Ποια πρακτικά βήματα μπορούμε να κάνουμε για να υπερ-αναλύουμε λιγότερο και να πράττουμε περισσότερο;
Από την ώρα που ξυπνάμε, βομβαρδιζόμαστε (ηθελημένα και μη) από σωρεία πληροφοριών και ερχόμαστε αντιμέτωποι με καθημερινές καταστάσεις που απαιτούν την λήψη πολλών αποφάσεων. Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι λαμβάνουμε περίπου 35.000 αποφάσεις ημερησίως, ορισμένες από αυτές είναι απλές (π.χ. τι ρούχα θα φορέσουμε το πρωί ή τι θα φάμε το μεσημέρι) και άλλες πιο περίπλοκες (π.χ. αν θα βγούμε από μια μακρόχρονη σχέση ή αν θα αξιοποιήσουμε μια νέα ευκαιρία σταδιοδρομίας).
Παρόλο που είναι σημαντικό να αναλύουμε και να «ζυγίζουμε» τους λόγους που μπορεί να μας οδηγούν σε μια σημαντική απόφαση της ζωής μας, αρκετές φορές φτάνουμε σε ένα σημείο όπου μετά από πολλή σκέψη, καταλήγουμε περισσότερο μπερδεμένοι και νοητικά εξουθενωμένοι. Σε αυτό το σημείο, νιώθουμε «ανίκανοι» να πάρουμε μια απόφαση, όσο μικρή ή μεγάλη και αν είναι, μπορεί να δυσκολευόμαστε να ανταποκριθούμε ικανοποιητικά στις απαιτήσεις της καθημερινότητάς μας και όσο περισσότερο σκεφτόμαστε τους τρόπους για να βγούμε από αυτό το αδιέξοδο, τόσο πιο παραλυμένοι και αδρανείς αισθανόμαστε.
Αυτή η κατάσταση σύγχυσης, χάους και νοητικής εξουθένωσης στην οποία περιερχόμαστε μετά από υπερβολική σκέψη για κάτι που πρόκειται να κάνουμε και η οποία δεν μας επιτρέπει να πάρουμε μια ξεκάθαρη και σίγουρη απόφαση ώστε να προχωρήσουμε μπροστά στη ζωή μας, περιγράφεται ως «υπερ-ανάλυση-παράλυση» και ενώ δεν αποτελεί ψυχιατρική διάγνωση, συναντάται ως σύμπτωμα σε κάποιες αγχώδεις, συναισθηματικές (π.χ. κατάθλιψη) και νευρο-αναπτυξιακές διαταραχές (ΔΕΠΥ).
Πως όμως καταλαβαίνουμε πότε ξεπερνάμε το όριο της ανάλυσης που φέρνει αποτελέσματα και μας βοηθά να πάρουμε μια απόφαση και φτάνουμε στην υπερ–ανάλυση – την εξέταση ποικίλων απόψεων, την προσπάθεια συλλογής όλων των διαθέσιμων πληροφοριών και την πρόβλεψη όλων των πιθανών εκβάσεων – που μας οδηγεί στη σύγχυση, στην εξουθένωση και τελικά στην παράλυση (έλλειψη δράσης);
Σε ποιες αποφάσεις της ζωής συνήθως υπερ-αναλύουμε με αποτέλεσμα να σαμποτάρουμε, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, την προσπάθεια επίτευξης των στόχων μας; Ποια χαρακτηριστικά προσωπικότητας σχετίζονται με την υπερ-ανάλυση; Πως η υπερ-ανάλυση είναι ένας τρόπος να ελέγξουμε και να αποφύγουμε τα συναισθηματικά μας προβλήματα; Και τέλος, ποια πρακτικά βήματα μπορούμε να κάνουμε για να υπερ-αναλύουμε λιγότερο και να πράττουμε περισσότερο;
Σε ποιες καταστάσεις της ζωής μας υπερ-αναλύουμε;
Ορισμένες αποφάσεις που παίρνουμε είναι απλές και είναι πιθανό να μην μας δυσκολεύει η λήψη τους. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένοι τύποι αποφάσεων που μπορεί να οδηγήσουν στην υπερ-ανάλυση, συμπεριλαμβανομένων αυτών που σχετίζονται με:
- την επιλογή της σταδιοδρομίας μας,
- τη δημιουργία οικογένειας,
- τον γάμο και τις σχέσεις,
- τα οικονομικά.
