PsychologyNow Team

Συνέντευξη: Σπύρος Τάνταρος, Καθηγητής Αναπτυξιακής Ψυχολογίας ΕΚΠΑ

Συνέντευξη: Σπύρος Τάνταρος, Καθηγητής Αναπτυξιακής Ψυχολογίας ΕΚΠΑ

PsychologyNow Team

Μία συνέντευξη με τον επί χρόνια Πρόεδρο της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρίας.


Ο ΔρΣπύρος Τάνταρος είναι  Καθηγητής Αναπτυξιακής Ψυχολογίας στο Τμήμα Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Από το 2013 είναι Πρόεδρος της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας, με τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα να αφορούν στη μελέτη της γνωστικής, γλωσσικής και συναισθηματικής ανάπτυξης των παιδιών προσχολικής και σχολικής ηλικίας, αλλά και των εφήβων. Οι ανησυχίες του γύρω από την επιστήμη αλλά και η συνεισφορά του στον ακαδημαϊκό χώρο είναι γνωστή σε όλους όσοι βρίσκονται στο χώρο της ψυχολογίας. Με αφετηρία αυτά τα στοιχεία, δέχθηκε με προθυμία να αποτυπώσει το σύγχρονο ακαδημαϊκό πλαίσιο της ψυχολογίας στη χώρα μας αλλά και να μοιραστεί με το psychologynow.gr τις ιδέες και τις προτάσεις του για το μέλλον της επιστήμης μας.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε μια διαρκή και συνεχή αύξηση της χρήσης του όρου «Ψυχολογία», σχεδόν σε όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής και πολιτικο-οικονομικής επικαιρότητας. Πώς το εξηγείτε;

H λέξη «ψυχολογία» ασκούσε πάντοτε γοητεία στους ανθρώπους. Η επιθυμία να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του, αλλά και να ερμηνευτεί η ανθρώπινη συμπεριφορά ηταν ανέκαθεν ένα πολύ σημαντικό στοίχημα για τους ανθρώπους. Ταυτόχρονα, κάθε ψυχαναλυτής θα σας έλεγε πως, αυτό που ανέκαθεν ασκούσε αυτή την γοητευτική έλξη, δημιουργούσε και βαθύτερους φόβους ως προς το αποτέλεσμά του. Πρόκειται για μια λέξη που είναι αναμενόμενο να χρησιμοποιείται ευρύτατα.

Πρέπει όμως να τονιστεί ότι, τις περισσότερες φορές, χρησιμοποιείται με ευκολία και όχι με επίγνωση της σημασίας των «τεχνικών» όρων που χρησιμοποιούνται. Πιστεύω πως αυτό που θα έπρεπε να μας προβληματίσει περισσότερο, δεν είναι το πόσο χρησιμοποιείται η λέξη ψυχολογία, αλλά το πώς θα συμβάλουμε ώστε να χρησιμοποιείται αυτή τη λέξη επιστημονικά σωστά- με σωστές συνηχήσεις.

Πιστεύετε δηλαδή ότι οι άνθρωποι είναι σήμερα περισσότερο δεκτικοί στο να ανακαλύψουν την σύγχρονη Ψυχολογία;

Ο κόσμος είναι όλο και περισσότερο δεκτικός να μάθει για την επιστήμη της Ψυχολογίας. Ωστόσο, παρά το ότι η διάχυση για την οποία μιλούσα προηγουμένως έχει κάνει τους ανθρώπους περισσότερο δεκτικούς, υπάρχουν ακόμη προκαταλήψεις..

Θα πρέπει όμως να σημειώσουμε την ραγδαία και ποιοτική αλλαγή που επήλθε στην χώρα μας από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 με την δημιουργία και την λειτουργία των Τμημάτων Ψυχολογίας στα ελληνικά πανεπιστήμια. Τότε άρχισαν να αποφοιτούν οι πρώτοι πτυχιούχοι ψυχολογίας οι οποίοι, μαζί με έναν μεγάλο αριθμό σπουδαστών που έρχονταν από το εξωτερικό έχοντας κάνει επίσης σοβαρές σπουδές, διαμόρφωσαν μία κρίσιμη μάζα, που υπηρέτησε και υπηρετεί την Ψυχολογία με σοβαρότητα, εδραιώνοντάς την στην Ελλάδα με ακαδημαϊκό και επιστημονικό τρόπο.  Πέρασε έτσι το μήνυμα ότι ο Ψυχολόγος είναι ένας επιστήμονας με συγκριμένη εικόνα, ότι η Ψυχολογία δεν είναι μόνο η κλινική ψυχολογία και ότι δεν είναι απαραίτητο να πάσχεις από ψυχική νόσο για να απευθυνθείς σε ψυχολόγο. Πιστεύω ότι με την διαρκώς αυξανόμενη ποιότητα της παρεχόμενης στην Ελλάδα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, η  συλλογική αναπαράσταση που υπάρχει στον κόσμο για την Ψυχολογία έχει αλλάξει θετικά.

