Είναι σπάνιο το χάρισμα κάποιος συγγραφέας με το έργο του να μας μεταφέρει μέσα στα γεγονότα πατώντας προσεκτικά πάνω στις ψυχές των ανθρώπων. Να μας κάνει να ζούμε τα γεγονότα της ιστορίας κι όχι να τα μαθαίνουμε ως γεγονότα.
Συχνά η λογοτεχνία αποκωδικοποιεί τον ανθρώπινο ψυχισμό και αποδίδει με ένα δικό της ρεαλισμό την ιστορικότητα της ζωής των ανθρώπων. Στο πλαίσιο αυτό κινείται ο Παναγιώτης Φράγκος με το παρθενικό του μυθιστόρημα “Ο στεναγμός του Ίκαρου” [1]. Ένα μνημειώδες λογοτεχνικό δημιούργημα που τολμά να συνδέσει τον άνθρωπο με την ιστορία του και παράλληλα αναδεικνύει το μεγαλείο της ψυχής να μπορεί να μεταμορφώνει τη σημασία των γεγονότων δίνοντας τους το νόημα που λαχταρά.
Ο συγγραφέας γράφει ένα λογοτεχνικό έργο με την ευαισθησία που κουβαλούν τα ποιήματα του Καβάφη. Το έργο του εκτείνεται σε ένα εύρος που κυμαίνεται από το ψυχογράφημα των ανθρώπινων συνειδήσεων έως την ιστορικότητα τους. Με φόντο το ιστορικό περίγραμμα ξεδιπλώνει τις ζωές των ηρώων του με σπαρακτικό τρόπο. Αλλά και μέσα στο πλαίσιο της ανθρώπινης ύπαρξής τους ξεδιπλώνει τη σημασία και την επίδραση της ιστορίας.
Δεν θα σας πω πολλά πράγματα για τη ροή και την πλοκή της ιστορίας για να μη την προδώσω. Θα δώσω μονάχα τις δικές μου συνειδητοποιήσεις μέσα από την ανάγνωσή της. Γιατί αν μή τι άλλο αυτός δεν είναι ο σκοπός μιας ιστορίας, να μας ευαισθητοποιήσει, να μας κάνει να στοχαστούμε πάνω στα ανθρώπινα και τα κοινωνικά διακυβεύματα.
Όλοι οι ήρωες είναι καλοφτιαχμένοι και δένουν αρμονικά με τις κοινωνικές αναφορές και το ιστορικό τους πλαίσιο. Ήρωες που προσπαθούν να υφάνουν τα δικά τους νοήματα σε ένα κόσμο που αλλάζει βίαια, που τους συμπαρασύρει καμιά φορά με αγριότητα στην αναζήτηση του εσωτερικού τους εαυτού και στη συγκρότηση ενός συμπαγούς κι αλληλέγγυου κοινωνικού δεσμού.
Στο κέντρο όλων των προσώπων, των γεγονότων, των εμπειριών, ο πόλεμος και η προσφυγιά.
Ένας πόλεμος μπορεί να τα αλλάξει όλα, τα νοήματα, τους σκοπούς, τα οράματα. Η επιβίωση σε ωθεί σε υπερβάσεις που ούτε καν διανοείται κανείς σε περίοδο ειρήνης πως μπορεί να γίνουν. Είτε προς τον ηρωισμό είτε προς την ταπείνωση.
Το απρόβλεπτο της ζωής, το μόνο που μπορούμε να προβλέψουμε πως θα συμβεί, είναι κάθε φορά ένας καλός δάσκαλος που μας πάει μπροστά και μας υπενθυμίζει το χρέος μας να τιμούμε στην καθημερινότητά μας τον πλούτο των αγαθών και των σχέσεων.
Πως μπορεί να νιώσει ελεύθερος ένας άνθρωπος όταν πήζει το σάλιο στο στόμα του από την πείνα, όταν η παγωνιά γίνεται μάνα και το δάκρυ δρόσος;
Αλήθεια πως μεταβολίζονται στον ψυχισμό μας τα τραύματα αυτού του είδους; πως φτιάχνονται οι άνθρωποι μέσα στο αμόνι της ανέχειας, της πείνας και του ολέθρου;
Τι είναι τελικά στα χέρια μας;
Αλλάζουμε την ιστορία ή μας αλλάζει δίχως να το συνειδητοποιούμε;
Ο συγγραφέας μέσα από την ιστορική δεινότητα των αφηγήσεών του μας περιδιαβαίνει στις αλήθειες που κρύβουν αλλά και φανερώνουν τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Αυτά που όταν τα ζεις δεν κατανοείς εύκολα τη δυναμική τους.