Επειδή οι αποφάσεις σε αυτούς τους τομείς μπορούν να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό την ευημερία μας, το μέλλον μας και τους αγαπημένους μας, είναι κατανοητό ότι αυτά τα θέματα, απαιτούν μια πιο σχολαστική, προσεκτική και εις βάθος ανάλυση πριν λάβουμε μια απόφαση. Ο κίνδυνος να κάνουμε μια «λάνθασμένη» επιλογή σε οποιονδήποτε από αυτούς τους τομείς της ζωής μας, μας οδηγεί σε υπερβολική σκέψη και στην επιθυμία να πάρουμε τη γνώμη πολλών ανθρώπων.
Έτσι, στην προσπάθειά μας να βρούμε βοήθεια στη λήψη αποφάσεων μέσω της συλλογής πληροφοριών και του συνεχούς προβληματισμού, καταλήγουμε στην πραγματικότητα να καταναλώνουμε πολύτιμο χρόνο μένοντας άπραγοι και πιο μπερδεμένοι από ότι στην αρχή.
Διαβάστε σχετικά: H Ψυχολογία της Υπερανάλυσης
Υπερ-ανάλυση: Πως την αναγνωρίζουμε και τι συνέπειες έχει;
Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της ανάλυσης και της υπερ-ανάλυσης μπαίνει εκεί που η περισσότερη σκέψη αρχίζει να καθιστά τη δράση λιγότερο πιθανή παρά πιο… πιθανή. Οι συνέπειες καθώς περνάμε το όριο της ανάλυσης και φτάνουμε στην υπερανάλυση είναι πολλές:
- Η υπερ-ανάλυση μειώνει την απόδοσή μας σε νοητικά απαιτητικές δοκιμασίες.
Η εργαζόμενη μνήμη (working memory) είναι μια λειτουργία του εγκεφάλου που παίζει κυρίαρχο ρόλο σε γνωστικές διεργασίες υψηλού επιπέδου, όπως η μάθηση. Εν συντομία, η εργαζόμενη μνήμη μας επιτρέπει να επικεντρωθούμε στις πληροφορίες που χρειαζόμαστε για να κάνουμε τα πράγματα τη στιγμή που θέλουμε τα κάνουμε. Αλλά, δυστυχώς, δε μπορεί να συγκρατήσει παρά μόνο έναν περιορισμένο αριθμό πληροφοριών κάθε φορά. Μόλις εξαντληθεί η χωρητικότητά της, δεν μπορούμε να συγκρατήσουμε τίποτα περισσότερο εκεί.
Όταν υπερ-αναλύουμε όμως, οι επαναλαμβανόμενες σκέψεις, η ανησυχία και η αυτο-αμφισβήτηση, εξαντλούν πολύ γρήγορα την χωρητικότητα της που είναι απαραίτητη για να ολοκληρώσουμε κάποιες νοητικά απαιτητικές δοκιμασίες, προκαλώντας πιο γρήγορη πτώση της απόδοσής μας από το αναμενόμενο.
- Η υπερ-ανάλυση μειώνει τη δημιουργικότητά μας.