Επομένως, υπάρχει επιστημονική και επαγγελματική άνοδος στην Ψυχολογία σήμερα – και στην Ελλάδα. Πιστεύετε ότι, ειδικά ως προς την ελληνική ιδιαιτερότητα, κατανοούν καλύτερα οι άνθρωποι την συμβολή της Ψυχολογίας;

Το ένα σχετίζεται με το άλλο. Όταν, επιτρέψτε μου να το πω, κατακλύζεται από εκλαϊκευμένα άρθρα, το οποίο, τονίζω, δεν σημαίνει απαραίτητα κακά ή μη έγκυρα άρθρα, ο κόσμος εισπράττει έναν μεγάλο αριθμό πληροφοριών που, αναπόφευκτα, αλλάζει τις αντιλήψεις. Για παράδειγμα, οι σχέσεις γονέων-παιδιών είναι κάτι που έχει συζητηθεί και συζητείται κατά κόρον. Αυτή η συζήτηση, πράγματι φαίνεται να βοηθά πολλούς ανθρώπους να αναθεωρήσουν αντιλήψεις και πρακτικές προς την βελτίωση της καλύτερης λειτουργίας των σχέσεών τους.

Από την άλλη πλευρά, πρέπει κανείς να είναι πολύ προσεκτικός, με την έννοια ότι η χρήση αυτής της πληροφορίας η οποία όπως είπα είναι ωφέλιμη, χρήσιμη και λειτουργική, είναι δυνατόν να οδηγήσει σε παρερμηνείες, σε λάθος αντιλήψεις και κατ’ επέκταση στην αύξηση του επιπέδου του άγχους των ανθρώπων για το αν ανταποκρίνονται σωστά στο «σωστό». Στο παράδειγμα των γονέων, ας πούμε, ξέρουμε ότι σήμερα έχουμε περισσότερο από πότε ίσως, καλύτερη και βαθύτερη γνώση των θεμάτων της οικογένειας, της ανάπτυξης και των σχέσεων με τα παιδιά αλλά παρ’ όλα αυτά δεν είχαμε ποτέ ξανά τόσο αγχωμένους γονείς.

Πού να το αποδώσει κανείς; Σκέφτομαι πως, ήδη από τη δεκαετία του ’90, η Αννύ Κορντιέ, Γαλλίδα ψυχαναλύτρια, υποστήριζε ότι η σχολική αποτυχία τείνει να μετατραπεί σε ένα είδος παθολογίας της εποχής μας. Εάν αυτό είναι αλήθεια, ότι δηλαδή στα μάτια των ανθρώπων φαίνεται πως αν αποτύχεις στο σχολείο είσαι αποτυχημένος στη ζωή, ίσως δικαιολογείται ένα τεράστιο μέρος του άγχους των νεότερων γονέων. Η κοινωνική πίεση για καταρτισμένους και επιτυχημένους πολίτες είναι μία πίεση που ασκείται κατά βάση, πρώτα στους γονείς και στους εκπαιδευτικούς και μετά στα παιδιά.

Επιπρόσθετα, πιστεύω ότι ζούμε σε μία εποχή που παρ΄ ότι υπάρχει όλη αυτή η πληροφόρηση, έχουμε δυσκολίες στις σχέσεις γενικότερα. Χαριτολογώντας, μου έλεγε ένα φίλος από τη Γαλλία, πανεπιστημιακός, ‘‘έχεις σταθερό τηλέφωνο, κινητό, τηλέφωνο γραφείου, email, facebook, twitter και παρ’ όλα αυτά δεν μπορείς να βρεθείς με τον άλλον’’. Είναι μία πραγματικότητα που δημιουργεί μία συνολικότερη ασάφεια και μπέρδεμα για το πώς θα ανταποκριθεί κανείς καλύτερα στις σχέσεις μέσα σε αυτό το ασταθές περιβάλλον. Η διάχυση της Ψυχολογικής γνώσης μπορεί να βοηθήσει στην βελτίωση της καθημερινότητας αλλά θα πρέπει να γίνεται με τρόπο προσεκτικό, υπεύθυνο και μακριά από μπερδεμένες έννοιες και κακώς εννοούμενη εκλαΐκευση.

