PsychologyNow Team

Το Παράδοξο Κλάμα του Στέλιου Κερασίδη (εκδόσεις Παρισιάνου) - Μια μοναδική μελέτη στη διεθνή βιβλιογραφία

Το Παράδοξο Κλάμα του Στέλιου Κερασίδη (εκδόσεις Παρισιάνου) - Μια μοναδική μελέτη στη διεθνή βιβλιογραφία

PsychologyNow Team

Όλοι κλαίμε και από χαρά, σωστά; Από υπερηφάνεια, σε βραβεύσεις, στο άκουσμα του εθνικού ύμνου, μπροστά στην έπαρση της σημαίας, από ευτυχία στη γαμήλια τελετή του παιδιού μας, από αγαλλίαση και δέος στη θέα ενός εξαίσιου τοπίου κλπ. Το πρόβλημα είναι ότι, όπως φαίνεται από τα βρέφη και τα νήπια, δεν είμαστε φτιαγμένοι ώστε να κλαίμε κατά την χαρά, αλλά κατά την δυσφορία, όταν αναζητούμε βοήθεια, σε αρνητικές και όχι θετικές συγκινήσεις.


ParadoksoKlamaKritikh eΚανένας ποτέ δεν απέδειξε ότι στους ενήλικες σημειώνεται κάποια «αναστροφή» (σε ποια ηλικία και γιατί;) ώστε το κλάμα να συνοδεύει πλέον τις θετικές συγκινήσεις. Κι εκεί είναι που παρεμβαίνει η επιστημονική τόλμη του Στέλιου Κερασίδη για να μας μυήσει διττά τόσο στη νευροεπιστημονική φύση του ανθρώπου όσο και στα μύχια της ύπαρξης ως νοητικής οντότητας.

Ο συγγραφέας είναι ένας Φυσικός, με ιατρική έρευνα στην Ψυχοφυσιολογία, που φιλοσοφεί χωρίς ούτε στιγμή να απεμπολεί την επιστήμη, αλλά, τουναντίον, την αναδεικνύει στην πολλαπλότητά της. Τι υποστηρίζει δηλαδή; Πως το κλάμα σε στιγμές ευτυχίας αποτελεί συγκινησιακή εκδήλωση που οφείλεται σε διεργασίες που επιτελούνται υπό την συνείδηση και μας παίρνουν από την χαρά…

Οι άνθρωποι είμαστε πολύπλοκα όντα, σε αυτό συμφωνούμε όλοι. Κάτω από την επιφάνεια της ευτυχίας ενδέχεται να υποβόσκει η υποσυνείδητη γνώση για το εύθραυστο της ευτυχίας ετούτης, ένα είδος υπαρξιακού κλυδωνισμού ίσως, να αφυπνίζονται λύπες, νοσταλγίες, πόθοι, παράπονα, μικρότητα και αδυναμία και αυτά να προκαλούν το παράδοξο κλάμα. Τα ίδια ερεθίσματα που αναδεικνύουν την συγκίνηση της χαράς στο άτομο, μπορεί να φέρουν στην επιφάνεια ένα πλήθος αρνητικές διαστάσεις και συγκινήσεις, επίσης.

Ο Κερασίδης δίνει την ερμηνεία του μέσα από ζωντανά παραδείγματα και έτσι οδηγείται περαιτέρω σε αχαρτογράφητα νερά της επιστημονικής σκέψης, τόσο βαθιά που αγγίζουν τη ρίζα του υπαρξισμού. Το παράδοξο κλάμα, το κλάμα δηλαδή που προκύπτει χωρίς εμφανές δυσάρεστο ερέθισμα, αλλά, αντιθέτως, εκδηλώνεται στον άνθρωπο σχεδόν ακούσια σε στιγμές χαράς, υπερηφάνειας, έντονης αισθητικής απόλαυσης ή και ανείπωτης ευτυχίας, είναι δυνατό να φέρει στην επιφάνεια αρνητικές εμπειρίες αναδεικνύοντας την αίσθηση του τραγικού.

Ας το παραδεχτούμε επιτέλους: Είναι δυνατόν κάτι «κακό» να καραδοκεί και στην πιο ατόφια χαρά μας. Πλήθος αληθινών περιπτώσεων παρατίθενται από τον συγγραφέα για την τεκμηρίωση της θεωρίας του. Χαρακτηριστική είναι αυτή του μπασκετμπολίστα Νίκου Γκάλη, ο οποίος ξεσπά σε κλάμα όταν, στη διάρκεια τελετής προς τιμή του, η οποία έλαβε χώρα μετά την ολοκλήρωση της καριέρας του, το πλήθος τον επευφημούσε φωνάζοντας το όνομά του.