Σε μια πρόσφατη μελέτη του Πανεπιστημίου του Stanford στην οποία χρησιμοποιήθηκαν τεχνικές απεικόνισης του εγκεφάλου, βρέθηκε ότι οι συμμετέχοντες που αφιέρωναν περισσότερη σκέψη κατά τη διάρκεια εκτέλεσης μιας δοκιμασίας (να κάνουν ένα σχέδιο ζωγραφικής μέσα σε 30 δευτερόλεπτα καθώς έβλεπαν μια λέξη στην οθόνη ενός υπολογιστή), χρησιμοποιούσαν περισσότερο τον προμετωπιαίο φλοιό που συνδέεται με τις ανώτερες γνωστικές διεργασίες, αλλά δυσκολεύονταν περισσότερο κατά την υλοποίηση αυτών των σχεδίων.
Αντίθετα, οι συμμετέχοντες που χρησιμοποιούσαν περισσότερο την παρεγκεφαλίδα (μια περιοχή του εγκεφάλου που συνδέεται με την λεπτή κινητικότητα), δεν αφιέρωναν τόσο χρόνο στο να σκεφτούν την λέξη ώστε να παράγουν το αντίστοιχο σχέδιο και ολοκλήρωναν με περισσότερη ευκολία κάποια σχέδια τα οποία έπειτα αξιολογήθηκαν και ως πιο πρωτότυπα.
- Η υπερ-ανάλυση μειώνει τη δυνατή θέληση.
Οι ενέργειες που κάνουμε αυτόματα, όπως το βούρτσισμα των δοντιών μας, χρειάζονται λίγη δυνατή θέληση. Ωστόσο, όταν αγωνιούμε διαρκώς για μια σημαντική απόφαση που καλούμαστε να λάβουμε, εξαντλούμε την διαθέσιμη δύναμη της θέλησης πολύ πιο γρήγορα πριν καν αναλάβουμε δράση και ως εκ τούτου δεν δίνουμε στον εαυτό μας την ευκαιρία να διαπιστώσει εμπειρικά ποιες από τις δυσκολίες που περιμένουμε να προκύψουν, προκύπτουν στην πραγματικότητα και αν όντως δεν είναι ρεαλιστικά εφικτό να τις υπερβούμε.
- Η υπερ-ανάλυση μας κάνει λιγότερο ευτυχισμένους.
Ο οικονομολόγος Herman Simon, πριν από 60 χρόνια περίπου, δημιούργησε τον όρο «satisficers» για να περιγράψει τους ανθρώπους που λαμβάνουν αποφάσεις με σκοπό να βρουν μια επαρκή λύση, αλλά όχι την… βέλτιστη λύση.
Αντίθετα, χρησιμοποίησε τον όρο «maximizers» αναφερόμενος σε ανθρώπους που χαρακτηρίζονται από την επιθυμία να λαμβάνουν την καλύτερη δυνατή απόφαση κάθε φορά. Για παράδειγμα, οι «maximizers», ακόμα κι αν δουν ένα αυτοκίνητο που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις τους, δεν μπορούν να πάρουν μια απόφαση να το αγοράσουν μέχρι να εξετάσουν κάθε άλλη διαθέσιμη επιλογή η οποία μπορεί να αποδειχθεί καλύτερη από την… προηγούμενη.
Οι έρευνες δείχνουν ότι οι «maximizers» συνήθως υπερ-αναλύουν πριν προχωρήσουν στην λήψη μιας απόφασης και αυτό φαίνεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ευτυχία και την ευημερία τους. Σε τέσσερις διαφορετικές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν από το Swarthmore College που μελέτησαν τις ψυχολογικές επιπτώσεις αυτών των δύο στυλ λήψης αποφάσεων, βρέθηκε ότι:
- Οι «maximizers» ήταν πιο πιθανό να εμπλακούν σε κοινωνική σύγκριση και να έχουν αντιπραγματική σκέψη («τι θα γινόταν αν είχα κάνει μια άλλη επιλογή τότε
- Οι «maximizers» βίωσαν λιγότερη ευτυχία μετά τη λήψη μιας καταναλωτικής απόφασης σε σύγκριση με τους «satisficers».