Όσο πιο κοντά έρχεται λοιπόν η ψυχολογία στον άνθρωπο, τόσο αυξάνονται και οι ευθύνες που έχουμε ως επαγγελματίες που την υπηρετούμε. Ποιες βλέπετε να είναι αυτές οι ευθύνες της επιστήμης και του επαγγέλματος του ψυχολόγου στην Ελλάδα;

Πιστεύω πως, πέραν της επιστημονική του κατάρτισης, κάθε ψυχολόγος θα πρέπει να σέβεται την δεοντολογία του επαγγέλματος και να είναι επομένως σοβαρός και αξιόπιστος. Όσον αφορά το επάγγελμα του ψυχολόγου στην Ελλάδα, μεγάλο θέμα αποτελεί η ανάγκη για αναθεώρηση του νόμου που χορηγεί άδεια άσκησης επαγγέλματος ψυχολόγου αμέσως μετά το βασικό πτυχίο. Τα τέσσερα Τμήματα Ψυχολογίας της χώρας μας, από κοινού με την Ελληνική Ψυχολογική Εταιρεία, βρίσκονται ήδη σε διάλογο για το πώς μπορεί να αλλάξει αυτό το καθεστώς, αλλά αυτό αποτελεί πια και μια πολιτική κίνηση.

Μετά τις τελευταίες εκλογές, είστε Πρόεδρος της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας (Ε.Λ.Ψ.Ε.). Μπορείτε να μας δώσετε ένα στίγμα της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας και ποιες είναι οι δραστηριότητές της;

Η Ε.Λ.Ψ.Ε. είναι η αρχαιότερη και μεγαλύτερη ακαδημαϊκή εταιρεία της Ελλάδας. Δημιουργήθηκε το 1990 από τον Ι. Παρασκευόπουλο, τον Δ. Γεώργα (οι οποίοι είναι σήμερα επίτιμοι πρόεδροι της εταιρείας) και άλλους σπουδαίους ψυχολόγους που σημάδεψαν την Ψυχολογία στην Ελλάδα. Ο σκοπός ήταν να ιδρυθεί μία ακαδημαϊκή εταιρεία για την Ψυχολογία στην Ελλάδα, στα πρότυπα των ακαδημαϊκών εταιρειών του εξωτερικού.

Έτσι λοιπόν, η Ε.Λ.Ψ.Ε ήδη από την ίδρυσή της δεν ήταν ένας επαγγελματικός σύλλογος, αλλά μία επιστημονική εταιρεία. Στους στόχους της ήταν ανέκαθεν η προαγωγή της ψυχολογίας στην Ελλάδα, κάτι που έχει δείξει η πορεία της όλα αυτά τα χρόνια, με την συμβολή όλων των προηγούμενων Διοικητικών Συμβουλίων και των Προέδρων της.

Σε αυτό το πλαίσιο, εκδίδει το περιοδικό ‘‘Ψυχολογία’’, το έγκυρο ελληνικό  επιστημονικό περιοδικό στην Ψυχολογία, καταλογογραφημένο στη βάση “Psychinfo” της A.P.A. Είναι ένα σύγχρονο διεθνές περιοδικό το οποίο δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από άλλα αντίστοιχα περιοδικά του εξωτερικού.

Τακτικά μέλη της Ε.Λ.Ψ.Ε είναι οι κατόχοι διδακτορικών τίτλων στην ψυχολογία. Υπάρχει και η ιδιότητα του έκτακτου μέλους, εφόσον κανείς διαθέτει μεταπτυχιακό τίτλο στην ψυχολογία, καθώς και εκείνη του επίτιμου μέλους εφόσον κανείς έχει έντονη παρουσία στον επιστημονικό χώρο.

Οι Κλάδοι της Ε.Λ.Ψ.Ε, ως Κλάδοι της Ψυχολογίας γενικότερα, είναι οργανικά κομμάτια της εταιρείας κατά τα πρότυπα των μεγάλων διεθνών εταιρειών, που έχουν ως στόχο να φέρνουν κοντά τους Ψυχολόγους με κοινά επιστημονικά και ερευνητικά ενδιαφέροντα.

Η μείζων δραστηριότητα της Ε.Λ.Ψ.Ε αφορά στη διοργάνωση του Πανελληνίου Συνεδρίου Ψυχολογικής Έρευνας ανά διετία, ενός συνεδρίου που διοργανώνεται συστηματικά από το '90 μέχρι σήμερα. Το επόμενο συνέδριο θα είναι το 15ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχολογικής Έρευνας και θα πραγματοποιηθεί στην Κύπρο. Οι εκδηλώσεις της Ε.Λ.Ψ.Ε αφορούν και στην πλούσια δραστηριότητα των Κλάδων της. Έτσι διοργανώνονται Πανελλήνια Συνέδρια Συμβουλευτικής Ψυχολογίας, Κλινικής, Γνωστικής, Εξελικτικής, διημερίδες και ημερίδες. Παράλληλα με τα συνέδρια, εκδίδονται βιβλία και βγαίνουν πρακτικά.

