη συννεφιά, η διάθεση (mood), με το «κλίμα» και η διακύμανση ζέστη – κρύο με το σθένος (valance). Η έκφραση μιας συναισθηματικής κατάστασης ώστε να γίνει αντιληπτή από τους άλλους, είναι η συγκίνηση (emotional). Σύμφωνα με το DSM-5, affect (θυμικό) είναι ένας τρόπος παρατηρήσιμων συμπεριφορών που είναι έκφραση μιας υποκειμενικά βιωμένης αισθηματικής (feeling) κατάστασης (emotion). Παραδείγματα affect περιλαμβάνουν τη λύπη, τον ενθουσιασμός και την οργή. Σε αντίθεση με τη διάθεση (mood) η οποία αναφέρεται σε ένα διεισδυτικό (pervasive) και παρατεταμένο (sustained) συναισθηματικό «κλίμα» (climate), το affect αναφέρεται σε πιο διακυμαινόμενες μεταβολές στο συναισθηματικό «καιρό». Μία σύγχρονη προσέγγιση των Keltner & Gross (1999), ορίζει τα συναισθήματα (emotions) ως «επεισοδιακές, σχετικά βραχύβιες, βιολογικά θεμελιωμένες δομές αντίληψης, εμπει-ρίας, φυσιολογίας, δράσης και επικοινωνίας, που λαμβάνουν χώρα ως αντίδραση σε συγκεκριμένες σωματικές και κοινωνικές προκλήσεις και ευκαιρίες». Στο 2ο Κεφάλαιο αναλύονται εκτενέστερα οι έννοιες αυτές, σε σχέση με την προέλευση και τη λειτουργικότητά τους.

Τα συναισθήματα είναι στενά δεμένα με το σώμα μας, αλλά και τη γλώσσα που τα εκφράζει. Όταν αισθανόμαστε φόβο λέμε «μου κόπηκαν τα πόδια», όταν αιφνιδιαζόμαστε «πήγε η καρδιά μου στην κούλουρη», όταν ντρεπόμαστε «έγινα κόκκινος σαν παντζάρι», όταν αισθανόμαστε λύπη, «έχω ένα βάρος στο στήθος», κατάθλιψη, «έχει παγώσει το σώμα μου», άγχος, «νιώθω φτερούγισμα στο στομάχι» και αηδία «ανακατεύεται το στομάχι μου». Τα συναισθήματα αποτελούν κομβικό σημείο για τη διερεύνηση της διασύνδεσης του σωματικού, του νοητικού και του ψυχικού κομματιού, καθώς και τη διαντίδρασή  τους με τη γλώσσα. Τα συναισθήματα αποτελούν σημαντικό σημείο για τον εντοπισμό του προγλωσσικού βιώματος στο γλωσσικό σύστημα, αφού εμφανίστηκαν πριν τη γλώσσα, τόσο στη φυλογενετική εξέλιξη του ανθρώπινου είδους όσο και στην οντογένεση, όπου και αποτέλεσαν το πρωταρχικό μέσο της επικοινωνίας (LeDoux 1998, Damasio 1999, Stern, 1985). Θεωρώ ότι το γλωσσικό/γνωσιακό σύστημα και οι αντίστοιχες θεωρίες που αναπτύχθηκαν λειτούργησαν ως όχημα διερεύνησης και ερμηνείας των συναισθημάτων, αλλά παράλληλα και ως δούρειος ίππος, επισκιάζοντας τη βαθύτερη διερεύνηση των πτυχών τους.