Έχει ενδιαφέρον το ερώτημα πως οργανώνονται οι άνθρωποι του λαού μέσα στη δίνη ενός πολέμου; Μαχητές, ταπεινωμένοι, δωσίλογοι, γενναίοι, αγωνιστές των ιδεών, αλλά και της καθημερινής επιβίωσης. Φόβος θανάτου παντού, όπως και νόημα ζωής παντού. Ο πόθος της λευτεριάς δίνει νόημα στους ανθρώπους. Και ‘μεις οι Έλληνες έχουμε μάθει να χτίζουμε ένα νόημα ισχυρό γύρω από τον πόθο της λευτεριάς. Αναρωτιέμαι μόνο τι νόημα δίνουμε στην ελευθερία όταν την κατακτήσουμε. Ιστορικά φαίνεται πως η ελευθερία μας διχάζει, την κλοτσάμε και δημιουργούμε ξανά τις συνθήκες μιας νέας σκλαβιάς. Σα να λέμε βγάζουμε μεταξύ μας τα μάτια μας. Εμφύλιοι διχασμοί, έχθρες, αντιζηλίες, σε μια χούφτα λαού από άκρη σε άκρη αυτού του όμορφου τόπου.
Ο συγγραφέας μας δίνει την ιστορική εικόνα μέσα από τις περιγραφές των ανθρώπινων ψυχισμών που απεικονίζονται στο κάδρο της. Εδώ την ιστορία τη γράφουν οι δρώντες άνθρωποι κι όχι οι ιστορικοί. Ο κος Φράγκος μας βάζει μέσα στο μεδούλι της ιστορίας, μέσα στο συναίσθημα και στο μυαλό όσων τη βιώσαν. Σαφώς επιλέγει τους πρωταγωνιστές του, σαν αυτή η επιλογή να θέλει να φωτίσει κάποιες πτυχές της ιστορίας, ίσως αυτές που παραμένουν ακόμη αφώτιστες και παραπονεμένες. Κι όσους κύκλους κι αν κάνει η ιστορία αυτές οι πτυχές, κι άλλες τόσες, στα χρόνια που κύλησαν μοιάζει να παραμένουν ακόμη αδικαίωτες.
Σε αυτούς τους κύκλους της ιστορίας άλλες φορές οι άνθρωποι καλούνται να δράσουν κι άλλοτε να στραφούν στα μέσα τους, στα μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα που τους κάνει η ανάγκη να δουν. Η ανάγκη σε κάνει φιλόσοφο, στοχαστή της ύπαρξης, εκεί που αναμετράσαι με τα σημαντικά και φωτίζεις αλλιώς τα ασήμαντα της ζωής. Όπως συνέβη με το Λεμονιώ, την ηρωίδα μας, όταν επιστρέφει στο νησί της, εκεί που ο συγγραφέας αναρωτιέται για τα δεδομένα της ύπαρξης, και θέτει έμμεσα το ερώτημα τι κάνει άραγε ευτυχισμένο έναν άνθρωπο, τα μεγάλα και τα σημαντικά ή η ταπεινότητα της στιγμής.
Πόσοι κόσμοι υπάρχουν κε Αλεξάνδρου; Τα μέσα μας μόνο Λεμονιώ…
Η αλήθεια βέβαια είναι πως για να αναστοχαστείς την ύπαρξή σου πιο συνειδητά χρειάζεται να επιστρέψεις στον τόπο σου, συμβολικά, μα και ίσως και κυριολεκτικά. Να βρεις τον πυρήνα σου, γύρω από τον οποίο θα φτιάξεις τους δικούς σου ομόκεντρους κύκλους ζωής. Την ενήλική σου ζωή δηλαδή, μέσα από επιλογές, επιρροές, απωθήσεις κι όλα τα στριμώγματα της εναλλαγής των γεγονότων της ιστορίας και της ιστορίας σου.