Οι ημερίδες και οι εκδηλώσεις των κλάδων της Ε.Λ.Ψ.Ε είναι ανοικτές και για την κοινότητα;

Φυσικά. Κάθε συνέδριο και ημερίδα είναι ανοιχτά σε όποιον θέλει και ενδιαφέρεται να τα παρακολουθήσει. Η συμμετοχή με εργασία, βεβαίως, προϋποθέτει μια διαδικασία κρίσης

Πέραν όμως των συνεδρίων, ημερίδων κλπ, διοργανώνονται και άλλες, πιο «ανοικτές» εκδηλώσεις, όπως, για παράδειγμα, το σεμινάριο «Ψυχοπαιδεία», το οποίο διοργανώνεται επί σειρά ετών από τον Κλάδο της Σχολικής Ψυχολογίας σε συνεργασία με το Κέντρο Έρευνας και Εφαρμογών στην Σχολική Ψυχολογία που διευθύνει η Καθηγήτρια Σίσσυ Χατζηχρήστου. Ο στόχος αυτών των δραστηριοτήτων είναι να υπάρξει η διάχυση της ψυχολογικής γνώσηςπου θα φέρει την Ε.Λ.Ψ.Ε σε μεγαλύτερη επαφή με την κοινότητα.

Ποιος είναι ο ρόλος και η συμβολή της Ε.Λ.Ψ.Ε στα ψυχολογικά δρώμενα στην Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια και ποια τα σχέδια της ΕΛΨΕ για το μέλλον;

Η Ε.Λ.Ψ.Ε είχε και έχει μία σημαντική παρουσία στην Ψυχολογία στην Ελλάδα.Όπου αυτό είναι απαραίτητο έχει άποψη και την εξωτερικεύει με έγκυρο επιστημονικά τεκμηριωμένο λόγο. Αυτή την περίοδο, πέραν του προβλήματος σχετικά με την χορήγηση άδειας άσκησης επαγγέλματος που αναφέραμε προηγουμένως συμμετέχει στην Εθνική Επιτροπή Χορήγησης του  Ευρωπαϊκού Πιστοποιητικού Ψυχολογίας.

Στα σχέδια του παρόντος Διοικητικού Συμβουλίου επίσης, είναι να μετατραπεί το περιοδικό ‘‘Ψυχολογία’’ σε ηλεκτρονικό, με έναν τρόπο που θα βοηθήσει στη βέλτιστη διάχυση της πληροφορίας και στην καλύτερη εικόνα του περιοδικού προς τη διεθνή κοινότητα. Ως προς αυτό, είμαστε σχεδόν έτοιμοι. Το περιοδικό μέχρι τώρα αποστέλλεται στα ταμειακώς εντάξει μέλη μας αλλά μπορεί να το βρει οποιοσδήποτε επιθυμεί και στα σημεία πώλησης του εκδότη.

Η Ψυχολογία ως επιστήμη έχει σχετικά μικρή παρουσία στα ελληνικά πανεπιστήμια, καθώς ήταν για πολλά χρόνια υπό τη σκιά της Φιλοσοφίας και των Παιδαγωγικών μαθημάτων. Ποια είναι τώρα η υπόσταση της στον ακαδημαϊκό χώρο;

Τα τέσσερα Τμήματα Ψυχολογίας στην Ελλάδα δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από αντίστοιχα τμήματα του εξωτερικού. Η έρευνα που γίνεται σήμερα στην Ελλάδα είναι έρευνα αιχμής και για να συμμεριστώ μία άποψη του Ομότιμου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Δ. Γεώργα, τα προγράμματα σπουδών, παρά τις όποιες ελλείψεις και αντιξοότητες μπορεί να διαπιστώσει κανείς και που κυρίως οφείλονται στην κακοδαιμονία του ελληνικού πανεπιστημίου, όπως δηλαδή στην υποχρηματοδότηση και τις κακές συνθήκες εργασίας κατά περίπτωση, είναι καλύτερα από άλλα αντίστοιχα προγράμματα των πανεπιστημίων του εξωτερικού. Όπως συμβαίνει επίσης στα Τμήματα που δεν είναι αμιγώς Τμήματα Ψυχολογίας, αλλά στα οποία υπηρετούν συνάδελφοι ψυχολόγοι.

