banner1
psychologist-banner-2
thumb

Ο Φράνκο Μπαζάλια μου έδειξε πως το αδύνατο μπορεί να γίνει δυνατό

H Αλμπέρτα Mπαζάλια, κόρη του διάσημου ψυχιάτρου Φράνκο Μπαζάλια, αναπολεί μέσα από ένα βιβλίο τη μάχη του κατά των ψυχιατρείων.


Φράνκο Μπαζάλια (Βενετία)

Έλα εδώ, κάτσε στην αγκαλιά μου και εξήγησέ μου πώς βλέπεις. Για παράδειγμα εκείνο το φωτιστικό πώς το βλέπεις;

banner1

– Το βλέπω μεγάλο, σωστό.

– Και με το σωστό τι εννοείς;

– Σωστό.

– Τι θα πει σωστό;

– Εμμμ, είναι εκείνο το φωτιστικό εκεί.

Πατέρας και κόρη μπορούσαν να συνεχίζουν έτσι για ώρες, όπως γινόταν και με τους «τρελούς». Πενήντα χρόνια πιο μετά, αυτός ο ιδιωτικός διάλογος στο σπίτι του Μπαζάλια γίνεται δημόσιος. Και γίνεται δημόσιο ένα μυστικό πορτραίτο του Φράνκο, σ΄ένα πανέμορφο βιβλίο γραμμένο από την κόρη Αλμπέρτα μαζί με τη Τζουλιέττα Ρακανέλι (Τα σύννεφα του Πικάσο, Μια μπέμπα στην ιστορία του απελευθερωμένου τρελάδικου, Feltrinelli).

Ένα είδος «οικογενειακού λεξικού» που αποκαλύπτει πώς η επανάσταση του Μπαζάλια ξεκίνησε από την οικογένεια, όπου τίποτα δε θεωρούνταν αδύνατο, «κανένας διαχωρισμός, κανένα αδιαπέραστο όριο» δεν υπήρχε ανάμεσα στους ανθρώπους. Άντρες και γυναίκες, «τρελοί» και «κανονικοί», άρρωστοι και υγιείς, κόσμος διάσημος και κόσμος κοινός. Όλοι έπρεπε να ζήσουνε τη ζωή τους, ακόμη και η μικρούλα Αλμπέρτα με τις πληγές της μες στο μάτι, που διαγνώστηκε ως τυφλή.

Προτού γράψω αυτό το βιβλίο το σκέφτηκα πολύ, διηγείται η Αλμπέρτα που τώρα είναι μια κομψή κυρία, άνετη σ΄ ένα σπίτι γεμάτο σκάλες και σκαλάκια. Δεν είναι εύκολο. Αλλά έπειτα σκέφτηκα πως ακόμη και από αυτή τη μικρή ιστορία μου μπορεί κανείς να φανταστεί όλα τα υπόλοιπα.

Το όριο, ο Μπαζάλια, άρχισε να το μεταθέτει μέσα στους τοίχους του ίδιου του του σπιτιού. Δεν επινοήθηκε μια ζωή για μένα. Με άφησαν να ζήσω. Και μου δίδαξαν πως μπορεί κανείς να ζήσει με τόσους διαφορετικούς τρόπους, ανακαλύπτοντας νέες στρατηγικές. Η μητέρα Φράνκα δεν επενέβη ποτέ για να τη βοηθήσει. Μα όταν κάνεις σκι, πώς τα καταφέρνεις; απαντούσε ανήσυχη.

Κλείνω τα μάτια και πάω.

Ήταν τρομοκρατημένος, αλλά δε με σταματούσε. Η Αλμπέρτα πήρε πτυχίο στην αναπτυξιακή ψυχολογία, έκανε επί μακρόν τη “βρεφολόγα”, ίδρυσε στη Βενετία ένα σημαντικό κέντρο για τη βία ενάντια στις γυναίκες και τώρα παρακολουθεί τις πολιτικές για τους νέους. Στους τοίχους του σπιτιού υπάρχουν ρολόγια εκκρεμή που μοιάζουν να σχεδιάστηκαν από τον Lewis Carroll. Τα συνέλεγε ο πατέρας μου από διάφορους παλιατζήδες. Οι δείκτες έχουν σταματήσει σ΄εκείνη την εποχή, στα χρόνια της «επανάστασης».

basaglia daugther

Γκορίτσια, 1961. Ξεκίνησε η περιπέτεια του Μπαζάλια. Εκείνη το αποκαλεί «εξορία».

Ναι, μια εξορία. Εκείνος ερχόταν από την νευρολογική κλινική της Πάδοβα από όπου έβγαιναν οι μεγάλοι της νευροψυχιατρικής. Αλλά δεν ταυτιζόταν με τον μέσο όρο. Μπέρδευε με τρόπο σκανδαλώδη τη φιλοσοφία και την ψυχιατρική. Και περισσότερο από την ασθένεια τον ενδιέφερε ο ίδιος ο ασθενής. Απαλλάχθηκαν από δαύτον στέλνοντάς τον σε ένα άσυλο στα σύνορα.