Έχοντας εγκαταστήσει ένα είδος θεωρητικού και θεραπευτικού «μονοπωλίου», οι γνωσιακές θεωρίες υποστηρίζουν ότι οι σκέψεις των ανθρώπων μπορούν να επηρεάσουν τα συναισθήματα, περιλαμβανομένου του αρνητικού συναισθήματος (negative affect) και της ανηδονίας (anhedonia)  (Beck 1976). Η κριτική που θα μπορούσε να διατυπωθεί στην προσέγγιση των γνωσιακών μοντέλων αφορά στο ότι εξομοιώνει το συναίσθημα με τη νόηση, καθώς εστιάζει στη γνώση περί του συναισθήματος και αφήνει ανέπαφο τον βιωματικό πυρήνα του (Theodoropoulou 2012). Ίσως δεν είναι τυχαίες οι αυξανόμενες φωνές που υποστηρίζουν καταρχήν τη διάκριση ανάμεσα σε συναίσθημα και νόηση (Crawford 2009). Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο LeDoux (1998) στο βιβλίο του The Emotional Brain: «..συναίσθημα και νόηση αποτε-λούν διακριτές αλλά διεπιδρώσες νοητικές λειτουργίες που μεσολαβούνται από διακριτά αλλά διεπιδρώντα εγκεφαλικά συστήματα… Όταν τα συναισθήματα συμπεριλήφθηκαν στο πεδίο της γνωσιακής επιστήμης, οι σχετικές προσεγγίσεις αντί να ζεστάνουν τη νόηση, πάγωσαν το συναίσθημα - στα γνωσιακά μοντέλα τα συναισθήματα γέμισαν και εξηγήθηκαν με βάση τις σκέψεις, απογυμνώθηκαν από το πάθος..».

Πάντα όμως θα παραμένει το ερώτημα: αν τα συναισθήματα προϋπάρχουν της γλώσσας, πώς εγγράφονται στο γλωσσικό σύστημα και με ποιους μετασχηματισμούς; η θερμή αναλογική-ολιστική βιωματική προϊστορία της γλώσσας «χάνεται» μέσα στο ψυχρό ψηφιακό κατηγοριακό γλωσσικό σύστημα ή εξακολουθεί να δρά μέσα σε αυτό, και πώς γίνεται αυτό; (Θεοδωροπούλου, 2004). Εξάλλου, όπως δήλωσε και ο διάσημος ψυχολόγος Kenneth Bowers, «εάν η κατανόηση της αιτίας των σκέψεων και των πράξεών μας είχε άμεση πρόσβαση στην ενδοσκόπηση (introspection) δεν θα είχαμε ανάγκη την επιστήμη της ψυχολογίας».   

Τα συναισθήματα είναι βιώματα, ως απάντηση εσωτερικών ή εξωτερικών ερεθισμάτων και εκφράζονται με φυσιολογικές και κινητικές αντιδράσεις. Περιγράφονται τουλάχιστον τέσσερις διαστάσεις που καθορίζουν ποιοτικά τα  συναισθήματα: η ένταση (intensity), η ομοιότητά τους με άλλα (similarity), η πολικότητα (polarity) και η διάρκεια (duration). Όπως φαίνεται από τις επιμέρους αναλύσεις των πεδίων ενδιαφέροντος στο παρόν βιβλίο, η συναισθηματική διέγερση φαίνεται να οργανώνει (organizes) και να συγχρονίζει (coordinates) την εγκεφαλική δραστηριότητα. Είναι αλήθεια ότι είναι δύσκολο να βρει κανείς μια καθαρή περίπτωση συναισθήματος που να μην διαπλέκεται με σκέψη (Turner et al, 2005). Ο LeDoux υποστήριξε ότι οι συναισθηματικές συγκινήσεις (emotional feelings) κινητοποιούν πολύ περισσότερα συστήματα, σε σύγκριση με τις σκέψεις και αυτός είναι ο λόγος που τα συναισθήματα θολώνουν την ευελιξία στις αποφάσεις, ενώ με τις σκέψεις μπορούμε πιο εύκολα να καταλήξουμε κάπου. Υποστηρίζοντας την έννοια του συναισθηματικού εγκεφάλου (‘the emotional brain") ο LeDoux (2000) τόνισε την ισχυρή επίδραση της συναισθηματικής διέγερσης στη γνωσιακή διεργασία. Η προσοχή, η αντίληψη, η μνήμη, η λήψη απόφασης και οι συνειδητές ενέργειες επηρεάζονται από τις συναισθηματικές καταστάσεις.