Πολλοί γνωστοί επιστήμονες, διεθνώς, άνθρωποι που παρακολουθούν την ψυχολογία από παλιά και έχουν μέτρο σύγκρισης της εξέλιξης της Ψυχολογίας στην Ελλάδα με την εξέλιξη της Ψυχολογίας γενικότερα, έχουν εκφραστεί με πολύ κολακευτικά σχόλια για την ποιότητα και την ποσότητα των ανακοινώσεων των νέων ερευνητών στα συνέδρια Ψυχολογίας στην Ελλάδα, κάτι το οποίο οφείλεται στη δουλειά που γίνεται από μέρους των συναδέλφων στα ελληνικά πανεπιστήμια. Χρειάζεται να επισημαίνεται αυτό με κάθε ευκαιρία και ειδικά τώρα που το ελληνικό πανεπιστήμιο αμφισβητείται με διάφορους τρόπους. Οι Έλληνες πανεπιστημιακοί ψυχολόγοι πραγματικά τιμούν το αντικείμενό τους και τη δουλειά τους.

Με τι ακαδημαϊκά/γνωστικά προσόντα εφοδιάζεται ο πτυχιούχος ψυχολογίας για να μπορέσει να βγει μετά στην αγορά εργασίας καισε ποιους επαγγελματικούς τομείς μπορεί να τα εφαρμόσει στη συνέχεια;

Τα προγράμματα σπουδών των Τμημάτων Ψυχολογίας είναι, όπως ανέφερα ήδη, σύγχρονα και υψηλού επιπέδου. Άλλωστε και τα εγχειρίδια που διανέμονται τα τελευταία χρόνια στους φοιτητές είναι όλα αναβαθμισμένα και/ή αναθεωρημένα, πράγμα το οποίο επίσης δείχνει τη δουλειά που γίνεται και την προσπάθεια μας να είμαστε όσο το δυνατόν πιο σύγχρονοι. Το κάθε Τμήμα από τα τέσσερα Τμήματα Ψυχολογίας έχει ένα δικό του προφίλ, ενώ όλοι οι απόφοιτοι έχουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα και, όπως το ανέφερα και το σχολίασα προηγουμένως, παίρνουν άδεια άσκησης επαγγέλματος. Αντιλαμβάνεστε δε, ότι οι επαγγελματικές διέξοδοι των ψυχολόγων σήμερα στην Ελλάδα δεν είναι ανεπηρέαστες από τα όσα αφορούν τη συνολικότερη πραγματικότητα της χώρας.

Γνωρίζουμε ότι η Ψυχολογία ήταν τρίτη σε σειρά προτίμησης στις περσινές πανελλήνιες εξετάσεις. Μπορεί η ελληνική αγορά εργασίας να «αντέξει» τόσους ψυχολόγους;

Το ερώτημα είναι το ίδιο με το αν μπορεί να αντέξει σήμερα τόσους δικηγόρους και τόσους γιατρούς. Ωστόσο, ένας ψυχολόγος μπορεί να απορροφηθεί σε δομές που παρέχουν υπηρεσίες ψυχικής υγείας, σε εκπαιδευτικά πλαίσια, σε επιχειρήσεις ως οργανωσιακός ψυχολόγος ή σε ορισμένες περιπτώσεις στο χώρο του αθλητισμού.

Όμως, όπως και κάθε επιστήμονας που ψάχνει να βρει μια θέση στην αγορά εργασίας, έτσι και ο ψυχολόγος θα πρέπει να αποδείξει τις δεξιότητες και τις ικανότητές του. Αν κάποιος έχει κάνει καλές σπουδές και έχει επενδύσει σε αυτές, αν έχει πίστη στον εαυτό του και στις δυνάμεις του και προσπαθεί να κάνει πραγματικά αυτό που αγαπάει, εφόσον το αγαπάει, βρίσκει διέξοδο. Πιστεύω πραγματικά ότι αυτό ισχύει στη ζωή.

Όταν σπούδαζα στη Γαλλία, στο πανεπιστήμιο εισαγόταν ένας μεγάλος αριθμός φοιτητών για να σπουδάσουν ψυχολογία. Στο δεύτερο έτος σπουδών είχαν μείνει οι μισοί, λόγω των αυστηρών κριτηρίων εξέτασης. Έφευγαν, διότι, χωρίς να έχουν υπερεπενδύσει σε εξετάσεις (τύπου «πανελλαδικές»), μπαίνοντας στην σχολή που πίστευαν ότι τους εκφράζει, αντιλαμβάνονταν (γρήγορα σε σχέση με ό,τι δυστυχώς συμβαίνει στην Ελλάδα σε αρκετές περιπτώσεις) ότι δεν τους ταιριάζει, δεν τους αρέσει, ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο, η συγκεκριμένη επιστήμη. Για να γίνεις ψυχολόγος, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλα, πρέπει αυτό που επέλεξες να το αγαπάς πραγματικά και εφόσον το αγαπάς, υφίστασαι τις επενδύσεις και τις θυσίες και τους κόπους που απαιτούνται, τόσο στην διάρκεια των σπουδών σου,  όσο και στην προσπάθεια να εξελιχθείς στον επαγγελματικό σου χώρο.

