Εδώ και πολλά χρόνια, πολύ πριν από την εκδήλωση της κρίσης, η πραγματικότητα και η ωμη αλήθεια, είναι ότι το μόνο που παρέχουμε σε πολλούς νέους ανθρώπους είναι μία στείρα γνώση, αποκομμένη από την φροντίδα και την παιδαγωγική πράξη και ένα κοινωνικό πλαίσιο που ενισχύει την αμφιβολία και μία ανησυχία για το μέλλον τους.
«Ίσως σας ξαφνιάζει που δεν είμαστε φιλόξενοι», είπε ο άλλος, «δεν είναι, όμως, στις συνήθειές μας η φιλοξενία, δεν μας χρειάζονται οι ξένοι» (Κάφκα, Ο Πύργος, 1995: 22)
Αυτό το απόσπασμα του Κάφκα, ακούγεται πολύ πειστικό αν έχουμε στο νου μας ότι το τοπίο υποδοχής του άλλου είναι ένας δυστοπικός, χαοτικά απροσδιόριστος και τρομακτικός τόπος για να ζει κανείς, όπως ήταν ο περίφημος Πύργος.
Πραγματικά σε ένα τέτοιο τόπο ο άλλος ως ξένος περισσεύει, κανείς δεν επιθυμεί την προσφορά του και τη γνώση που μεταφέρει μέσα από την περιπλάνηση και το ταξίδι του, η παρουσία του βιώνεται απλά ως μια επιπλέον απειλή.
Από την άλλη, αν ανατρέξουμε στην φιλοξενία όπως αυτή νοηματοδοτείται στους αρχαίους χρόνους έχει μια τεράστια αξία αυτή να προσφέρεται αβίαστα, δίχως την επιθυμία της κυριαρχίας του οικοδεσπότη πάνω στον επισκέπτη.
Σε αυτό το πλαίσιο θέλουμε να προσκαλέσουμε σε αναστοχασμούς σχετικά με τις διαδηλώσεις των μαθητών στα Γιαννιτσά ενάντια στην συμμετοχή στο σχολείο τους, μεταναστών και προσφύγων. Αυτό το γεγονός είναι εξαιρετικά ανησυχητικό νέο, καθώς πράγματι, όπως σωστά έχει επισημανθεί, οι επιδράσεις από την ακροδεξιά ιδεολογία είναι εμφανείς.
Διαβάστε σχετικά: Σχολείο για όλους! Πόσο σημαντικό είναι για τα παιδιά να νιώθουν ισότιμα μέσα σε μία τάξη
Ωστόσο χρειάζεται μια προσοχή και ένα βάθος στις αναλύσεις μας καθώς αν μείνουμε στις πρώτες αντιδράσεις μιας θυμικής ή πολιτικής καταδίκης ενδεχομένως δεν θα μπορέσουμε να διερευνήσουμε τις αιτίες που βρίσκονται πίσω από αυτές τις πρακτικές των μαθητών, που ενισχύουν το μίσος και τον αποκλεισμό.
Έτσι ίσως το πρώτο βήμα που χρειάζεται είναι να αναλογιστούμε το βάρος της ευθύνης που φέρουμε ως ενήλικες για αυτές τις παράλογες διαμαρτυρίες.
Αυτή την ευθύνη στη καταξιωτική την ονομάζουμε Σχεσιακή Υπευθυνότητα, που σημαίνει ότι όλοι είμαστε υπεύθυνοι για το πώς συμμετέχουμε στην κατασκευή της πραγματικότητας.
Εδώ και πολλά χρόνια, πολύ πριν από την εκδήλωση της κρίσης, η πραγματικότητα και η ωμη αλήθεια, είναι ότι το μόνο που παρέχουμε σε πολλούς νέους ανθρώπους είναι μία στείρα γνώση, αποκομμένη από την φροντίδα και την παιδαγωγική πράξη και ένα κοινωνικό πλαίσιο που ενισχύει την αμφιβολία και μία ανησυχία για το μέλλον τους.
