Ειδικοί ψυχικής υγείας εξηγούν στην Καθημερινή πώς θα υλοποιηθεί η εθνική στρατηγική για την καταπολέμηση της βίας ανηλίκων.
Τα περιστατικά βίας ανάμεσα σε ανηλίκους και από ανηλίκους αν και δεν παρουσιάζουν –ακόμα– δραματική αύξηση στην Ελλάδα όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, έχουν εξαιρετικά ανησυχητικά χαρακτηριστικά.
Ένας στους οκτώ εφήβους έχει συμμετάσχει στον εκφοβισμό κάποιου και ένας στους τέσσερις έχει βιώσει εκφοβισμό τον τελευταίο χρόνο. Διαδικτυακά τα ποσοστά πολλαπλασιάζονται: ένας στους δύο έχει παρακολουθήσει βία στο Διαδίκτυο και τέσσερις στους δέκα έχουν γίνει μάρτυρες σε περιστατικά παρενόχλησης λόγω φύλου. Οι έφηβοι οργανώνονται σε ομάδες για να επιτεθούν σε συνομηλίκους τους συχνά καταφέρνοντας χτυπήματα που θα μπορούσαν να σκοτώσουν. Οι επιχειρήσεις εκφοβισμού βιντεοσκοπούνται και αναρτώνται στα κοινωνικά δίκτυα, τρόπαια αφοβίας, καταπάτησης των κανόνων. Άλλες φορές πάλι η βία στρέφεται ενάντια στον ίδιο τους τον εαυτό. Οι αυτοτραυματισμοί και οι αυτοκτονικές τάσεις έχουν εφταπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία. Οι μορφές βίας μπορεί να μην είναι περισσότερες, είναι όμως ακραίες. Τα παιδιά μας δεν είναι καλά και χρειάζεται όλοι να το συνειδητοποιήσουμε και να κάνουμε κάτι για αυτό, συμπυκνώνει την κατάσταση ο παιδοψυχίατρος Χρήστος Ανδρούτσος, υπεύθυνος της Μονάδας Ψυχιατρικής Νοσηλείας Εφήβων στο Σισμανόγλειο.
Στις αρχές της εβδομάδας δημοσιοποιήθηκε από την κυβέρνηση η «Εθνική στρατηγική για την πρόληψη της βίας και την αντιμετώπιση της παραβατικότητας των ανηλίκων», το αποτέλεσμα των εργασιών ομάδας σημαντικών εμπειρογνωμόνων που συγκροτήθηκε πριν από ένα χρόνο με απόφαση του πρωθυπουργού και περιέχει προτάσεις για πολυεπίπεδες παρεμβάσεις. Η Καθημερινή μίλησε με ανθρώπους που εργάζονται στον τομέα της ψυχικής υγείας των εφήβων, προκειμένου να εξηγήσουν μέσα από την εμπειρία τους τι χρειάζεται για να υλοποιηθεί μια ουσιαστική και αποτελεσματική στρατηγική για την ψυχική υγεία των ανηλίκων.
Όλοι επισημαίνουν την ανάγκη επανασχεδιασμού του συστήματος ψυχικής υγείας με τρόπο που κατ’ αρχήν θα εξασφαλίζει τη συνεργασία και την αλληλοϋποστήριξη των υπηρεσιών, αλλά και την επικοινωνία με την οικογένεια και τους εκπαιδευτικούς. Χρειάζεται οπωσδήποτε η στελέχωση των δομών ψυχικής υγείας: Αύξηση του προσωπικού στους δήμους και στα σχολεία, μακροχρόνια θητεία των εκπαιδευτικών στις ίδιες σχολικές μονάδες ώστε να δημιουργούνται σχέσεις, εκπαίδευση και συνεργασία με τους γονείς και υποστήριξη της οικογένειας ώστε να ανταπεξέλθουν οι γονείς στον ρόλο τους. Επισημαίνουν ότι έχει πολύ μεγάλη σημασία η πρόληψη, η δημιουργία ενός πλαισίου που θα μπορεί να εντοπίζει και να αντιμετωπίζει τα προβλήματα στην αρχή τους, πριν εκδηλωθούν οι συμπεριφορές αυξημένης παραβατικότητας και βίας.
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η εθνική στρατηγική δεν είναι ένα κυβερνητικό σχέδιο, αποφασισμένες δηλαδή κυβερνητικές πολιτικές. Πρόκειται για έναν οδικό χάρτη, ένα επιστημονικό κείμενο που γράφτηκε από την Επιτροπή. Συνθέσαμε τις γνώσεις που έχουμε όλοι και βλέποντας τη διεθνή πρακτική δημιουργήσαμε ένα ολιστικό πρόγραμμα που έχει στόχο να αγκαλιάσει συνολικά το πρόβλημα. Τι θα γίνει στο εξής και ποιες δράσεις θα εφαρμοστούν και αν θα εφαρμοστούν είναι κάτι που θα αξιολογήσει η πολιτική ηγεσία σε σχέση και με τους διαθέσιμους πόρους, τονίζει στη Καθημερινή ο παιδοψυχίατρος Αθανάσιος Αλεξανδρίδης, μέλος της Επιτροπής για τη σύνταξη του σχεδίου.