Ένας ψυχολόγος θα μπορούσε να απασχοληθεί και σε άλλους τομείς όπως στις δημοσκοπήσεις, στο marketing και στη διαφήμιση, λόγω των συστημικών του γνώσεων που εστιάζουν στον άνθρωπο;

Σαφώς αλλά με διαφορετικό αντικείμενο. Ας πούμε, στις δημοσκοπήσεις που αναφέρατε, εργάζονται ήδη πτυχιούχοι ψυχολογίας. Βέβαια, χρειάζεται προσοχή ως προς το τι κάνει κανείς, μακροπρόθεσμα – εννοώ αν ασχολείται κανείς πραγματικά με το αντικείμενό του ή κάνει κάτι άλλο.

Τι θα συμβουλεύατε τους νέους που θέλουν να ασχοληθούν με την Ψυχολογία; Υπάρχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που χρειάζεται να διαθέτει κανείς πριν αποφασίσει να σπουδάσει ψυχολογία;

Πολλή μελέτη και πίστη σε αυτό που επιλέγουν. Δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρουν το δρόμο τους. Δεν έχω ακούσει μέχρι τώρα κανέναν να παίρνει το πτυχίο του και να βρίσκει αμέσως δουλειά στην οποία θα καλοπληρώνεται κιόλας. Χρειάζεται κόπος, χρόνος και αγάπη προς το αντικείμενο. Όταν υπάρχουν αυτά θα βρει το δρόμο του. Βεβαίως, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η σημερινή συγκυρία έχει δυσκολέψει ιδιαίτερα τα πράγματα για όσους ξεκινούν στην επαγγελματική τους ζωή. Δείτε τα ποσοστά της ανεργίας. Παρ' όλα αυτά, πρέπει να διατηρήσουμε την όποια αισιοδοξία μας και την μαχητικότητα για να επιτευχθούν οι στόχοι.

Δεν απαιτούνται ιδιαίτερα χαρακτηριστικά για να σπουδάσει κανείς ψυχολογία, αλλά για να γίνει όμως κανείς μετά ένας καλός ψυχολόγος, σίγουρα χρειάζεται να διανύσει έναν απαιτητικό δρόμο. Αυτό που λέμε στους φοιτητές είναι ότι, παρόλο που ολοκληρώνουν τις σπουδές τους και παίρνουν άδεια άσκησης επαγγέλματος δεν γίνονται ψυχολόγοι, γίνονται πτυχιούχοι ψυχολογίας. Έχουν γνώσεις για την ψυχολογία, μαθαίνουν να κάνουν έρευνα, να σκέφτονται επιστημονικά, αλλά το να γίνει κανείς ψυχολόγος είναι πιστεύω έργο ζωής. Εμπειρία δίπλα στην ανανέωση της γνώσης, εμβάθυνση στην επιστήμη αλλά και στον ίδιο μας τον εαυτό.

Εδώ και λίγους μήνες, έχει εγκριθεί και στην Ελλάδα η χορήγηση του EuroPsy (ΕυρωΨυ). Ως μέλος της Επιτροπής Επίδοσης, μπορείτε να μας πείτε τι σημαίνει αυτό για τον επαγγελματία Ψυχολόγο αλλά και πρακτικά στον επαγγελματικό χώρο;

Είναι το Ευρωπαϊκό Πιστοποιητικό Ψυχολογίας (Europsy - ΕυρωΨυ) που θέσπισε η EFPA για τους ψυχολόγους σε όλη την Ευρώπη. Πρόκειται για ένα πιστοποιητικό που νομίζω ότι έχει να προσφέρει θετικά στην Ψυχολογία.