Εδώ πάλι υπεισέρχεται μια μικτή συγκινησιακή εκδήλωση, μια σύνθεση χαράς και πόνου. Είπαμε πως το συγκινησιακό κλάμα, σχετίζεται βασικά με αρνητικά ερεθίσματα. Δεν έφερε η χαρά το κλάμα του Γκάλη. Τι συνέβη, επομένως, στην ψυχή του παλαίμαχου αθλητή;

Κατά τον Κερασίδη, ο εκθειασμός και η λατρεία του πλήθους ανέσυραν σε δεύτερο επίπεδο τη θλίψη για την παρέλευση της νεότητας και του σφρίγους που τη συνοδεύει, το άλγος του τερματισμού μιας λαμπρής καριέρας εξαιτίας της αναπότρεπτης έλευσης του γήρατος. Την αίσθηση, έστω και υποσυνείδητα, του αμετάκλητα τραγικού.

Οι συγκινησιακές αποκρίσεις οι οποίες συνδέονται με το παράδοξο κλάμα μπορεί να είναι μικτές. Ο πατέρας που κατά κανόνα κλαίει στον γάμο της κόρης του οπωσδήποτε χαίρεται με την ευτυχία της. Η χαρά του είναι πηγαία και γνήσια. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, ταυτόχρονα να υποφέρει για την απώλεια του αγαπημένου τέκνου από την πατρική στέγη -μάλιστα αυτό είναι το σύνηθες-, να βιώνει αισθήματα ματαιότητας (όλα παρέρχονται), τρόμο μπροστά στην άγνωστη βαναυσότητα της τρίτης ηλικίας και της ελλοχεύουσας μοναξιάς, ακόμη και υπαρξιακό κενό. Φοβάται ίσως πως, απο δώ και πέρα, η ζωή του θα είναι μια terra incognita που πιθανόν να μην έχει το σθένος να εξερευνήσει.

Οι μαρτυρίες και τα παραδείγματα που επιλέγει να χρησιμοποιήσει ο Κερασίδης φωτίζουν πτυχές της ανθρώπινης ψυχής με σπάνια διαύγεια και εμβρίθεια. Παραδείγματα από διασήμους, τα οποία έχουν γίνει γνωστά από τα μέσα ενημέρωσης, όσο και από πολλούς ανθρώπους από τους οποίους έχει πάρει συνεντεύξεις ή έχει παρατηρήσει, καταγράφοντας περιπτώσεις, σε μια περίοδο μεγαλύτερη των 20 ετών.

Στο βιβλίο γίνεται επίσης εκτενής αναφορά στο φαινόμενο της «ευσυγκινησίας», στο εύκολο κλάμα. Παρουσιάζονται τόσο οι φυσιολογικοί, όσο και οι ψυχολογικοί λόγοι που μπορούν να κάνουν έναν άνθρωπο να κλαίει εύκολα, ενώ αναζητούνται και οι κοινωνικές διαστάσεις της ευσυγκινησίας: ποιες αρρώστιες σχετίζονται, αν η κατάθλιψη και το γήρας συνοδεύονται από εύκολο κλάμα, πώς χρησιμοποιείται το συγκινησιακό κλάμα από τους διαφημιστές και τους πολιτικούς και πολλά άλλα.

Παρουσιάζονται και κρίνονται επίσης άλλες υποθέσεις, όπως η «υδραυλική υπόθεση», ότι το κλάμα μπορεί να εκτονώνει οποιαδήποτε συγκινησιακή φόρτιση, ότι το κλάμα ωφελεί και ανακουφίζει, ενώ υποστηρίζεται με πολλαπλά στοιχεία ότι η δοξοθυμία αβοήθητου- μικρότητας είναι από τους πλέον σοβαρούς λόγους εκδήλωσης παράδοξου κλάματος.

Μέσα από τις σελίδες του Παράδοξου Κλάματος ανακαλύπτουμε ότι η κοινή, πανανθρώπινη μοίρα περικλείει «την όχθη του τραγικού», που δεν είναι παρά το Αμετάκλητο και το Διαφεύγον. Αισθήματα πόνου, ματαίωσης, αβοήθητου, μικρότητας, απειλής, φόβου της απώλειας, καθώς κι ένα σωρό άλλα, αναδύονται για να μας υπενθυμίσουν τη θνητή μας μοίρα. Η γράφουσα έχει μια επαναλαμβανόμενη εμπειρία.

