Η αρχική επαφή με το σχολείο, όπως και η αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος, αποτελεί ένα μεταβατικό στάδιο από μόνο του. Συγχρόνως, σε συνδυασμό με τις ποικίλες άλλες αλλαγές από τις οποίες συνοδεύεται, τόσο σε συναισθηματικό και κοινωνικό επίπεδο, δημιουργεί κάποια επίπεδα άγχους τόσο στους γονείς όσο και στα παιδιά.
Οι περισσότεροι γονείς αισθάνονται άγχος όταν πρόκειται το παιδί τους να ξεκινήσει το σχολείο, το οποίο είναι απολύτως φυσιολογικό. Εντούτοις, το άγχος που βιώνουν οι γονείς, καθώς μεταφέρεται στο παιδί, μέσα από το λόγο και τη στάση τους, μπορεί να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα και πιθανότατα να δυσκολέψει την μετάβαση και προσαρμογή του στο σχολείο. Έτσι λοιπόν, κάποια παιδιά, αν όχι τα περισσότερα, παρουσιάζουν μια ανησυχία όταν πρόκειται να ξεκινήσουν σε ένα νέο σχολείο ή γενικότερα το σχολείο.
Το άγχος που παρουσιάζεται στα παιδιά είναι επίσης αναμενόμενο και συνδέεται ως ένα βαθμό και με το άγχος του αποχωρισμού. Στα παιδιά, μπορεί να παρουσιαστεί με τη μορφή άρνησης ή επιθετικής συμπεριφοράς, με μια παλινδρόμηση συμπεριφοράς μικρότερης ηλικίας, με έντονη υπνηλία μετά το σχολείο ή κάποια πρόφαση αδιαθεσίας, περιστασιακά ή περισσότερο συστηματικά. Μπορεί να μην αισθάνονται άνετα με το να απουσιάσουν από το σπίτι για ποικίλους λόγους ή με το ότι θα αλλάξουν περιβάλλον, πρόσωπα και πρόγραμμα.
Η σχολική ετοιμότητα και κατ’επέκταση η προσαρμοστικότητα του παιδιού είναι επίσης στενά συνδεδεμένα με το άγχος αυτό. Με τον όρο σχολική ετοιμότητα, αναφερόμαστε στην κατάσταση στην οποία το παιδί έχει τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες προκειμένου να αποκτήσει νέες, καινούργιες γνώσεις και δεξιότητες, στο πλαίσιο του σχολείου και καθ’όλη τη γνωστική του ανάπτυξη. Αφορά την ωρίμανση και ανάπτυξη του παιδιού σε γνωστικό, συναισθηματικό, κοινωνικό και πνευματικό επίπεδο, που απαιτείται για τη διαδικασία μάθησης. Μιλώντας για προσαρμοστικότητα αναφερόμαστε στην ικανότητα-δεξιότητα του παιδιού να προσαρμόζεται και να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τα καινούργια δεδομένα και τις καταστάσεις. Κάποια παιδιά, είναι περισσότερο προσαρμοστικά από άλλα, όπως ακριβώς διαφέρουν και σε πολλά άλλα, καθώς το κάθε παιδί είναι μοναδικό.
Οι γονείς μπορούν να ενισχύσουν και να βοηθήσουν το παιδί να αναπτύξει τόσο την σχολική του ετοιμότητα όσο και την προσαρμοστικότητα του, ακόμα και από την βρεφική του ηλικία. Υπάρχουν δηλαδή τρόποι με τους οποίους οι γονείς μπορούν να κάνουν την μετάβαση και προσαρμογή του παιδιού λιγότερο αγχώδη, τόσο για το παιδί όσο και για τους ίδιους.
Όσον αφορά την σχολική ετοιμότητα, αυτή μπορεί να αναπτυχθεί μέσα από δραστηριότητες και παιχνίδια που αναπτύσσουν τις γνωστικές δεξιότητες, που ενθαρρύνουν την ανεξαρτησία και ενισχύουν την αυτοπεποίθηση, που βοηθούν στην ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων αλλά και προωθούν την επαφή με άλλα παιδιά. Επίσης, με την προσωπική τους επαφή με το παιδί κατά την οποία μπορούν να έρθουν πιο κοντά, οι γονείς μπορούν να ενθαρρύνουν τις συμπεριφορές που δείχνουν σεβασμό και ευγένεια αλλά και να βάλουν τα όρια που απαιτούνται ευκολότερα. Τα σταθερά όρια ενισχύουν και αυτά με τη σειρά τους την αίσθηση ασφάλειας των παιδιών και την θετική πειθαρχία, η οποία είναι απαραίτητη για την υπακοή στους κανόνες, την κοινωνική συμμόρφωση και την μετέπειτα επιβίωσή τους. Η απουσία ορίων, συχνά μπορεί να γίνει αίτιο εμφάνισης παραβατικής συμπεριφοράς και σοβαρών δυσκολιών στο σχολείο καθώς απουσιάζει αυτή η αίσθηση ασφάλειας που έχει ανάγκη το παιδί.
Ένα υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον που ενθαρρύνει την προσπάθεια περισσότερο από μια επιτυχία και αποδέχεται την αποτυχία του παιδιού, ένα πλαίσιο που έχει μια στάση αποδοχής και συναισθηματικής στήριξης, που είναι λιγότερο αυταρχικό και τιμωρικό φαίνεται να ενισχύει την προσαρμοστικότητα του παιδιού. Η συναισθηματική αυτή ασφάλεια που προκύπτει από ένα υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον διευκολύνει τη λειτουργικότητα του παιδιού και σε ένα μετέπειτα στάδιο τη διαδικασία μάθησης.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό επίσης, οι γονείς να βοηθούν το παιδί να μάθει να διαχειρίζεται και να αποδέχεται τη ματαίωση, η οποία μπορεί να έρθει ως απάντηση σε οποιαδήποτε αλλαγή βιώσει το παιδί στα πλαίσια του σχολείου και όχι μόνο, αλλά και στην απώλεια σε οποιαδήποτε μορφή της. Η αποδοχή της ματαίωσης συνδέεται με την ρεαλιστική εκτίμηση των συνθηκών και την αναγνώριση δυο πιθανών εκδοχών σε κάθε περίπτωση, όπου η ‘‘αρνητική’’ εκδοχή δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι καταστροφική. Η αποδοχή της ματαίωσης μπορεί ενδεχομένως να επέλθει λιγότερο επώδυνα μέσω της αναγνώρισης και έκφρασης των συναισθημάτων. Η αναγνώριση των διαφορετικών συναισθημάτων από το παιδί και η έκφρασή τους μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερη κατανόηση της κατάστασης και του βιώματος του παιδιού. Το πώς δηλαδή αντιλαμβάνεται την κατάσταση το ίδιο το παιδί.
Οι αλλαγές είναι μέρος της ζωής μας και της καθημερινότητάς μας. Η επαφή με το παιδί και η καθοδήγηση-στήριξή του, σε κάποιες βασικές καθημερινές καταστάσεις, μπορεί να του δώσουν τα εφόδια που απαιτούνται και έχει ανάγκη για την αντιμετώπιση των αλλαγών αυτών. Έτσι, μπορεί η αντιμετώπιση αυτή να γίνεται με λιγότερο ‘‘κόστος’’ -προσωπικό, συναισθηματικό- τόσο για τα παιδιά όσο και για τους γονείς.