- Οι «maximizers» παρουσίασαν μεγαλύτερη αύξηση της αρνητικής τους διάθεσης όταν δεν είχαν τόσο καλή απόδοση σε μια δοκιμασία όσο οι «satisficers».
Οι ερευνητές συμπέραναν ότι αν και η ανάλυση κάθε επιλογής με σκοπό την αναζήτηση της καλύτερης μπορεί να οδηγήσει σε ένα αντικειμενικά βέλτιστο αποτέλεσμα σε ορισμένες περιπτώσεις, η μεγιστοποίηση τελικά οδηγεί μακροπρόθεσμα σε περισσότερο άγχος, λύπη, λιγότερη ευτυχία και ικανοποίηση με τις αποφάσεις μας και κατ’ επέκταση με την ζωή μας.
Προσωπικότητα: Πως συνδέεται με την υπερ-ανάλυση;
Παρόλο που όλοι οι άνθρωποι, κάποιες φορές, υπερ-αναλύουμε, κάποιοι από εμάς, τείνουμε να το κάνουμε περισσότερο εξαιτίας κάποιων γνωρισμάτων που αφορούν την προσωπικότητά μας. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι που υπερ-αναλύουν, τείνουν να:
- Σκέφτονται διχοτομικά – αναλύουν δηλαδή μια απόφαση χρησιμοποιώντας αυστηρά όρους όπως «καλό ή κακό», «όλα ή τίποτα», «σωστό ή λανθασμένο». Αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να βρεθούν σε μεγαλύτερη σύγχυση όταν μια απόφαση δεν ταιριάζει ξεκάθαρα στη μία ή την άλλη κατηγορία. Ωστόσο, παρόλο που ορισμένες αποφάσεις μπορεί να είναι προφανείς και εύκολες στη λήψη τους, κάποιες άλλες απαιτούν μεγαλύτερη συναισθηματική ή γνωστική ευελιξία. Όταν βλέπουμε τον κόσμο πιο άκαμπτα όμως, οι μεγάλες αποφάσεις μπορεί να προκαλέσουν ταραχή και να ωθήσουν τους ανθρώπους να θέλουν να απομακρυνθούν από την ευθύνη της επιλογής τους.
- Λειτουργούν τελειοθηρικά θέλοντας να ικανοποιούν πάντα τους άλλους – η τάση μας να έχουμε όλα τα πράγματα σε τάξη μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα όταν αντιμετωπίζουμε αποφάσεις σχετικά με τις σχέσεις, τους μελλοντικούς στόχους, την καριέρα ή την οικογένεια. Παρά τις προσπάθειές μας να μην στεναχωρήσουμε τους άλλους, πιέζουμε τον εαυτό μας να ανταποκριθεί στις προσδοκίες τους για να νιώσουν εκείνοι και έπειτα εμείς καλά με τον εαυτό μας. Ωστόσο, ό,τι και να κάνουμε, δεν μπορούμε να ελέγξουμε τα συναισθήματα των άλλων, ούτε να προβλέψουμε πως θα ανταποκριθούν εκείνοι σε μια στάση ή συμπεριφορά μας.
- Αισθάνονται έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στον εαυτό τους. Κάποιοι δεν έχουν εξασκηθεί αρκετά στο να κάνουν επιλογές και να αναλαμβάνουν την ευθύνη γι’ αυτές επειδή εξαρτώνται από άλλους ανθρώπους, ενώ άλλοι μπορεί να βίωσαν τον πόνο μιας όχι και τόσο καλής επιλογής και παραμένουν αδρανείς για να αποφύγουν έναν ακόμα μελλοντικό πόνο. Και στις δύο περιπτώσεις, ο εξαρτημένος ή παθητικός τρόπος που λειτουργεί το άτομο στη ζωή του ενισχύει περισσότερο την ανασφάλειά του με αποτέλεσμα να νιώθει ολοένα και πιο ανίκανο να πάρει αποφάσεις και να προχωρήσει σε θετικές αλλαγές.
