Ένα συνεχές ρομαντικό ανεκπλήρωτο με ένα μόνιμο εικαστικό φόντο στην απόχρωση του πράσινου, χρώμα ελπίδας αλλά και ζηλοφθονίας.
Στις μεγάλες προσδοκίες παρουσιάζεται μία μορφή έρωτα μέσα σε πλαίσια ονειρικής-φαντασιακής και ανεκπλήρωτης υφής με ένα μόνιμο εικαστικό φόντο στην απόχρωση του πράσινου, χρώμα ελπίδας αλλά και ζηλοφθονίας. Η ταινία περιστρέφεται γύρω από ένα συνεχές ρομαντικό ανεκπλήρωτο που βιώνει ο πρωταγωνιστής.
Το ονειρικό αφήγημα ξεκινάει στην Φλόριντα όταν ο Φιν και η Εστέλλα βρίσκονται στην τρυφερή ηλικία των δέκα ετών. Στην συνέχεια το ερωτικό δράμα τοποθετεί το ζευγάρι στην Νέα Υόρκη και στο τέλος η αφηγηματική ιστορία του Φιν κλείνει πάλι στο σημείο εκκίνησης της, στη Φλόριντα. Το φιλμ ξεκινάει με μία εισαγωγή η οποία τονίζει την υποκειμενικότητα του βιώματος, της νοηματοδότησης, της μνημονικής διεργασίας, και της αφήγησης.
Οι πρωταγωνιστές γνωρίζονται στα δέκα τους χρόνια μέσα στον παρηκμασμένο κήπο της θείας της Εστέλλα, ενός τόπου που φέρει τον αλληγορικό τίτλο του χαμένου παραδείσου. Το ανεκπλήρωτο αρχίζει να προμηνύεται νωρίς από τον τρόπο που η μικρή Εστέλλα φέρεται στον μικρό Φιν.
Στο εικοστό έβδομο λεπτό τα δύο παιδιά φιλιούνται αλλά το υγρό και φαινομενικά ρομαντικό και αθώο φιλί που δίνει η Εστέλλα στον Φιν αποτελεί ένα σαγηνευτικό ερωτικό δέλεαρ. Το νερό που του προσφέρει να πιεί από το συντριβάνι του σπιτιού μπορεί να μην είναι δηλητηριασμένο όπως του λέει αλλά το φιλί σε συμβολικό επίπεδο είναι.
Τα χρόνια περνάνε και οι δύο πρωταγωνιστές είναι πλέον είκοσι χρονών, δηλαδή μετέφηβοι ενήλικες. Η αφηγηματική παράθεση της ιστορίας βρίσκει τον Φιν και την Εστέλλα στο δωμάτιο του Φιν μόνους να παραδέχονται ότι είναι ερωτευμένοι. Ενώ φαίνεται πως ο ερωτικός πόθος τους θα πάρει ένσαρκη μορφή, τα νοσηρά παιχνίδια γοητείας και απόρριψης, που από μικρή διδάχτηκε η Εστέλλα από τη θεία της για να εκδικηθεί όλους τους άνδρες, έχουν ξεκινήσει ήδη να παίρνουν ξεκάθαρη μορφή μέσα από το φόντο της ναρκισσιστικής της imago.
Το ένσαρκο ανεκπλήρωτο μόλις άρχισε, καθώς η Εστέλλα με έναν ξεκάθαρο σνομπιστικό ελιτισμό χαιρετά τον Φιν στα γαλλικά, γλώσσα που ο Φιν δεν γνωρίζει και η Εστέλλα το ξέρει. Η Εστέλλα φεύγει αποχαιρετώντας τον επίσης στα γαλλικά και ο Φιν μένει μόνος βιώνοντας οδυνηρά την απουσία της.