Ο διευθυντής δικαιούταν το διαμέρισμα που υπήρχε μέσα στο άσυλο. Εκείνος όμως το αρνήθηκε.

Δεν ήθελε να ζούμε εκεί μέσα. Αναστατώθηκε με όσα βρήκε εκεί: αλυσίδες, ζουρλομανδύες, δίχτυα, σχάρες, δοκάρια, παρακμή. Φανταστείτε αν δυο μωρά – ο αδελφός μου ο Ενρίκο κι εγώ- μπορούσαμε να μεγαλώσουμε σ΄εκείνο το κλειστό κτήριο. Το παράδοξο είναι πως βρεθήκαμε να ζούμε στον τελευταίο όροφο του Παλάτσο της Επαρχίας, σύμβολο του αυστρο-ουγγρικού θεσμού. Ενώ ο ίδιος ο Μπαζάλια αρνούνταν εντελώς το θεσμό του ασύλου.

Το άσυλο του θύμιζε τη μυρωδιά της φυλακής. Εκείνος την ήξερε από παιδί.

Ναι, ως αριστερός, είχε κάνει ένα μήνα φυλακή. Αλλά δεν ήθελε καθόλου να μιλάει γι΄ αυτό, ίσως φοβόταν την αντιστασιακή αγιοποίηση. Είχαμε τις διηγήσεις της γιαγιάς Σεσίλια, μια πραγματική αστή πολύ εκκεντρική, και μάλλον λίγο αφηρημένη. Όταν το 1944 οι φασίστες ήρθαν να τον συλλάβουν, εκείνος ήταν ήδη στη στέγη έτοιμος να πηδήξει. Η ιδέα τρόμαζε τη γιαγιά, έτσι ενστικτωδώς του φώναξε να μην δραπετεύσει από τη στέγη. Και η αστυνομία τον τσίμπησε αμέσως.

Δε ζούσατε στο άσυλο, αλλά στο σπίτι οι «τρελοί» κυκλοφορούσαν. Εκείνη τους περιγράφει χωρίς υποκρισία.

Και βέβαια τους φοβόμουνα. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι αν ο φόβος υπάρχει ή δεν υπάρχει. Το θέμα είναι να μάθεις να συνυπάρχεις. Και οι δικοί μου μου έδειξαν πώς να το πετύχω. Θυμάμαι ακόμα μερικά γεύματα μέσα στο άσυλο: γυναίκες φρικτά χοντρές, διεσταλμένες από τον όγκο των μαλλιών, που με πασπάτευαν με τρόπο αστείο και αδέξιο, σαν για να ανακαλύψουν στο ανώριμο σώμα μου τη θηλυκότητά τους. Ήμουν “η κόρη του διευθυντού”, έπρεπε να συνηθίσω.

Το Σάββατο όμως επιστρέφατε στη Βενετία.

Πιστεύω πως ο πατέρας μου είχε ανάγκη να βγει από την τόσο απόλυτη ατμόσφαιρα της Γκορίτσια. Κι έπειτα υπήρχε και το κάλεσμα του νερού: οι βενετσιάνοι σαν κι εκείνους δεν μπορούν να μείνουν πολύ καιρό μακρυά του.

Περιγράφετε τον πατέρα σας σαν τον Βασιλιά Αρθούρο, περικυκλωμένο από τους ιππότες του στη μεγάλη τράπεζα της Γκορίτσια.

Ε ναι, λυπάμαι, αλλά ήταν ακριβώς σαν βασιλιάς. Επέστρεφε στο σπίτι για δείπνο με σαράντα άτομα. Και δε σταματούσαν να μιλάνε. Για τον Μαρκούζε και τον Σαρτρ, τον Χέγκελ και τον Γκόφμαν, τον Χάινεγκερ και τον Γκράμσι. Στο κέντρο όλων αυτών υπήρχε ένας καινούριος τρόπος να αναγνωστεί η ψυχική ασθένεια και η απομόνωση. Μιλούσαν για την αξιοπρέπεια των ασθενών, για τα πειράματά τους. Υπήρχαν άνθρωποι που είχαν ξαναρχίσει να μιλάνε μετά από δεκαετίες αλαλίας.

Μια ατμόσφαιρα πεφωτισμένη, που όμως αλλοιώνεται από την «οπτική» ενός μικρού κοριτσιού.

Ναι, αλλά εκείνη τη φορά που η μικρή κόρη ενός από τους γιατρούς με ρώτησε γιατί έγερνα το κεφάλι μου, στο τραπέζι βασίλευσε η σιωπή, ίσως γιατί υπερίσχυσαν οι σκέψεις οι πολιτικώς ορθές. “Γιατί έτσι βλέπω καλύτερα”, απάντησα ξερά. Οι μεγάλοι, ακόμη και οι καλύτεροι, δυσκολεύονται να ονοματίσουν τα πράγματα.

