Στη βιογραφία «Saving Freud» ο Άντριου Ναγκόρσκι περιγράφει την απίθανη διάσωση του σπουδαίου Βιεννέζου νευρολόγου και ψυχαναλυτή ο οποίος καθυστέρησε στη φυγή του έχοντας εκτιμήσει λάθος την απειλή του Χίτλερ.
Είμαστε ελεύθεροι πια, είπε ο Σίγκμουντ Φρόυντ, γέρνοντας πίσω στο κάθισμά του καθώς το τρένο με το οποίο ταξίδευε ο ίδιος, η γυναίκα του, η κόρη του Άννα, ο γιατρός τους, η υπηρέτρια και ο σκύλος τους, διέσχιζε τον Ρήνο τον Ιούνιο του 1938. Η δύσκολη απόδραση του Εβραίου ψυχαναλυτή από την Αυστρία στην Αγγλία, και οι έξι πολύ διαφορετικοί άνθρωποι που την οργάνωσαν, είναι το αντικείμενο του βιβλίου «Saving Freud» του Αντριου Ναγκόρσκι.
Στο πρόσφατο έργο του, ο Ναγκόρσκι επικεντρώνεται στα τελευταία χρόνια του καρκινοπαθή Σίγκμουντ Φρόυντ στο Λονδίνο, ανατρέχει, όμως, επίσης στην προηγούμενη ζωή του, στις πολυτάραχες απαρχές της ψυχανάλυσης και στην αυξανόμενη γερμανική απειλή τη δεκαετία του 1930.
Το γραφείο του σπιτιού του Φρόυντ στο Λονδίνο (με το περίφημο ντιβάνι της ψυχανάλυσης) είναι πλέον μουσείο (Freud Museum London)
Παρουσιάζοντας το βιβλίο του Ναγκόρσκι στην Telegraph, η Τζέιν Ο’ Γκρέιντι γράφει ότι ο ίδιος ο Φρόυντ αντιστεκόταν στην φυγή του. Επί πέντε χρόνια, από το 1933 που ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος της Γερμανίας, οι φίλοι του τον παρότρυναν να μεταναστεύσει. Εναν μήνα αργότερα, στις 10 Μαΐου 1933, 20.000 βιβλία Εβραίων και άλλων φορέων «μη γερμανικών» ιδεών, κάηκαν σε φωτιές στην πλατεία της Οπερας κοντά στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Ο Γκέμπελς ούρλιαζε να καταστραφεί η «πνευματική βρωμιά», ενθαρρύνοντας το πλήθος, που είχε συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσει το τελετουργικό κάψιμο, ενώ φοιτητές επαναλάμβαναν ρυθμικά «ενάντια στην ψυχοφθόρο υπερεκτίμηση της σεξουαλικής ζωής και για λογαριασμό της ευγένειας της ανθρώπινης ψυχής», εκσφενδονίζοντας τα έργα του Φρόυντ στις φλόγες.
Ο Φρόυντ αντέδρασε τότε αστειευόμενος: «Κάναμε πρόοδο», είπε. Στον Μεσαίωνα, θα με είχαν κάψει· στις μέρες μας αρκούνται στο να καίνε τα βιβλία μου, πράγμα που ήταν, η χειρότερη «πρόβλεψη» την οποία έκανε ποτέ, όπως έγραψε ο βιογράφος του Πίτερ Γκέι. Ο Φρόυντ συνέχισε να πιστεύει στις συνθήκες και το κράτος δικαίου, επιμένοντας ότι η Κοινωνία των Εθνών θα παρενέβαινε σε περίπτωση που υπήρχε ποτέ «νομιμοποιημένη δίωξη» των Εβραίων, και ότι σε κάθε περίπτωση κάτι τέτοιο θα περιοριζόταν στη Γερμανία. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κανένας κίνδυνος εδώ, έλεγε. Ακόμη και αφού οι Γερμανοί είχαν προσαρτήσει βίαια την Αυστρία τον Μάρτιο του 1938, ο πατέρας της ψυχανάλυσης ήταν απρόθυμος να εγκαταλείψει τη Βιέννη.