Περνούν εφτά χρόνια και οι πρωταγωνιστές βρίσκονται στην Νέα Υόρκη αλλά ακόμα δεν έχουν συναντηθεί. Ο Φιν πίνει νερό από ένα συντριβάνι σε ένα πάρκο και ξαφνικά μία γυναίκα τον φιλάει πίνοντας νερό μαζί του. Η Εστέλλα. Η αναβίωση του παιδικού έρωτα και του μετεφηβικού ανεκπλήρωτου ξυπνούν μέσα στην καρδιά του Φιν. Η Εστέλλα προσκαλεί τον Φιν σε μία λέσχη μεγαλοαστών την επόμενη μέρα το απόγευμα.
Στην λέσχη αυτή ο Φιν γνωρίζει τον αρραβωνιαστικό της και οι τρεις τους συμφωνούν να ζωγραφίσει ξανά ο Φιν ένα πορτρέτο της Εστέλλα, όπως τότε που ήταν παιδιά. Το επόμενο απόγευμα, καθώς ο Φιν κοιμάται, ξυπνά από την Εστέλλα, η οποία σαν ένσαρκη φαντασίωση, με αλληγορικά ονειρικό τρόπο εισέρχεται στο δωμάτιο και του ζητάει αποπλανητικά να τη ζωγραφίσει.
Σε αυτό το οπτικοακουστικό στιγμιότυπο και στις στιχομυθίες που ακολουθούν φαίνεται το στοιχείο του ονειρικού-φαντασιακού έρωτα και το ερωτικό δέλεαρ της σαγήνης βρίσκεται πιθανότατα στο ζενίθ του, καθώς η Εστέλλα γδύνεται για πρώτη φορά μπροστά στον Φιν για να τον προκαλέσει (Φιν: Τί κάνεις εδώ;. Εστέλλα: Δε θέλεις να με ζωγραφίσεις; Κοιμήθηκες όλη μέρα. Ώρα για δουλειά Φιν: Θέλεις τώρα αμέσως; Εντάξει. Πώς μπήκες μέσα; Σου άνοιξαν; Όχι και σπουδαία ασφάλεια Εστέλλα: Με θέλεις καθιστή ή όρθια; Φιν: «Και τα δύο. Ό,τι να ναι. Καθιστή.).
Αμέσως μετά η Εστέλλα αποχωρεί και μέσα στον κύκλο της επαφής του ζευγαριού εκδηλώνεται η πρόωρη απόσυρση της που διογκώνει το ανεκπλήρωτο μεταξύ τους και οδηγεί στην αναβίωση του ανοιχτού λογαριασμού που χαρακτηρίζει αυτόν τον άπιαστο, ρομαντικό και ανεκπλήρωτο έρωτα. Ο Φιν την ακολουθεί.
Στον διάλογο τους σκιαγραφείται καθαρά για πρώτη φορά το ψυχικό προφίλ της Εστέλλα και παρουσιάζεται στους θεατές η ψυχική ανατομία του ναρκισσισμού της (Φιν: Πώς είναι να μη νιώθεις τίποτα;. Εστέλλα: Ας πούμε ότι υπήρχε ένα κοριτσάκι. Κι απ’ την στιγμή που άρχισε να καταλαβαίνει, της έμαθαν να φοβάται. Ας πούμε, να φοβάται το φως της μέρας. Της έμαθαν ότι ήταν εχθρός της κι ότι θα της έκανε κακό. Και τότε μια ηλιόλουστη μέρα… της λες να βγει έξω να παίξει και αρνείται. Μπορείς να της θυμώσεις; Φιν: Ήξερα αυτό το κοριτσάκι, είδα το φως στα μάτια του κι αυτό βλέπω ακόμα).
Ομολογεί πως έχει διδαχτεί να είναι έτσι, δηλαδή άκαρδη και συναισθηματικά απρόσφορη. Επίσης το φαταλιστικό στοιχείο φαίνεται στην ντετερμινιστική φράση της Εστέλλα «Είμαστε αυτοί που είμαστε. Δεν αλλάζουν οι άνθρωποι».