Κάθε φορά -ανεξαιρέτως- που έρχομαι αντιμέτωπη με την καθηλωτική ομορφιά ενός τοπίου, η αισθητική απόλαυση μου προκαλεί απίστευτη θλίψη, αίσθηση ματαιότητας και φριχτή οδύνη. Για ποιον λόγο; Μα διότι αυτό που βλέπω και ευφραίνομαι είναι αδύνατον να το διατηρήσω για πάντα μέσα μου, να το απορροφήσω καταπώς θα ήθελα, να το καταστήσω κομμάτι του είναι μου.

Αφενός επειδή κάτι τέτοιο θα ήταν βιολογικώς αδύνατον, αφετέρου διότι θα πεθάνω κι όλα θα τελειώσουν εκεί. Το να το ανακαλώ στη μνήμη δεν μου αρκεί, αφού δεν είναι ικανό για να αναπλάσω την απόλαυση εκείνης της στιγμής. Η νοσταλγία για το φύσει φευγαλέο, για κάτι απροσδιόριστο που κάποτε ίσως έζησα, η μεταφυσική αγωνία για την «επιστροφή στον παράδεισο», όλα αυτά, θα με ταλανίζουν πάντοτε. Είμαι ένας Μαρσέλ Προυστ που του διαφεύγει ο χρόνος και η ολοκληρωμένη ανάκληση των ευτυχισμένων στιγμών.

Ομοίως και ο Κερασίδης παραθέτει ένα δικό του βίωμα: την επαναλαμβανόμενη αγωνία και την δοξοθυμία αβοήθητου που τον διακατέχουν όταν περιδιαβαίνει στην αίθουσα ανάγνωσης της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Ο θαυμασμός και η αγαλλίαση για τον αμητό της διαθέσιμης γνώσης εγείρουν αυτόματα τη βαθιά στενοχώρια της ρεαλιστικής παραδοχής ότι δεν του φτάνει ο χρόνος για να μελετήσει όλα όσα επιθυμεί. Θα πεθάνει ανεκπλήρωτος. Ποια είναι η τραγικότητα του συγγραφέα, του Προυστ και η δική μου, εν προκειμένω; Το Διαφεύγον.

Το Αμετάκλητο και το Διαφεύγον, το παράπονο, η μικρότητα και το αβοήθητο, αποτελούν, φιλοσοφικά ιδωμένα, τους λόγους του παράδοξου κλάματος, και αυτό ο Κερασίδης το αποδεικνύει με επιστημονική τεκμηρίωση πέραν πάσης αμφιβολίας. Ένας επιστήμονας που ισορροπεί θαυμάσια μεταξύ επιστήμης και υπαρξισμού αλλά με απόλυτη ακρίβεια από την άποψη της γνωσιακής σπουδής του ανθρώπου.

Το πόνημά του συνιστά διεθνή καινοτομία, γι' αυτόν τον λόγο, όσο και γιατί δεν υπάρχει κανένα βιβλίο με αυτό το θέμα, παγκοσμίως. Προφανώς, οι ακαδημαϊκοί επιστήμονες προτιμούν να πατούν σε πιο στέρεα γη, εκεί που η έρευνα είναι εφικτή και οι ρηξικέλευθες υποθέσεις λιγότερες. Γιατί πώς θα κάνεις έρευνα με τον πατέρα που κλαίει στον γάμο της κόρης του ή πώς θα στήσεις καταστάσεις χαράς που θα φέρουν δάκρυα σε διαφορετικούς ανθρώπους στο εργαστήριο;

Καλά όλα ετούτα, αλλά ποια πρακτική βοήθεια προσφέρει αυτό το σύγγραμμα στον σύγχρονο άνθρωπο; Τι θα πρέπει να πράξουμε; Να παραδοθούμε στο έλεος του τραγικού παραμένοντας στην όχθη του, αντί να παίξουμε γλυκά με τη ζωή που μας δόθηκε; Να αφεθούμε, όπως ο μεγάλος Νίτσε, στην τραγική κατάφαση της ζωής και στην οδυνηρή απόλαυση της βάναυσης διονυσιακής μέθεξης, αντί να αναζητήσουμε τη μετρημένη χαρά του λόγου και της αισθητικής απόλαυσης του απολλώνιου φωτός;

Τίποτα απ’ τα δύο, ή μάλλον και τα δύο. Για τον συγγραφέα, η δυϊστική ματιά του Νίτσε, αν και βαθιά φιλοσοφική, δεν προσφέρει ανακούφιση στην ψυχή του μοντέρνου ανθρώπου. Ο Κερασίδης είναι ρεαλιστικά συνθετικός μέσα από τις φαινομενικές αντιθέσεις και τα οξύμωρα σχήματα. Αντιπαθεί τις υπεραπλουστεύσεις, κάθε είδους μανιχαϊστική οπτική και καρτεσιανό διαχωρισμό.