Πορτρέτο του 1876 της οικογένειας Φρόυντ. Ο Σίγκμουντ (όρθιος τρίτος από αριστερά) ήταν ο μεγαλύτερος από τα παιδιά του Γιάκομπ Φρόυντ και της δεύτερης συζύγου του Αμαλία Νάθανζον | Commons Wikimedia /Wellcome Trust
Κλειδί για τη φυγή του, γράφει ο Ναγκόρσκι, ήταν ο Έρνεστ Τζόουνς, ο οποίος πέτυχε «το σχεδόν αδύνατο», όπως το αποκάλεσε η Άννα Φρόυντ, το μικρότερο από τα έξι παιδιά του και ψυχαναλύτρια επίσης. Ο Τζόουνς κατάφερε να βγάλει βίζα εξόδου από την Αυστρία και άδεια εισόδου στην Αγγλία, όχι μόνο για τον Φρόυντ αλλά και για άλλους 19 ενήλικες και έξι παιδιά. Ο μικροσκοπικός ουαλός νευρολόγος είχε γίνει φανατικός ψυχαναλυτής και ο ίδιος, ίδρυσε επίσης τη Βρετανική και την Αμερικανική Ψυχαναλυτική Εταιρεία και έγινε ο βιογράφος του Φρόυντ.
Ο Φρόυντ επευφημούσε τον Τζόουνς και τον Καρλ Γιουνγκ (μέχρι να μαλώσουν), επειδή προωθούσαν «την υπόθεσή μας στον Νέο Κόσμο» και επειδή την απομόνωσαν, ως «σύντροφοι της Αρίας φυλής», από τον αντισημιτισμό. Στις αρχές της καριέρας του, γράφει η Τζέιν Ο’ Γκρέιντι στην Telegraph, ο Τζόουνς κατηγορήθηκε για σεξουαλική κακοποίηση δύο πνευματικά καθυστερημένων κοριτσιών, αλλά ο Ναγκόρσκι δεν κρίνει αν η αθώωσή του ήταν δικαιολογημένη ή όχι.
Σίγκμουντ Φρόυντ με τη μητέρα του Αμαλία και τη σύζυγό του Μάρθα Μπερτάις στην αυστριακή λουτρόπολη Αλτάουσζε το 1905 | API/Gamma-Rapho via Getty Images
Σωτήρας του Φρόυντ ήταν και η ψυχαναλύτρια Μαρία Βοναπάρτη. Δισεγγονή του Ναπολέοντα, παντρεμένη με έναν ομοφυλόφιλο Έλληνα πρίγκιπα, επιρρεπής στις εξωσυζυγικές σχέσεις και εξοργισμένη με την αδυναμία της να πετύχει οργασμό, γνώρισε αρχικά τον Φρόυντ ως ασθενής, που αναζητούσε θεραπεία για την «ψυχρότητά» της, ενώ αργότερα έγινε και η ίδια ψυχαναλύτρια.
Ακούραστα γενναιόδωρη, η Βοναπάρτη οργάνωνε και συμπλήρωνε τα οικονομικά του Φρόυντ· μάλιστα ενώ η αυστριακή αστυνομία έψαχνε το διαμέρισμα των Φρόυντ στο Νο. 19 της Μπέργκασε στη Βιέννη, η Μαρία Βοναπάρτη καθόταν απέξω στις σκάλες, τυλιγμένη με ένα μαύρο παλτό βιζόν και έβγαζε λαθραία αγάλματα και χαρτιά κρυμμένα κάτω από τις φούστες της. Οταν ο Φρόυντ και η συνοδεία του έφτασαν στο Παρίσι, αυτοκίνητα με σοφέρ τούς μετέφεραν από τον σταθμό Γκαρ ντε λ’ Εστ στο σπίτι της.