Σε άλλο σημείο ο LeDoux (1996) ξεκαθάρισε ότι τα συναισθήματα (emotion) και η γνωσιακή ικανότητα (cognition) είναι προτιμότερο να θεωρούνται ξεχωριστά, αλλά αλληλεπιδρώντα συστήματα. Έδωσε ως παράδειγμα τις περιπτώσεις εγκεφαλικών βλαβών κατά τις οποίες χάνεται η συναισθηματική σήμανση  (emotional significance) αλλά παραμένει η γνωστική ικανότητα, ή και αντιθέτως. Το συναισθηματικό σύστημα είναι στενότερα δεμένο με αυτοματικούς μηχανισμούς και ξεκινά την αντίδραση πιο γρήγορα, σε σύγκριση με το σύστημα των σκέψεων. Η είσοδος των ερεθισμάτων στην αμυγδαλή από το θάλαμο φαίνεται να δίνει την πρώτη και άμεση αντίδραση, σε σχέση με τις πληροφορίες που έρχονται λίγο αργότερα από τον αισθητικό φλοιό, αλλά και τον «έλεγχο» που θα έλθει από τον προμετωπιαίο.

Η ψυχαναλυτική άποψη υποστηρίζει ότι επειδή σπάνια θα δει κανείς συνειδητές αναφορές δυσάρεστων συναισθημάτων είναι άσκοπη η διερεύνηση αυτών (Brenner, 1974, 1975). Υποστηρίζει για παράδειγμα ότι στην περίπτωση της κατάθλιψης αλλά και του άγχους, η εμφάνιση των συναισθημάτων τροποποιούν (triggers) άμεσα κάποιους από τους μηχανισμούς άμυνας, όπως απώθηση, άρνηση ή προβολή, οι οποίοι με τη σειρά τους μειώνουν τα αισθήματα (feelings) δυσαρέσκειας και επομένως τα συναισθήματα άγχους ή κατάθλιψης. Ο κλινικός επομένως οφείλει μεταξύ άλλων να ανακαλύψει τους λόγους που οι μηχανισμοί άμυνας δεν δούλεψαν επαρκώς και αν είναι δυνατόν να τους ισχυροποιήσει. Σε ότι σχετίζεται με τα συναισθήματα, ο ειδικός περιορίζεται να διαχωρίσει το ρόλο του κινδύνου (danger) από αυτόν της απώλειας (object loss) και να προσπαθήσει να ανιχνεύσει τις άμυνες ή τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που μπορούν να συνεισφέρουν στην ισορροπία του ατόμου. Η εξελικτική θεωρία (evolutionary theory) υποστηρίζει ότι τα συναισθήματα έχουν βιολογική βάση, περιέχουν σωματική δραστηριότητα και παρορμήσεις και αποτελούν μηχανισμούς επικοινωνίας και επιβίωσης σε μια διαδικασία εξελικτικής προσαρμογής (Δαρβίνος, 1872) ή εγείρονται από διεργασίες αξιολόγησης που διασυνδέουν τα γεγονότα του περιβάλλοντος με τους υπό εξέλιξη στόχους και ανάγκες του ατόμου (Frijda, 1986).

Αν και τα συναισθήματα φαίνεται να υπάρχουν και στα ζώα, οι γνωσιακοί παράγοντες που εμπλέκονται στον άνθρωπο δεν υπάρχουν στα ζώα. Στο εξελικτικό πλαίσιο θεώρησης ο Plutchik (1994) υποστήριξε ότι διαγνωστικοί όροι όπως κατάθλιψη, μανία και παράνοια θα μπορούσαν να ειδωθούν ως ακραίες εκδηλώσεις αντίστοιχα των βασικών συναισθημάτων λύπη, χαρά και αηδία. Επέκτεινε επίσης προς την κατεύθυνση των μηχανισμών άμυνας, υποστηρίζοντας για παράδειγμα ότι η μετάθεση (displacement) θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας ασυνείδητος τρόπος χειρισμού του θυμού (anger), και η προβολή (projection) θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας ασυνείδητος τρόπος χειρισμού της αηδίας (disgust), αποδίδοντάς την στο περιβάλλον.