Υπερ-ανάλυση: Τι αποφεύγουμε στην πραγματικότητα;
Η υπερ-ανάλυση των καταστάσεων συχνά μας αποπροσανατολίζει από τις δύσκολες αλήθειες με τις οποίες καλούμαστε να έρθουμε αντιμέτωποι μέσα στην καθημερινότητά μας: ότι κάποιος/α μπορεί να μας άφησε επειδή απλώς δεν του/ης αρέσαμε αρκετά ώστε να αφιερώσει τον χρόνο που θα θέλαμε σε εμάς, ότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι η νέα μας επιχείρηση θα είναι επιτυχημένη ακόμα και αν οραματιζόμασταν πάντα τον εαυτό μας σε μια τέτοια θέση, ότι ό,τι κι αν πούμε σε κάποιον/α όταν τον γνωρίσουμε, υπάρχει πάντα η πιθανότητα να μας απορρίψει, ότι όσο κι αν σχεδιάζουμε και προγραμματίζουμε κάθε λεπτό των διακοπών μας, υπάρχει η πιθανότητα να μην απολαύσουμε κάποια στιγμές μας εκεί, ότι η λήξη μιας μακρόχρονης σχέσης θα είναι επώδυνη, ανεξάρτητα από τον τρόπο που θα επιλέξουμε να απομακρυνθούμε.
Πίσω από αυτές τις δύσκολες αλήθειες λοιπόν, υπάρχουν έντονα, τρομακτικά και επώδυνα συναισθήματα που αποφεύγουμε γιατί πυροδοτούν έντονο άγχος που δυσκολευόμαστε να αντέξουμε. Μέσω της διανοητικοποίησης και της υπερβολικής σκέψης, προσπαθούμε να ελέγξουμε αυτά τα συναισθήματα με αποτέλεσμα να τα εγκλωβίζουμε στο μυαλό μας, να μην τα βιώνουμε στο σώμα μας και να αντιδράμε με άγχος ή ανησυχία κάθε φορά που αυτά κινητοποιούνται με αφορμή μια σημαντική απόφαση της ζωής μας.
Συχνά, κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας, παρομοιάζω την λογική με έναν χάρτη πάνω στον οποίο βλέπουμε τις πιθανές διαδρομές που μπορούμε να πάρουμε για να φτάσουμε στους πιο… θελκτικούς για εμάς προορισμούς. Ωστόσο, για να μπορέσουμε να προσανατολιστούμε στον χάρτη και να τον χρησιμοποιήσουμε προς όφελός μας, χρειαζόμαστε μια πυξίδα: τα συναισθήματά μας.
Έχοντας πρόσβαση σε όλα τα συναισθήματα λοιπόν, μπορούμε να αναγνωρίσουμε και να επικοινωνήσουμε πιο εύκολα τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας στους άλλους, να βάλουμε πιο ξεκάθαρα τα όριά μας καταλαβαίνοντας τι μας αρέσει και τι όχι, να πενθήσουμε για μια σημαντική απώλεια της ζωής μας ώστε να μπορέσουμε έπειτα να συνεχίσουμε την ζωή μας χωρίς να είμαστε καθηλωμένοι στο παρελθόν και να δημιουργούμε πιο βαθιές και ουσιαστικές σχέσεις με ανθρώπους με τους οποίους μοιραζόμαστε κοινές αξίες και όραμα στη ζωή.