Μέσα στον κίνδυνο το πείσμα για ζωή είναι διάχυτο στο δρόμο για το νησί, την πατρίδα, τον εαυτό, τη ρίζα. Ένα άλλο ταξίδι στη δική της Ιθάκη. Έχει ο Θεός κι η μοίρα μου, λέει το Λεμονιώ. Και πάνω εκεί βρίσκεται ένας άνθρωπος να δώσει ένα χέρι βοηθείας. Γιατί γι’ αυτό είμαστε σημαντικοί οι άνθρωποι και αξίζει να λεγόμαστε άνθρωποι, όταν γινόμαστε αλληλέγγυοι και δεν σκεφτόμαστε το τομάρι μας μόνο.
Συγκλονιστικές είναι οι στιγμές που εναλλάσσονται οι διχασμοί με την αλληλεγγύη. Από τη μια ο εμφύλιος σπαραγμός, που ξεκινά μέσα στην κατοχή, και από την άλλη η ανθρωπιά και η αυτοθυσία. Για ένα κοινό σκοπό, για τη λευτεριά.
Η πείνα όμως, τι γίνεται με την πείνα; Όταν το λάδι από το καντήλι γίνεται το θαύμα της ζωής, της επιβίωσης. Το έκαμε το θαύμα ο Άγιος σώθηκε για την ώρα μια ζωή. Το σπιτικό του Άγιου έγινε το απόσκιο της Λεμονιώς, λίγο να κουρνιάσει και να ξεγελάσει την πείνα της.
Φαγί, να μη γονατίσουν οι ψυχές μας, όπως έλεγε η μάνα της Λεμονιώς…
Ξενιτιά, πόλεμος, βαραίνει η ψυχή του ανθρώπου. Πως να αντέξει ο άνθρωπος. Πως να αντέξει ένα παιδί όταν οι γονείς της, από αγάπη, απ’ την ανάγκη της επιβίωσης, τη στέλνουν δουλικό σε ξένο σπίτι, μακριά από τον τόπο τους. Άλλος πόλεμος κι αυτός, ο πόλεμος της φτώχειας και της ανέχειας.
Και τι μεγαλείο ψυχής να λέει στον εαυτό της «δεν ήτανε πρεπούμενο τα παρελθόντα να μολύνουνε το σήμερα, άλλοι χρόνοι άλλοι καιροί ανάγκες άλλες». Οι άνθρωποι δεν μπορούν να ορίσουν τη μοίρα των γεγονότων, μπορούν όμως να ορίσουν τον τρόπο που θα τα δουν. Ας είναι αυτό έστω το πλαίσιο που θα ορίζει την ελευθερία μας, αυτή η ελάχιστη έστω δυνατότητα να έχουμε την ευθύνη των επιλογών μας μέσα στις συμπληγάδες πέτρες της ιστορικής συγκυρίας.
Καθώς ο συγγραφέας μας αφηγείται τις ιστορίες των πρωταγωνιστών του στέκομαι με ευγνωμοσύνη, μεγαλύτερη ακόμη, για τα χρόνια που ζω. Γεννήθηκα μέσα στη Χούντα, μα έζησα στην ειρήνη. Σε ένα κόσμο που με τρομάζει βέβαια για το πως θα τον παραδώσουμε στα παιδιά μας και τι μας επιφυλάσσει να ζήσουμε στα στερνά μας.
Θα σταθώ και σε κάτι άλλο, συνηθίζω να λέω μια φράση «είμαστε αυτό που γινόμαστε, όταν επιστρέφουμε στο πατρικό μας σπίτι». Συγκλονιστική είναι η στιγμή που το Λεμονιώ στέκεται μπροστά στον πατέρα της και με σπαρακτικό και ενήλικο τρόπο του ζητά να συνταχτεί με το νέο που κουβαλά μαζί της. Με την πατρίδα και τη λευτεριά κι όχι με τη ρουφιανιά ή την κλειστή και στενόμυαλη κοινωνία του νησιού. Του ζητά να αποδεχθεί το νέο της εαυτό και να τον αγαπήσει και του ζητά να υπερβεί το δικό του κατεστημένο τρόπο σκέψης.