Λιγότερο πληθωρική, αλλά ανιδιοτελώς αφοσιωμένη στον Φρόυντ, στα παιδιά που δίδασκε, και ανυποχώρητη στις προσπάθειές της να σώσει και άλλους Εβραίους, ήταν επίσης η κόρη του Άννα, που θα γινόταν διάσημη στην Αγγλία θεμελιώνοντας την Ψυχαναλυτική Παιδοψυχολογία. Ο Ναγκόρσκι εικάζει (αν και όχι με σιγουριά) ότι μπορεί να είχε ερωτική σχέση με τη δια βίου φίλη της Ντόροθι Τόμπσον. Ο Φρόυντ, ο οποίος έκανε ψυχανάλυση στην κόρη του, είχε δηλώσει ότι ήταν «σεξουαλικά καταπιεσμένη».
Ο Σίγκμουντ Φρόυντ το 1938 μόλις έφθασε στο Παρίσι ανάμεσα στου σωτήρες του Μαρία Βοναπάρτη και Γουίλιαμ Μπούλιτ | Facebook/Sigmund Freud Museum)
Ο Γουίλιαμ Μπούλιτ ήταν ένας πλούσιος αμερικανός διπλωμάτης και λογοτέχνης από τη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, που είχε συνυπογράψει μαζί με τον Φρόυντ μια σκανδαλώδη βιογραφία (η οποία δικαίως αγνοήθηκε) του Γούντροου Γουίλσον, ακαδημαϊκού και 28ου προέδρου των ΗΠΑ (να σημειωθεί ότι το όνομά του αποσύρθηκε από το πανεπιστήμιο του Πρίνστον λόγω των «ρατσιστικών πολιτικών και απόψεών του» μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ).
Ως πρεσβευτής στη Γαλλία, ο Μπούλιτ κανόνισε με έναν αμερικανό αξιωματούχο να επισκέπτεται συνεχώς το διαμέρισμα της Μπέργκασε 19 με ένα εμφανώς σημαιοστολισμένο αυτοκίνητο· φρόντισε επίσης ένας διπλωματικός ακόλουθος να εγκατασταθεί στο τρένο του Φρόυντ πριν αναχωρήσει από τη Βιέννη. Και ο Μαξ Σουρ, ο νεαρός και αφοσιωμένος γιατρός του πατέρα της ψυχανάλυσης, καθυστέρησε τη διαφυγή της δικής του οικογένειας από την Αυστρία μέχρι να εξασφαλιστεί και η απόδραση του Φρόυντ.
Αμφιλεγόμενος σωτήρας του ήταν και ο Αντον Ζάουερβαλντ, ο διορισμένος από τους Ναζί «επίτροπος» των περιουσιακών στοιχείων του Φρόυντ. Αρχικά, εμέσοντας αντισημιτική χολή και επιπλήττοντας μη εβραίους ψυχαναλυτές για την ανάμειξή τους με «εβραϊκά γουρούνια», ο Ζάουερβαλντ άρχισε, στη συνέχεια, να διαβάζει μεθοδικά τα έργα του Φρόυντ και εντυπωσιάστηκε.
Η Μαρία Βοναπάρτη παντρεύτηκε τον πρίγκιπα Γεώργιο στις 12 Δεκεμβρίου 1907 στην Αθήνα. Είχε προηγηθεί πολιτικός γάμος στο Παρίσι | Wikimedia Commons / Bibliothèque nationale de France
Μετά από μια από τις επισκέψεις της Γκεστάπο, ζήτησε συγγνώμη από την Άννα, προσθέτοντας Τι να περιμένεις; Αυτοί οι Πρώσοι δεν ξέρουν ποιος είναι ο Φρόυντ. Συνεχίζοντας, παρόλα αυτά να απαιτεί την «εξάλειψη» των Εβραίων, ο Ζάουερβαλντ είχε άφθονα στοιχεία για να αποτρέψει την απόδραση του Φρόυντ, αλλά άσκησε την επιρροή του για να τη διευκολύνει. Χρωστάμε πραγματικά τη ζωή και την ελευθερία μας στον Ζάουερβαλντ, δήλωσε η Άννα Φρόυντ. Αλλά ο Ναγκόρσκι νιώθει μπερδεμένος προσπαθώντας να δώσει μια εξήγηση για την «αντιφατική συμπεριφορά του», γράφει στην Telegraph η Τζέιν Ο’ Γκρέιντι.