Οι νέοι άνθρωποι, είναι σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένοι σε μια διαδικτυακή κουλτούρα, στην οποία η βία δεν είναι παρά ένα video game και ο φασισμός δεν είναι επίσης παρά μια αισθητική δύναμης.
Ζουν επίσης σε μια κοινωνία που η βία διεκδικεί όλο και περισσότερο χώρο ώστε να θεωρείται φυσικό να διενεργούνται τηλεοπτικές δημοσκοπήσεις σχετικά με την ορθότητα ή μη ενός λυντσαρίσματος, όπως έγινε με την δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου. Ειδικότερα σε αυτή την περίπτωση αυτό που τρομάζει είναι ότι θεωρείται επίσης φυσικό οι παριστάμενοι να βιντεοσκοπούν αυτή τη δολοφονία.
Τα παιδιά που διαδηλώνουν στα Γιαννιτσά σήμερα και δυστυχώς και αλλού αύριο, έχουν ήδη εκτεθεί σε αυτή τη βία και σε μια γλώσσα που αναπαράγει, τις λογικές του αποκλεισμού για μια σειρά κοινωνικών ομάδων, έχουν ακόμα εξοικειωθεί με τον σεξισμό, με τους συνεχιζόμενους πνιγμούς αθώων ανθρώπων στις θάλασσες της Μεσογείου, με την υποτίμηση της ετερότητας ή με την βία της πατριαρχίας και ίσως πολλά από αυτά να έχουν υπάρξει ήδη θύματα αυτής της βίας.
Ακόμα έχουν μια ιστορική άγνοια του βάθους των ναζιστικών και των φασιστικών εγκλημάτων ενώ συχνά έχουν βιώσει οι ίδιοι απαξίωση και υποτίμηση μέσα στο σχολικό περιβάλλον.
Έτσι είναι σχεδόν «φυσικό» και ταυτόχρονα αποτρόπαιο, να είναι εκτεθειμένοι σε ιδεολογίες μίσους που τους προσκαλούν να νιώσουν δυνατοί και ασφαλείς όταν ασκούν φυσική συναισθηματική ή λεκτική βία σε κάποιον άνθρωπο πού βρίσκεται σε περισσότερο ευάλωτη θέση από αυτούς.
Οι μαθητές που διαδηλώνουν έχουν στην πραγματικότητα αποσυνδεθεί από την δύναμη τους, από τα αποθέματά τους και τον αυτοσεβασμό τους και δεν πιστεύουν ότι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα με ένα δημιουργικό τρόπο.
Στην πραγματικότητα πίσω από την επιφανειακή δύναμη εκτιμάμε πως βρίσκεται ένας τεράστιος φόβος και μια μεγάλη αγωνία για το μέλλον.
Έτσι το επόμενο βήμα είναι να στραφούν προς τη λατρεία του παρελθόντος και της ασφάλειας που προσφέρει η ομοιομορφία.
Σαν φυσική συνέπεια αναζητούν την ταυτότητά τους σε μία πατρίδα που στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ με τον τρόπο που φαντάζονται, π.χ. καθαρή και αμόλυντη από την παρουσία του ξένου.
Η Β. Ελλάδα, για παράδειγμα, είναι μία περιοχή με πολύ πλούσια κουλτούρα και ένα βαθύ πολιτισμό που είναι αποτέλεσμα των διαφορετικών πληθυσμών που έχουν ζήσει εκεί μέσα στους αιώνες. Η κλειστή πατρίδα που πιστεύουν αυτά τα παιδιά ότι είναι ένα ιδανικό μέρος δεν είναι παρά μια δυστοπία, μια πατρίδα που τα έχει ήδη οδηγήσει σε ένα απόλυτο αδιέξοδο, τα έχει αποκλείσει από την ελπίδα και την σύνδεση με το φαντασιακό.