Υποστελέχωση
Το σχέδιο εφόσον υλοποιηθεί θα αφορά μια επανάσταση στο ζήτημα της αντιμετώπισης της βίας των ανηλίκων, της ψυχικής υγείας των εφήβων. Όμως η υφιστάμενη κατάσταση απέχει πολύ από αυτό, λέει στην Καθημερινή ο Εμμανουήλ (Μάνος) Τσαλαμανιός, παιδοψυχίατρος, διευθυντής στην ψυχιατρική κλινική Παιδιών – Εφήβων του Γενικού Νοσοκομείου «Ασκληπιείου Βούλας». Οι παιδοψυχιατρικές υπηρεσίες του ΕΣΥ είναι εντελώς υποστελεχωμένες, επισημαίνει.
Εμείς στην πράξη δεχόμαστε περιπτώσεις από όλη την Ανατολική Αττική. Πολλές φορές κάποιος χρειάζεται να περιμένει πέντε μήνες για ένα ραντεβού. Επίσης, λειτουργούμε μόνο πρωί. Σκεφτείτε πώς είναι να λες σε ένα γονιό ότι θα πρέπει να έρχεσαι με το παιδί σου μια φορά την εβδομάδα από την άλλη άκρη της Αθήνας, πρωινές ώρες για κάποιους μήνες. Τι θα απαντήσει;.
Ο κ. Τσαλαμανιός εξηγεί ότι τα περισσότερα παιδιά μεγαλώνουν σήμερα στον αυτόματο πιλότο και η δυνατότητα που έχουν οι γονείς να παρέμβουν είναι περιορισμένη. Δεν ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν τη συμπεριφορά των παιδιών τους αλλά και δεν μπορούν λόγω έλλειψης χρόνου. Η δυνατότητα που έχουμε εμείς ως γιατροί για συμβουλευτική υποστήριξη είναι πολύ περιορισμένη. Αντιμετωπίζουμε μόνο το “επείγον” και αυτό όχι όπως θα έπρεπε. Ο παιδοψυχίατρος εξηγεί ότι πολλά περιστατικά θα μπορούσαν να μη φτάνουν στα παιδοψυχιατρικά τμήματα των νοσοκομείων, αλλά να αντιμετωπίζονται από τις υπηρεσίες των δήμων ή από τους ψυχολόγους μέσα στα σχολεία, εφόσον βέβαια υπήρχαν σε επάρκεια και εφόσον ήταν εκπαιδευμένοι.
«Στην Αθήνα είμαστε 10-12 επιμελητές ανηλίκων. Έως τον Σεπτέμβριο είχαμε σε εξέλιξη 2.500 περιστατικά, συν 1.600 νέα κάθε χρόνο», τονίζει ο κ. Πράνταλος, πρόεδρος Δ.Σ. του Συνδέσμου Επιμελητών Δικαστηρίων Ανηλίκων.
Ο δήμος θα μπορούσε να ξέρει κάθε οικογένεια και να μπορεί να προσφέρει βοήθεια σε πρώτο επίπεδο. Όμως, όπως ο σύλλογος κοινωνικών λειτουργών που εργάζονται στους δήμους και στις περιφέρειες αναφέρει, αντιστοιχεί μόνον ένας κοινωνικός λειτουργός ανά 40.000 πολίτες.
Πολύ συχνά η ευθύνη επιρρίπτεται στο σχολείο, χωρίς όμως οι εκπαιδευτικοί να έχουν τα εργαλεία για να λειτουργήσουν αποδοτικά. Το σημερινό σχολείο επικεντρώνεται στη γνωστική ύλη, δεν έχει τον παιδαγωγικό ρόλο που θα θέλαμε. Οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν κατάλληλη παιδαγωγική γνώση, δεν είναι λίγες οι φορές που ασκούν λεκτική βία στα παιδιά, ή κάνουν προσωπικές κρίσεις, όπως “σιγά που έχει ΔΕΠΥ, όλα με ΔΕΠΥ τα βγάζουν”, επισημαίνει ο κ. Τσαλαμανιός.
Από την άλλη, οι ψυχολόγοι που έχουν τοποθετηθεί στα σχολεία δεν μπορούν να κάνουν και πολλά. Πηγαίνω σε πέντε διαφορετικά σχολεία από μια φορά την εβδομάδα. Μιλάω με το παιδί, αν θέλει να μιλήσει, γιατί πολλές φορές δεν μιλάνε, και ζητάω να δω τους γονείς που δεν έρχονται. Η δική μας η δουλειά θέλει χρόνο και χώρο, δεν είναι σαν την ιατρική επίσκεψη που ο γιατρός κάνει διάγνωση και δίνει θεραπεία, λέει η κ. Σ.Π. η οποία από πέρυσι δουλεύει σε σχολικές μονάδες.