Η υπερ-ανάλυση λοιπόν οδηγεί συχνά σε μια συναισθηματική παράλυση – αποφεύγουμε δύσκολα και επώδυνα συναισθήματα, ενώ ταυτόχρονα έχουμε την αίσθηση ότι πετυχαίνουμε κάτι αναλύοντας ξανά και ξανά μια κατάσταση μόνο με τη λογική. Το μυαλό μας οδηγεί σε μια ψευδαίσθηση προόδου και εξέλιξης χωρίς όμως να υπάρχει πραγματική πρόοδος ή εξέλιξη. Στο τέλος, το μυαλό υπερφορτώνεται, νιώθουμε περισσότερο άγχος και τελικά οδηγούμαστε ξανά στην αδράνεια.
Διαβάστε σχετικά: Γιατί υπεραναλύω το παρελθόν;
Υπερ-ανάλυση: Πως την ξεπερνάμε;
Σύμφωνα με την ψυχοδυναμική θεώρηση, η υπερ-ανάλυση είναι ένας αμυντικός μηχανισμός που μπλοκάρει την είσοδο κάποιων απαγορευμένων και μη αποδεκτών συναισθημάτων στη συνείδηση. Η ψυχοθεραπεία λοιπόν είναι η πιο ασφαλής και αποτελεσματική λύση για όσους παρατηρούν ότι δυσκολεύονται σε μεγάλο βαθμό να λαμβάνουν αποφάσεις επειδή νιώθουν υπερβολικό άγχος ή να λειτουργήσουν ενεργητικά και διεκδικητικά σε μεγάλο εύρος καταστάσεων αντλώντας χαρά και ικανοποίηση από τη δράση τους.
Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι πρακτικοί τρόποι που μπορούν να μας βοηθήσουν να μειώσουμε την υπερανάλυση που μπορεί να γίνεται περιοδικό πρόβλημα στην καθημερινότητά μας. Πρακτικά λοιπόν, μπορούμε να:
- Πράττουμε γρήγορα στις μικρές και καθημερινές αποφάσεις.
Όσον αφορά τις μικρότερες αποφάσεις, όπως τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ ή η επιλογή του τι θα φορέσουμε το πρωί, ο στόχος είναι να αναγκάσουμε τον εαυτό σας να πάρει μια γρήγορη απόφαση για να κινηθεί. Την επόμενη φορά που θα σκεφτείτε σε ποιο εστιατόριο θα φάτε ή τι θα φορέσετε για να βγείτε, δώστε στον εαυτό σας ίσως 5-10 λεπτά μέχρι να καταλήξετε στην απόφασή σας. Αν προσπαθήσετε να πάρετε αυτές τις απλές αποφάσεις με χρονικό περιορισμό, υπάρχουν δύο οφέλη: α) δεν θα νιώθετε αδρανείς και β) θα νιώσετε πιο σίγουροι να λαμβάνετε αντίστοιχες αποφάσεις στο άμεσο μέλλον. Να θυμάστε όμως ότι η πρακτική της γρήγορης λήψης αποφάσεων είναι ιδιαίτερα καλή για τις μικρότερες αποφάσεις, επειδή το διακύβευμα δεν είναι τόσο μεγάλο.
- Θυμηθούμε τις στιγμές που λάβαμε μια καλή απόφαση στο παρελθόν.
Όταν πρόκειται για μεγάλες και σημαντικές αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν στη ζωή, μπορούμε να υιοθετήσουμε μια πιο καθησυχαστική στάση απέναντι στον εαυτό μας. Αν ξαφνικά αισθάνεστε τρομοκρατημένοι καθώς σκέφτεστε ότι η απόφαση που καλείστε να πάρετε είναι πολύ δύσκολη, κάντε ένα βήμα πίσω και υπενθυμίστε στον εαυτό σας τις στιγμές της ζωής σας όπου πήρατε καλές αποφάσεις για εσάς και πώς καταφέρατε να ξεπεράσετε τις όποιες δυσκολίες ενείχε η υλοποίησή τους.
- Μην εξετάζουμε υπερβολικά κάθε διαθέσιμη επιλογή.