Ακόμη και στο σπίτι του Μπαζάλια φτάνει ο Μάης του ’68, αλλά δεν υπάρχει πρόβλημα. Ο πατέρας της γίνεται ένα σύμβολο του κινήματος. Και η κόρη δεν μπορεί να τον αμφισβητήσει.

Δε θέλησα ποτέ να σκοτώσω τον πατέρα μου, αν αυτό εννοείτε. Έκανα ομως μεγάλους καυγάδες. Ακόμη και όταν ξεκίνησα να σπουδάζω ψυχολογία – κι εκείνος μου έλεγε “καλά, είσαι τρελή;”- τον προκαλούσα με την ιστορία της εγγονής του Φρόυντ. Δε μου αρκούσε να είμαι η κόρη του Μπαζάλια: για παππού ήθελα τον Φρόυντ. Βεβαίως, δεν αισθάνθηκα ποτέ ανταγωνισμό, γιατί η οικογένειά μου ήταν διαφορετική από τις άλλες. Κι εγώ ήμουνα καλά. Ίσως δεν είχα καν τον χρόνο να το αμφισβητήσω: όταν πέθανε δεν ήμουν ούτε εικοσσιτεσσάρων ετών. Ήμουν ακόμη πολύ κόρη.

Και μάλιστα μια κόρη λίγο ζηλιάρα. Στις φοιτητικές συνελεύσεις επικροτούσαν τον πατέρα της πανέμορφα κορίτσια.

Ναι, το παραδέχομαι: είχε γίνει ένας rockstar κι όλο αυτό με ενοχλούσε πολύ. Μια φορά στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας έφτασε μια φοιτήτρια ψηλή και μελαχρινή, που έφτασε στην πρώτη γραμμή σπρώχνοντάς με προς τα πίσω. Φοβήθηκα πολύ. Παιζόταν όμως μια πολιτιστική επανάσταση κι εγώ αισθανόμουν μέρος της.

Κι εκείνος, πώς αντιδρούσε στη δημοσιότητα;

Απόλυτα άνετα. Είχε το χάρισμα της επικοινωνίας, του έβγαινε πολύ φυσικά.

Ο Τζιοβάνι Τζέρβις τον κατηγόρησε πως ήταν φυλακισμένος στην ίδια του τη φήμη.

Σ’ αυτά τα χωράφια δε θα θελα να μπω. Νομίζω πως διαφώνησαν πολύ, αλλά αυτά τα θέματα είναι δικά τους.

Είναι όμως και μια ερώτηση όσον αφορά το ύφος του. Ο Τζέρβις τον περιέγραψε ως έναν διευθυντή αυταρχικό και συγκεντρωτικό.

Φοβάμαι πως ο Τζέρβις δεν τον κατάλαβε σε βάθος. Υπήρχαν φωνές πολύ διαφορετικές, έπρεπε να βρεις τη μέση λύση. Ήταν ένα κίνημα με όλες τις αντιθέσεις του, όχι ένα ωραίο παραμύθι όπως θέλησαν να το διηγηθούν.

Τι εννοείτε με το όμορφο παραμύθι;

Κάποιοι θέλησαν αν ανάξουν τον πατέρα μου σε ένα είδος πάντρε Πίου που απελευθέρωσε τους ασθενείς από τις αλυσίδες. Ή, αντίθετα, να ο φιλόδοξος επαναστάτης που έκλεισε τα άσυλα χωρίς να ενδιαφέρεται για τις συνέπειες.

Ποιός ήταν λοιπόν ο πατέρας σας;

Απέδειξε πως το αδύνατο μπορεί να γίνει δυνατό. Δέκα χρόνια πριν από το πείραμά του, θα ήταν αδύνατο να καταστραφεί ένα άσυλο. Το είπε ακόμη και λίγο προτού πεθάνει: ίσως τα άσυλα να ξανανοίξουν, αλλά αποδείξαμε πως μπορούν να βοηθηθούν οι τρελοί και με έναν άλλο τρόπο. Δεν είχε ακόμη κερδίσει, και το ήξερε καλά. Το σχέδιό του δεν πραγματοποιήθηκε παρά μοναχά εν μέρει. Αλλά κατάφερε να χαράξει μια αλλαγή από την οποία δεν υπάρχει γυρισμός.Τώρα πρέπει να πάμε μπροστά.

Ακόμη και στο σπίτι απέδειξε πως το αδύνατο μπορεί να γίνει δυνατό.

Για την ιατρική επιστήμη εγώ θα έπρεπε να είμαι τυφλή. Τώρα δεν ξέρω αν βλέπω όπως όλοι οι άλλοι, όμως βλέπω.


Πηγή: reppublica.it,Simonetta Fiori
Απόδοση: Μ. Μαγγανάρη, Ψυχοθεραπεύτρια
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Παρακολούθηση σχολίων
Ειδοποίηση για
0 Σχόλια
Νεότερο
Το πιο παλιό Περισσότεροι ψήφοι
Inline Feedbacks
Δείτε όλα τα σχόλια