Παρ’ όλα αυτά, μας καλεί, ως άλλος Ντεκάρτ, να επαναπροσδιορίσουμε κάθε δεδομένη μας πεποίθηση (όρος-κλειδί), να κρίνουμε και να μεταβάλουμε όπου χρειάζεται τις παγιωμένες αρνητικές «δοξοθυμίες» μας. Τι σημαίνει όμως ετούτος ο όρος; Πρόκειται για μια επινόηση του συγγραφέα στο ομώνυμο βιβλίο του και αντιπροσωπεύει τις ψυχονοητικές εκείνες οντότητες που απαρτίζονται από «άποψη» και «συναίσθημα» αξεδιάλυτα.

Οι δοξοθυμίες δεν αποτελούν εξελικτικό χαρακτηριστικό, δεν είναι, επομένως, ομοιόμορφες σε όλους μας όπως το συγκινησιακό κλάμα που είναι κοινό, σε γενικές γραμμές, στους ενήλικες όσο και στα βρέφη. Τα νήπια και τα βρέφη, λόγου χάρη, κλαίνε μόνο όταν βιώνουν κάτι αρνητικό ή όταν ζητούν βοήθεια, επειδή ακριβώς δεν έχουν προλάβει να δομήσουν δοξοθυμίες, όπου βασικό ρόλο παίζει η μνήμη.

Επίσης, δεν παρουσιάζεται σε όλους με παρόμοια αφορμή ή στην ίδια ένταση το παράδοξο κλάμα, αφού δεν διαθέτουμε όλοι τις ίδιες δοξοθυμίες, καθόσον δεν ταυτίζονται τα βιώματα και, άρα, οι μνήμες μας. Αυτό αποτελεί ένα σημαντικό γνωσιακό κλειδί για να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας.

Ο Κερασίδης στο Παράδοξο Κλάμα μας διδάσκει πώς να το επιτύχουμε, λέγοντας το μεγάλο «ναι» στη ζωή, μια αισιόδοξη οπτική που ξαναβρίσκουμε στις Δοξοθυμίες. Αποκτώντας αυτοσυνειδησία λαμβάνουμε τις αποστάσεις μας ούτως ώστε να μην επιτρέπουμε στους αυτοματισμούς μας να μας χειραγωγούν.

Εξασκούμαστε σε αυτό ελέγχοντας τις εναντιομορφικές (εναλλακτικά αντίθετες) δοξοθυμίες μας και μεταστρέφοντας εκείνες που μας απομακρύνουν από την ευτυχία, αποβάλλουμε σαν ξένο σώμα κάθε προκατάληψη που δημιουργήθηκε σε κάποια στιγμή της προσωπικής μας ιστορίας. Ο κόσμος, ή μάλλον η ερμηνεία του, αποτελεί προσωπική υπόθεση.

Στο κάτω-κάτω, το τραγικό θα βρίσκεται πάντα εκεί, το διαφεύγον, το αμετάκλητο, η ματαίωση, ο φόβος της απόρριψης, ο τρόμος για την αναπόφευκτη απώλεια της μητέρας και της απροϋπόθετης αγάπης της, η ανυπόφορη νοσταλγία του Ωραίου. Όμως, οι δοξοθυμίες περί αυτών συνιστούν δικά μας κατασκευάσματα. Ετούτο δεν σημαίνει ότι ο συγγραφέας εννοεί αφελώς πως οφείλουμε -ή ότι θα ήταν εφικτό- να αγνοήσουμε τη σκοτεινή πλευρά, τη δική μας και την οικουμενική.

Δεν πρόκειται για άλλο ένα κοινότοπο και υπερφίαλο σύγγραμμα εκλαϊκευμένης ψυχολογίας. Η επιστήμη του Κερασίδη, που είναι η αληθινή σπουδή της ανθρώπινης κατάστασης ως βιωμένου όλου, μας προσκαλεί να επιλέξουμε τη φωτεινή/θετική υπαρξιακή δοξοθυμία επειδή απλούστατα μας συμφέρει. Αλλά να παραδεχτούμε και τη σκοτεινή πλευρά εντός μας, θα λέγαμε τη γιουγκιανή μας Σκιά, ως μέρος του Εαυτού και ως προέκταση της οικουμενικής τραγικότητας. Μας υποδεικνύει τον τρόπο για να κάνουμε επιτέλους μέσα μας ειρήνη.


Γράφει η Εύα Καραγεώργη, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας και επιστημονική συνεργάτιδα του ΕΚΠΑ.

*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*

2. banner diafhmishs mypsychologist koino

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...