Ο Φρόυντ αντιμετώπισε την εξορία με ηρεμία, ευγνωμοσύνη και εξυπνάδα. Σχεδόν μπαίνω στον πειρασμό να φωνάξω “Χάιλ Χίτλερ”, αναφώνησε ενώ έκανε βόλτα στον κήπο του σπιτιού του στο Λονδίνο. Ευχαριστούμε τον Φύρερ, που μας ανάγκασε να μεταναστεύσουμε εδώ. Ο θάνατός του τον Σεπτέμβριο του 1939, μετά από χρόνια πόνου από τον καρκίνο στο σαγόνι του, διευκολύνθηκε από τις υπηρεσίες του δρ Σουρ.
Η οικογένεια του Σίγκμουντ και της Μάρθα Φρόυντ, το 1898: (πρώτη σειρά) Σόφι, Άννα και Ερνστ, (στο μέσο) Ολιβερ, Μάρθα και η αδελφή της Μίνα Μπερνάις, (πίσω) Μάρτιν και Σίγκμουντ Φρόυντ | API/Gamma-Rapho via Getty Images
Τόσο κατά τη διάρκεια της ζωής του Φρόυντ όσο και μετά τον θάνατό του, όπως δείχνει ο Ναγκόρσκι, η υποδοχή της ψυχανάλυσης είχε διακυμάνσεις. Αλλά, είτε το πιστεύετε είτε όχι, τώρα είμαστε όλοι μεταφροϊδιστές, επαγρυπνώντας για τις διπροσωπίες και τις διπλές προθέσεις των σκέψεων, των κινήτρων και των ονείρων μας, των δικών μας ή τουλάχιστον των άλλων ανθρώπων, γράφει η Ο’ Γκρέιντι.
Ο Φρόυντ έχει αναδειχτεί, μαζί με τον Νίτσε και τον Μαρξ, ένας από τους τρεις «μετρ της δυσπιστίας». Εβλεπε τον εαυτό του να αποκαλύπτει το «καζάνι που βράζει» γεμάτο με επιθετικές και ερωτικές ορμές, τις οποίες περιορίζει ο πολιτισμός γιατί σχεδιάστηκε έτσι, και που εμείς εσκεμμένα αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε. Γιατί λοιπόν δεν ήταν ο ίδιος πιο καχύποπτος – όχι μόνο για το τι θα μπορούσε να εξαπολύσει ο ναζισμός, αλλά και για τους δικούς του ευσεβείς πόθους;
Οπως δείχνει ο Ναγκόρσκι, ο Φρόυντ ήταν μεν επαναστάτης στοχαστής, αλλά ταυτόχρονα εκπληκτικά δέσμιος της παράδοσης και των συμβάσεων (περιέγραψε τον εαυτό του ως «πολιτικό τίποτα», ενώ σύμφωνα με έναν γνωστό του ήταν «σεμνότυφος»). Ο Φρόυντ, στην πραγματικότητα, έκανε και ο ίδιος αυτό που διέγνωσε ότι κάνουμε όλοι μας: κατασκεύαζε ασυνείδητα «αμυντικούς μηχανισμούς άρνησης» ενάντια σε αλήθειες, που τον ενοχλούσαν. Αποτυγχάνοντας να εφαρμόσει στον εαυτό του τις θεωρίες του για τους μηχανισμούς της αυταπάτης, της αντίστασης και την εκλογίκευσης, τις εξήγησε πλήρως.
Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το www.protagon.gr