Ταυτόχρονα τα σχολεία τα οποία προσπαθούν να κρατήσουν αμόλυντα από τους μετανάστες, είναι ήδη μολυσμένα από την κουλτούρα και την αισθητική των «καθαρών ελλήνων» και δεν είναι παρά χώροι που συνεχώς υποβιβάζονται ολοένα και περισσότερο.
Αυτά τα σχολεία δεν είναι χώροι καταξίωσης ούτε τοπία ασφάλειας και υποδοχής της εμπειρίας των μαθητών και των εκπαιδευτικών, αλλά χώροι που στην πραγματικότητα δεν μπορούν να μάθουν στα παιδιά τι σημαίνει πολιτισμός και ποια ή τι είναι η ηθική της φιλοξενίας και η συμπερίληψη.
Ο γάλλος φιλόσοφος Ζ. Ντεριντά έχει γράψει μια σειρά από κείμενα για να υποστηρίξει τη φιλοξενία άνευ όρων και για τη σημασία που έχει το να συν-κατασκευάζουμε τοπία συνύπαρξης από κοινού με τους άλλους αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι αυτά τα κείμενα δεν θα διδαχθούν ποτέ στα ελληνικά σχολεία.
Κατά συνέπεια πριν λιθοβολήσουμε τα παιδιά που διαδηλώνουν και φλερτάρουν με την ακροδεξιά, ας επιτιμήσουμε τους εαυτούς μας που ως ενήλικες τα αφήσαμε εκτεθειμένα στην ρητορική της βίας.
Προτού διακηρύξουμε, και ορθά, ότι τα σχολεία χρειάζεται ανοίξουν για να υποδεχθούν τους μετανάστες χρειάζεται αγωνιστούμε για να γίνουν χώροι συναισθηματικής και ηθικής ανάπτυξης για τα παιδιά, ήδη από το Νηπιαγωγείο και να αναπτύξουμε προγράμματα πρόληψης του μίσους.
Επίσης η ιδέα του Μπάουμαν για μια κουλτούρα και ένα πολιτισμό που θα προσκαλεί στη δημιουργία τοπίων μεικτό-φιλίας έχει μία ζωτική σημασία στις μέρες μας, αφού η φιλία είναι εξίσου πιθανή με τη φοβία και την εχθρότητα.
Η επιλογή ωστόσο της μεικτο-φοβίας και της εχθρότητας, μοιάζει αναπόφευκτη, από τη στιγμή που πιστεύουμε ότι έτσι θα υπερασπίσουμε ένα ιδεατό κεκτημένο το οποίο ωστόσο έχει χαθεί προ πολλού.
Τα παιδιά είναι σημαντικό να διδαχτούν από νωρίς, ήδη από το Νηπιαγωγείο και το Δημοτικό, την αξία που έχουν η αβεβαιότητα και η ρευστότητα και η επαφή με την ετερότητα, σαν συνθήκες δημιουργικότητας και αυτενέργειας. Υπό αυτό το πρίσμα η ιδέα της δημιουργίας των τοπίων μεικτο-φιλίας, στα οποία αλληλεπιδρούν πολιτισμοί, κουλτούρες και ετερότητες, είναι ένας τρόπος εμπλουτίσουμε τις δεξιότητές τους για τις προσκλήσεις που φέρνει η εποχή της ρευστότητας και της αβεβαιότητας.
Ας φανταστούμε για παράδειγμα ότι αυτά τα παιδιά που διαδηλώνουν ενάντια στους ξένους, θα χρειαστεί για κάποιο λόγο να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα. Εκεί θα έρθουν σε επαφή με ένα πλήθος από διαφορετικές κουλτούρες στις οποίες θα είναι ανέτοιμοι να κατανοήσουν.
Διαβάστε σχετικά: Θα πρέπει τα συναισθήματα να διδάσκονται στα σχολεία;
Εκτιμούμε λοιπόν, πως πέρα από τις καταδίκες, πως αν κάτι μας δείχνει η πορεία των μαθητών και οι αντιδράσεις τους απέναντι στους ξένους, είναι ότι υπάρχει μία αναγκαιότητα να οριστεί ξανά το νόημα που έχει το σχολείο στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Πρόσφατα είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε, σε μια ημερίδα στην Δυτική Αττική για την έννοια της καταξιωτικής παιδαγωγικής μεθόδου.