Να σημειωθεί ότι ολόκληρες διαγνωστικές κατηγορίες όπως ο αυτισμός, οι διαταραχές άγχους και κατάθλιψης, καθώς και πολλές διαταραχές προσωπικότητας, έχουν ως κύρια ψυχοπαθολογικό στοιχείο κάποια διαταραχή στο συναίσθημα. Παρόλα αυτά παρατηρεί κανείς κάποια ιστορική ανομοιογένεια σε σχέση με την εξέλιξη της έρευνας στο πεδίο του συναισθήματος, σε συνάρτηση με τη διαγνωστική και θεραπευτική τυποποίηση. Είναι άξιο λόγου το γεγονός ότι μέσα στην πλούσια αρχική βιβλιογραφία, γραμμένη κυρίως από ψυχολόγους, σχετικά με τα βασικά και τα δευτερογενή συναισθήματα, δεν υπάρχουν αναφορές σχετικά με το «άγχος» ως συναίσθημα, αν και αυτό αποτελεί κύριο σύμπτωμα στο χώρο της αναπτυσσόμενης ψυχιατρικής νοσολογίας. Θα ήταν ενδιαφέρον επίσης να αναζητήσει κανείς τους λόγους που μέσα από την πληθώρα των συναισθημάτων που μελετήθηκαν στις δεκαετίες ’60 και ’70, παρέμειναν ελάχιστα από αυτά κατά τις δεκαετίες του ’80 και ’90, ως συμπτώματα των διαγνωστικών κατηγοριών του DSM, όπως η λύπη, αν και αναδύθηκαν κάποια άλλα, όπως το άγχος ή περισσότερο πρόσφατα ο όρος anxiety distress.

Αξίζει επίσης να συζητηθεί η έλλειψη κάποιας αναφοράς, κατά την περίοδο εκείνη άνθησης του ενδιαφέροντος, σχετικά με τις έννοιες «έλλειψη συναισθήματος» ή «κενό συναισθήματος» (και όχι επιπεδωμένο ή περιεσφιγμένο συναίσθημα), που παρατηρούνται συχνά στην οριακή διαταραχή προσωπικότητας, αλλά και σε άλλες διαταραχές. Η ιστορική εξέλιξη θεώρησης των συναισθημάτων κατά την τελευταία εκατονταετία αξίζει μάλλον να διερευνηθεί σε συνάρτηση με την ανάγκη των σύγχρονων κοινωνιών να διεκπεραιώσουν στρατευμένες ανάγκες που σχετίζονται με την απλούστευση, την κατηγοριοποίηση, τη δυνατότητα μέτρησης, την αποδεδειγμένη διάγνωση και τη βασισμένη σε ενδείξεις θεραπεία. Όπως γίνεται όμως όλο και περισσότερο εμφανές μέσα από την εξέλιξη των DSM, οι τακτικές αυτές τείνουν να οδηγήσουν στην εκ νέου απομάκρυνση των συναισθημάτων από το πλαίσιο του διαγνωστικού και θεραπευτικού ενδιαφέροντος και οι συνέπειες αυτού του επιστημονικού προσανατολισμού σχετίζονται μάλλον με τη διαγνωστική και θεραπευτική ασυνέπεια που τελικά επικρατεί. Με βάση αυτά τα δεδομένα, αναλύεται στα τελευταία κεφάλαια η προτεραιότητα που θα μπορούσε να δοθεί στην ανάπτυξη τακτικών προσαρμοσμένων στις ατομικές ανάγκες, με βάση το «συναισθηματικό χάρτη» του κάθε ατόμου.

Συγγραφέας ΟΡΕΣΤΗΣ ΓΙΩΤΑΚΟΣ

ISBN 9789605834036

Σελίδες 690

Έτος έκδοσης 2019

Ορέστης Γιωτάκος,  www.obrela.gr, info@obrela.gr

(Εκδόσεις Παρισιάνου, 2019, parisianou.gr

https://www.parisianou.gr/el/author/6253360 

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...