Οι μέρες περνούν και η καριέρα του Φιν ως ζωγράφου προχωράει. Η σκηνή του εξηκοστού έβδομου λεπτού βρίσκει τους πρωταγωνιστές σε ένα πάρκο να συζητούν. Στην αρχή της συνάντησης τους τίθεται ένα αρχετυπικό και υπαρξιακό ερώτημα του έρωτα, που λειτουργεί σαν μία συμβολική προοικονομία στο σενάριο του φιλμ (Φιν: Μην πηδήξεις. Εστέλλα: Θα με έσωζες;)
Η Εστέλλα παρόλο που είναι ερωτευμένη με το Φιν, έχει δεχτεί να παντρευτεί τον αρραβωνιαστικό της, γεγονός που καθρεφτίζει το εσωτερικό της σχίσμα. Ανακοινώνει την απόφαση της στο Φιν και τον ρωτάει αν θα την έσωζε σε περίπτωση που αποφάσιζε να πεθάνει. Στην ουσία τον προκαλεί να την σταματήσει από το να ενταφιαστεί μέσα σε ένα κενό γάμο, πράγμα το οποίο ο Φιν θα προσπαθήσει, απομακρύνοντας την από ένα επίσημο δείπνο στο οποίο εκείνη δεν θέλει να βρίσκεται.
Στο αμέσως επόμενο πλάνο φιλιούνται στη βροχή και αποχωρούν σε μία ξεκάθαρη ενσάρκωση του φαντασιακού ανεκπλήρωτου. Βιώνοντας τον σαρκικό τους έρωτα, με μόνιμη βλεμματική επαφή την ώρα της διείσδυσης, η εικόνα χάνεται στο φως και νατουραλιστικά σχεδόν ο ηχητικός καμβάς του φιλμ γεμίζει με ήχους από γλάρους.
Μετά την σαρκική τους ένωση τα πράγματα εξελίσσονται δυσοίωνα για το μέλλον τους. Η Εστέλλα φεύγει για χρόνια στην Ευρώπη και ο έρωτας τους φαίνεται να χάνεται για πάντα. Ο Φιν μετουσιώνει σε τέχνη τον απύθμενο πόνο του ανεκπλήρωτου έρωτα του και γίνεται ένας καταξιωμένος ζωγράφος. Λίγο πριν το τέλος της ταινίας αναστοχάζεται τα πεπραγμένα της ζωής του και επιστρέφει στη Φλόριντα.
Στο τελευταίο πλάνο της ταινίας έρχεται ένα αισιόδοξο και ρομαντικό τέλος να κλείσει όλες τις ψυχικές πληγές των ηρώων. Στην προβλήτα της εγκαταλελειμμένης και κατεδαφιζόμενης πλέον έπαυλης του χαμένου παραδείσου όπου πρωτοσυναντήθηκαν σαν παιδιά, συναντιούνται «τυχαία» ξανά. Ο πρωταγωνιστής δεν μεμψιμοιρεί για το παρελθόν αλλά στέκεται στο παρόν.
Η εικόνα της Εστέλλα απέχει από το ναρκισσιστικό προσωπείο, που σαν νεκρική μάσκα σκέπαζε τα συναισθήματα της. Είναι πιο αληθινή, πιο προσιτή και πιο ανθρώπινη πλέον. Στην τελευταία λήψη κρατιούνται χέρι με χέρι και όπως ο ήλιος δύει έτσι και οι δύο αφήνουν όλες τις σκιές του παρελθόντος να σβήσουν μέσα στην θάλασσα του έρωτα τους (Φιν: Την ήξερα από την πρώτη στιγμή. Και τα υπόλοιπα δεν είχαν σημασία. Ήταν παρελθόν. Ήταν σαν να μην είχαν γίνει ποτέ. Υπήρχε μόνο η ανάμνησή μου απ’ αυτά.).
Δείτε εδώ το trailer
Συγγραφέας: Βιλλιώτης Φίλιππος, ψυχολόγος – ψυχοθεραπευτής