Μια λίστα με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα μπορεί μερικές φορές να είναι χρήσιμη όταν παίρνουμε μια σημαντική απόφαση, αλλά υπάρχει ένα σημείο όπου μπορεί να υπερ-φορτωνόμαστε με αχρείαστες πληροφορίες. Αν εξετάζουμε τόσες πολλές διαφορετικές επιλογές σε τόσα πολλά διαφορετικά σενάρια, στο τέλος οι επιλογές είναι αναρίθμητες με αποτέλεσμα να επικρατεί χάος και σύγχυση στο μυαλό μας. Είναι σημαντικό να ζητάμε συμβουλές και να ανατρέχουμε σε άλλες πηγές που θα μας βοηθήσουν να πάρουμε μια απόφαση, αλλά θα πρέπει παράλληλα να εμπιστευόμαστε και τον εαυτό μας, διατηρώντας το μυαλό μας όσο πιο καθαρό και ψύχραιμο γίνεται.
- Εκθέσου στην αβεβαιότητα.
Η αβεβαιότητα είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής και η ουσιαστική συμφιλίωση με αυτή την παραδοχή μπορεί να μας ανακουφίσει πραγματικά. Πολλές φορές, το να μην ξέρουμε πώς θα εξελιχθεί ένα συγκεκριμένο έργο ή μια κατάσταση της ζωής μας είναι αυτό που μας εμποδίζει να πάρουμε μια απόφαση και να προχωρήσουμε μπροστά. Ωστόσο, η μοναδική προϋπόθεση της δράσης μας δεν μπορεί να είναι η εξασφάλιση ενός θετικού αποτελέσματος – κάποιες φορές είναι σημαντικό να βρούμε πρώτα τι είναι αυτό που δεν μας ταιριάζει για να μπορέσουμε να ανακαλύψουμε αυτό που βρισκόταν κοντά μας, αλλά άθελά μας αγνοούσαμε.
Συμπέρασμα
Συχνά, η εμπιστοσύνη και η δέσμευσή μας σε έναν περιορισμένο αριθμό επιλογών είναι αυτές που καθορίζουν το αν τελικά μια απόφαση είναι «σωστή» – δηλαδή κατάλληλη για εμάς με σημείο αναφοράς το στάδιο της ζωής στο οποίο βρισκόμαστε κάθε φορά. Όταν έρχεστε αντιμέτωποι με μια δύσκολη απόφαση, αναρωτηθείτε όχι μόνο για τους λόγους που υπάρχουν πίσω από την επιλογή σας, αλλά και το τι συναισθήματα υπάρχουν μέσα σας καθώς εξετάζετε την τάδε ή την δείνα επιλογή.
Ο φόβος τις περισσότερες φορές είναι το συναίσθημα που δείχνει τον δρόμο προς το ανοίκειο – αυτό μας θυμίζει υποσυνείδητα ένα χαμένο κομμάτι της ταυτότητάς από την παιδική μας ηλικία, τις απαγορευμένες και καταπιεσμένες ορμές μας και τα συναισθήματά μας. Το να έρθουμε σε επαφή με ανοίκειο λοιπόν, με το μη βιωμένο, το τρομακτικό και το απόκοσμο κατά S. Freud, αποτελεί ευκαιρία για δομικές αλλαγές και ψυχική επούλωση, η οποία προσφέρεται συνήθως μέσα στο ασφαλές περιβάλλον της θεραπείας.
Αντί να εγκλωβιζόμαστε στην υπερ-ανάλυση λοιπόν, ας εκτεθούμε σε αυτό που φοβάστε χρησιμοποιώντας τον χρόνο και την ενέργειά μας για να καταλήξουμε σε ένα συγκεκριμένο, εφαρμόσιμο και ρεαλιστικό πλάνο. Όπως έλεγε και ο επιχειρηματίας, φιλάνθρωπος και συγγραφέας W. Clement Stone: η σκέψη δεν θα ξεπεράσει το φόβο, αλλά η δράση θα το κάνει.
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*