Αυτή ουσιαστικά προτείνει να αναγνωρίσουμε ότι το σχολείο εκτός από τη γνώση, είναι σημαντικό να στοχεύει ταυτόχρονα στα ακόλουθα:
- Στην ενίσχυση της συναισθηματικής νοημοσύνης των μαθητών, με εστίαση στην αναγνώριση των αποθεμάτων τους και των ονείρων που έχουν για το μέλλον τους
- Στην ενίσχυση της ηθικής νοημοσύνης, με εστίαση στο ότι οι πρακτικές βίας συνδέονται με την ματαίωση και την αυτό-υποτίμηση
- Στην ανάπτυξη μιας δημοκρατικής και συνεργατικής κουλτούρας για τη μάθηση
- Στη μάθηση ως μια δημιουργική διαδικασία που μετασχηματίζει τους αποδέκτες της, μέσα από τον κριτικό αναστοχασμό
- Στην εξοικείωση με τη διαλογικότητα και στην πολυφωνία
- Στην αξιοποίηση της ευκαιρίας το να δούμε την διαπολιτισμικότητα και την ετερότητα όχι ως απειλή και μια πρόταση για τον εμπλουτισμό της ταυτότητας
- Στην ανάπτυξη προγραμμάτων που θα φέρνουν τα παιδιά σε επαφή με την ιστορική μνήμη
- Στην ανάπτυξη τέλος μιας άλλης αισθητικής που θα θέτει σε προτεραιότητα την εξοικείωση των παιδιών με μια γλώσσα εκτίμησης και καταξίωσης της ετερότητας και θα αντιμετωπίζει ριζικά τα ζητήματα του αποκλεισμού.
Εκτιμούμε αυτά τα βήματα ως απαραίτητες συνθήκεςγια μια αλλαγή των στερεοτυπικών στάσεων και των προκαταλήψεων καθώς και για την προώθηση πρακτικών που θα ενισχύουν τις πολιτικές της για ένα συμπεριληπτικό σχολείο.
Χωρίς αυτές τις αλλαγές είναι πιθανό αύριο τα ίδια παιδιά να διαδηλώσουν κατά των ΛΟΑΤΚΙ εκπαιδευτικών, κατά των μαθητών που έχουν μαθησιακές δυσκολίες, κατά οποιουδήποτε νοιώθουν πως απειλεί την ήδη ασταθή και διασαλευμένη σταθερότητά τους.
Σε συνάρτηση όλων των ανωτέρω είναι κρίσιμο να κατανοήσουμε την αναγκαιότητα για την υλοποίηση προγραμμάτων πρόληψης για τον αποκλεισμό και την βία μέσα στη σχολική κοινότητα.
Η κινητοποίηση και η ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών σε θεματικές του αποκλεισμού μπορούν να είναι εξαιρετικά βοηθητικές προς αυτή την κατεύθυνση.
Ενδεικτικά παρουσιάζουμε εδώ το αποτέλεσμα της δουλειάς που έκανε μια ομάδα εκπαιδευτικών όσον αφορά το σχολείο ως ένα χώρο δυστοπίας και ως ένα χώρο ευτοπίας.
Ίσως έτσι έχουμε μεγαλύτερες πιθανότητες να οδηγηθούμε σε ένα μέλλον ευγένειας, όπως πολύ όμορφα μας προσκαλεί ο Ζ. Μπάουμαν.
Γράφει ο Ηλίας Γκότσης, συγγραφέας, κοινωνιολόγος και οικογενειακός-συστημικός θεραπευτής, προϊστάμενος του Τμήματος Εκπαίδευσης και Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού ΟΚΑΝΑ.
Εχει γράψει τα βιβλία «Μια Μικρή Άγνωστη Λύπη» και «Η Γραμματική των Αποθεμάτων», τα οποία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