Δεν αρκεί μόνο να στελεχωθούν οι υπηρεσίες και τα σχολεία, πρέπει και να συνομιλούν μεταξύ τους. Χρειάζεται επίσης όσοι έρχονται σε επαφή με τα παιδιά να εκπαιδευτούν και να εκπαιδεύονται διαρκώς. Το προσωπικό στα σχολεία θα πρέπει να είναι σταθερό –εννοείται από την αρχή της σχολικής χρονιάς– ώστε να μπορεί να δημιουργηθεί κοινότητα, οι άνθρωποι να καταφέρουν να σχετιστούν και να μάθουν τα παιδιά. Μόνο έτσι μπορεί να εφαρμοστεί ένα σχέδιο ειρηνικής επίλυσης διαφορών όπως προτείνεται στο σχέδιο. Αυτό που συμβαίνει τώρα είναι ότι γίνεται ένα περιστατικό, καλείται η οικογένεια που δεν ξέρει τι να κάνει και προτάσσεται η ποινική ευθύνη. Αυτό δεν είναι λύση, αντίθετα φέρνει περισσότερα προβλήματα, εξηγεί ο Παναγιώτης Βουτυράκος, παιδοψυχίατρος, διευθυντής της Δομής Ψυχικής Υγείας Πειραιά.
Όταν οι υπηρεσίες βρεθούν μπροστά σε μια δύσκολη περίπτωση, κάτι που συμβαίνει αρκετά συχνά, ζητούν την παρέμβαση του εισαγγελέα που θα ορίσει έναν επιμελητή ανηλίκων.
Χωρίς υποδομές
Ο Γιάννης Πράνταλος, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του ΣΕΔΑ (Σύνδεσμος Επιμελητών Δικαστηρίων Ανηλίκων), εξηγεί ότι οι επιμελητές ανηλίκων είναι πολύ λίγοι αριθμητικά και δεν έχουν τη δυνατότητα να δουλέψουν με τα παιδιά όπως χρειάζεται. Από το 2003 έχουν προβλεφθεί προγράμματα αναμορφωτικών μέτρων για την παραβατικότητα των ανηλίκων αλλά δεν έχει εφαρμοστεί τίποτα. Θεσμοθετούμε αλλά δεν δημιουργούμε την υποδομή για να εφαρμοστούν όσα αποφασίζουμε. Για παράδειγμα, δεν υπάρχουν δημόσιες δομές που να υποστηρίζουν τους εφήβους στην κοινότητα, για να παραπέμψουμε για ψυχοθεραπεία και δεν έχουν όλοι τη δυνατότητα να απευθυνθούν σε κάποιον ιδιωτικά.
Όταν ζητείται η παρέμβαση του επιμελητή απλώς η υπόθεση μπαίνει στην αναμονή. Στην Αθήνα είμαστε 10-12 επιμελητές ανηλίκων. Μέχρι τον Σεπτέμβριο είχαμε σε εξέλιξη 2.500 περιστατικά και 1.600 επιπλέον είναι τα νέα περιστατικά κάθε χρόνο. Αν παραπέμψω ένα παιδί σε κέντρο ψυχικής υγείας, η αναμονή για ραντεβού φτάνει και τους έξι μήνες. Για τις υποθέσεις που φτάνουν στο δικαστήριο, τώρα δικάζονται υποθέσεις του 2021. Τα παιδιά περιμένουν 4 χρόνια για να δικαστούν. Πώς μπορούν να προχωρήσουν έτσι; περιγράφει.
Ο κ. Πράνταλος προσθέτει ότι πολλές φορές οι γονείς ζητούν βοήθεια, αλλά δεν υπάρχει δυνατότητα να τους προσφερθεί. Έρχονται και μας λένε δεν μπορώ να ελέγξω το παιδί μου, ντρέπονται και δεν ξέρουν τι να κάνουν.
Χρειαζόμαστε δομές στημένες στα πόδια τους οι οποίες να λειτουργούν και να συνεργάζονται. Τώρα υπάρχει αποσπασματικότητα, αλληλοεπικαλύψεις και απειρία του προσωπικού των κοινωνικών υπηρεσιών. Ο στόχος μας χρειάζεται να είναι η πρόληψη. Επίσης, να θυμόμαστε ότι στην εφηβεία είναι αναμενόμενο να υπάρχει επιθετικότητα, και πολλά επεισόδια δεν θα επαναληφθούν στην ενήλικη ζωή, καταλήγει ο κ. Βουτυράκος.
Αναδημοσίευση από: www.kathimerini.gr