Το Europsy επεκτείνει τα αξιοκρατικά κριτήρια για το επάγγελμα του ψυχολόγου. Αξίζει να σημειωθεί ότι 20 χώρες έχουν μπει στην επίδοση του EuroPsy, άρα δεν μιλάμε για μια μικρή και περιφερειακή εξέλιξη. Μιλάμε για ένα πιστοποιητικό που θα βοηθήσει όλους τους ανθρώπους που ζουν στην Ευρώπη και κυρίως τους επαγγελματίες, να αναγνωρίζουν και να αναγνωρίζονται ως μέλη της ψυχολογικής κοινότητας. Πρέπει να τονίσω ότι, τα ελληνικά πανεπιστημιακά Τμήματα, υπερκαλύπτουν τις απαιτήσεις του EuroPsy - για άλλη μια φορά θα επικαλεστώ τον Ομότιμο Καθηγητή Δ. Γεώργα, μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που εργάστηκε για την υλοποίηση του Ευρωπαϊκού αυτού πιστοποιητικού, ο οποίος πάντοτε ανέφερε ότι τα κριτήρια προϋπήρχαν στην Ελλάδα.

Η κοινωνία, οι άνθρωποι, οι οικογένειες, όλοι μας γενικά βρισκόμαστε σε κρίσιμους καιρούς. Πώς μπορεί η επιστήμη της ψυχολογίας και συγκεκριμένα οι ψυχολόγοι να αποτελέσουν ένα βοηθητικό και ενισχυτικό παράγοντα στην προσωπική και κοινωνική ανάπτυξη;

Αυτό προϋποθέτει ως ερώτημα ότι εμείς ως ψυχολόγοι είμαστε ανεπηρέαστοι από τους καιρούς. Επειδή όμως δεν είμαστε ανεπηρέαστοι και ούτε είμαστε κοινωνικά ουδέτεροι, ανεξάρτητα από την εκπαίδευση και την προσέγγιση που έχει ο καθένας μας και υιοθετεί, πιστεύω ότι χρειάζεται πρώτα - πρώτα να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη μας. Να δούμε ποια είναι η δική μας η ευθύνη και πώς μας έχει επηρεάσει αυτό που γίνεται τριγύρω. Να αναρωτηθούμε τι μπορούμε να κάνουμε ως κοινωνικοί επιστήμονες ώστε να συμβάλουμε στην λειτουργικότερη και αποτελεσματικότερη διαχείριση αυτής της κρίσης.

Tο πρώτο που σκέφτομαι είναι το αυτονόητο, το οποίο όμως δεν είναι και σαφές προς όλους: να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας. Κοινότοπο, αλλά τόσο αναγκαίο. Το δεύτερο είναι να συνεχίσουμε σε πείσμα των καιρών να έχουμε μια αισιόδοξη οπτική, να πιστεύουμε ότι μπορούν τα πράγματα να αλλάξουν. Να πιστεύουμε ότι η σοβαρή έρευνα είναι κομβικής θέσης και σημασίας στην ψυχολογία και τα πορίσματα αυτής της έρευνας πέραν του να ανακοινώνονται στην επιστημονική κοινότητα, να φροντίζουμε να διαχέονται, όχι μόνο σε μία εφημερίδα, απλά για να δημοσιοποιηθούν, αλλά μέσα από τους εξειδικευμένους φορείς διάχυσης να φτάνουν και στα αυτιά των ανθρώπων, ακόμα και εκείνων που δεν είναι διατεθειμένοι να ακούσουν. Επίσης, να είμαστε εξωστρεφείς, να επιδιώκουμε και να διατηρούμε σχέσεις με τη διεθνή κοινότητα (δεν μιλώ ειδικά για την πανεπιστημιακή κοινότητα, το καταλαβαίνετε) οι οποίες να είναι συνεργατικές και γόνιμες. Να δίνουμε το στίγμα, ότι σε πείσμα κάθε Κασσάνδρας, εμείς δεν βλέπουμε την πτώση και τον όλεθρο στην Τροία, αλλά μαχόμαστε για να την σώσουμε και να την κάνουμε καλύτερη.

Στην ακαδημαϊκή σας πορεία έχετε δουλέψει πολύ με τα οικογενειακά συστήματα. Πώς θεωρείτε ότι έχει επηρεαστεί η οικογένεια από την κρίση σήμερα και σε ποια εξελικτική φάση πιστεύετε ότι βρίσκεται;

Αυτό είναι ένα ερώτημα που δεν απαντάται εύκολα. Μέχρι σήμερα, δεν έχουμε, ή τουλάχιστον δεν τις γνωρίζω εγώ, εκτεταμένες μελέτες που να σχετίζονται με την επίδραση (τονίζω τη λέξη) της κρίσης στις οικογένειες της Ελλάδας. Από την άλλη μεριά όμως δεν μπορώ να σκεφτώ ότι οι οικογένειες μένουν ανεπηρεάστες από το τί συμβαίνει στο κάθε μέλος τους και, ειδικά, στο ζευγάρι. Δεν μπορώ να γνωρίζω όμως τι συνεπάγεται γενικότερα για τη λειτουργία της οικογένειας. Η κρίση είναι σίγουρα από μόνη της ένας αποσταθεροποιητικός παράγοντας αλλά αξίζει να αναρωτηθεί κανείς νομίζω: σε επίπεδο σχέσεων, πώς διαχειριζόμουν και πώς διαχειρίζομαι τις αλλαγές που αυτή επιφέρει; Δημιουργεί ή αναδεικνύει δυσλειτουργίες; Ή μήπως, και τα δυο;

Θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον μία μελέτη που να στοχεύει στη διερεύνηση των σχέσεων της κρίσης με την  λειτουργία της οικογένειας. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι, με ένα γενικό τρόπο, αυξάνεται ο θυμός και η ματαίωση στους ανθρώπους.  Καταθέτω μία σειρά από σκέψεις χωρίς να μπορώ να τις στηρίξω σε ερευνητικά δεδομένα. Είναι όμως αρκετά νωπά όλα αυτά και θα πρέπει να διερευνηθούν ώστε να καταλάβουμε τι συμβαίνει.

Η προσφορά σας στον κλάδο της Ψυχολογίας είναι αδιαμφισβήτητη, γεγονός που φαίνεται από το έργο σας, αλλά και από την ευρύτερη εκτίμηση και αποδοχή σας στο χώρο.Tι είναι για εσάς η επιστήμη της Ψυχολογίας και τι νιώθετε ότι σας έχει προσφέρει;

Ας μην υπερβάλουμε... «αδιαμφισβήτητη» είναι πολύ «βαριά» λέξη. Παρόλα αυτά σας ευχαριστώ για τα καλά λόγια. Ως προς το ερώτημά σας, η ψυχολογία μου έχει προσφέρει πολλά – τόσο σε προσωπικό, όσο και σε επιστημονικό επίπεδο.

Η προσπάθεια να κατανοήσει κανείς την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς ήταν πάντα ένα πολύ ισχυρό κίνητρο για εμένα. Νομίζω δε ότι αυτό συμβαίνει με όλους όσοι ξεκινούν σπουδές Ψυχολογίας, αν μου επιτρέπεται αυτή η γενίκευση. Όντας νέοι, έχουμε έντονες προσωπικές αναζητήσεις, να διαβάσουμε ψυχολογία, να μάθουμε πράγματα κυρίως, νομίζω, για εμάς, αλλά έχουμε και ένα αλτρουϊστικό πνεύμα, μια διάθεση να προσφέρουμε στους συνανθρώπους μας.

Μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποιεί κανείς ότι δεν μπορεί να γνωρίσει τον εαυτό του απλά και μόνο διαβάζοντας βιβλία! Όποιος ξεπεράσει αυτή την αρχική ματαίωση συνεχίζει... Προσπαθεί γίνεται καλύτερος. Παρακολουθεί τις αλλαγές στην κοινωνία που ζούμε, στον κόσμο που ζούμε, προσπαθεί να τις ερμηνεύσει με σοβαρή επιστημονική έρευνα και δεν επαφίεται σε γνώσεις «απόλυτες».

Ας θυμηθούμε τον Bruner. Μαζί με τον G. Miller, τη δεκαετία του’50, φέρνουν τη «γνωστική επανάσταση» και, ενώ ο ίδιος έχει φτάσει στο απόγειο της δόξας του, αν μπορώ να το πω έτσι, δημοσιεύει το 1990 νομίζω, το ‘‘Acts of meaning’’. Σε αυτό το βιβλίο, δεν διστάζει να ισχυριστεί ότι η πορεία της Ψυχολογίας πρέπει να αλλάξει. Μιλά για την ανάγκη να ξαναδούμε τους τρόπους με τους οποίους μελετούμε και επιχειρούμε να ερμηνεύσουμε την απόδοση νοήματος από τους ανθρώπους. Συναντά τις αφηγηματικές προσεγγίσεις, την Φιλοσοφία, τον Αριστοτέλη. Μπορούμε να ανατρέξουμε και σε άλλες μεγάλες μορφές της ψυχολογίας στο παρελθόν και να δούμε ότι αυτό που χαρακτηρίζει έτσι και αλλιώς έναν επιστήμονα, είναι αυτή η γόνιμη και καλώς εννοούμενη διάθεση αμφισβήτησης. Αυτό που λέω, πρώτα από όλους στον εαυτό μου, είναι να την κρατήσουμε ζωντανή και να μην αφεθούμε στις «απόλυτες βεβαιότητες»...


Επιμέλεια συνέντευξης:
Kaylee Ann Yates - Σπανός, Ψυχολόγος
Χαράλαμπος Πίσχος, Ψυχολόγος MSc

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...