Μια νέα ζωή μέσα στα σπαράγματα της παλιάς, έτσι είναι η ξενιτιά, η προσφυγιά κι ο πόλεμος, ξεριζώνουν τις ψυχές των ανθρώπων και άντε να τις μεταφυτεύσουν! Τι άλλο απομένει όμως, έτσι είναι η ζωή έχει νόημα παντού. Το νόημα γεννιέται έτσι κι αλλιώς στις υπερβάσεις, στις ατομικές και στις συλλογικές ανάγκες που τανύουν τους ανθρώπους σε επιτεύγματα πέρα από τις δυνάμεις τους. Μα και στο καλό, εκεί που δεν επιτρέπεις την αμαρτία, δηλαδή το κόλλημα του μυαλού στα παλιά. Να τη σεβόμαστε τη ζωή και να της επιτρέπουμε να μας ταξιδεύει στη ροή της. Καλή είναι η ασφάλεια μα ας έχουμε το νου μας στις αλλαγές, αυτές που χρειάζεται να φτιάχνουμε μόνοι μας πριν τις φέρουν τα γεγονότα.
Σελ. 270: λέει ο συγγραφέας: «Αυτό ήταν. Μίλησε. Στεναχώρησε; Δεν ήξερε. Ήξερε πως στεναχωρέθηκε. Έπαψε να είναι το καλό παιδί. Ένιωθε τύψεις, που μίλησε. Ένιωθε τύψεις γιατί το χάρηκε που μίλησε. Παράξενες οι φουρτούνες στα σωθικά, σα σηκώνονται κάθε φορά που ανατρέπεται μία συνήθεια, χαλάει μια βολή του καθενός στη μιζέρια ή στην καλοπέραση».
Καθώς διάβαζα το βιβλίο θυμήθηκα τους μελοποιημένους από τον Μαρκόπουλο στίχους του Μάνου Ελευθερίου [2]
Στης ανάγκης τα θρανία
και στης φτώχειας το σχολειό
μάθαμε την κοινωνία
και τον πόνο τον παλιό
Παραπονεμένα λόγια
έχουν τα τραγούδια μας
γιατί τ’ άδικο το ζούμε
μέσα από την κούνια μας
Το σεργιάνι μας στον κόσμο
ήταν δέκα μέτρα γης
Όσο πιάνει ένα σπίτι
και ο τοίχος μιας αυλής
Παραπονεμένα λόγια
έχουν τα τραγούδια μας
γιατί τ’ άδικο το ζούμε
μέσα από την κούνια μας
Εμείς οι Έλληνες έχουμε βιώσει και παραμένουν ακόμη ανοιχτά πολλά ψυχικά τραύματα τα οποία προήλθαν από τραγικές εμπειρίες και γεγονότα. Μια ανάσα κοντά σε ιστορικούς χρόνους είναι ο πρώτος και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, η Μικρασιατική καταστροφή, η γενοκτονία των Ποντίων, η γερμανική κατοχή, ο εμφύλιος και ο μετεμφυλιακός σπαραγμός, η χούντα, το δέσιμο της χώρας στα συμφέροντα τρίτων, τα μνημόνια….
Η συναρπαστική αφήγηση του συγγραφέα μας γοητεύει αλλά μας στέλνει κι ένα σωρό μηνύματα, η αέναη διαπραγμάτευση του ανθρώπου να απαντά δημιουργικά στα ερωτήματα ποιος είμαι, που πάω και γιατί, αναδύονται μέσα από την ποικιλομορφία των γεγονότων και ειδικότερα από την απειλή του αφανισμού της ζωής. Από τον πόλεμο και την πείνα.
Γι’ αυτό κάθε φορά που θα συναντάτε έναν πρόσφυγα μη σταματά το βλέμμα σας στην εικόνα. Αυτός ο άνθρωπος κουβαλά μέσα του, μέσα στις πληγές του, όλα τα παραπάνω υπαρξιακά διακυβεύματα, ως αγωνίες ύπαρξης.
Εξάλλου κι ο αδελφός μπορεί να γίνει ξένος κι ο ξένος να γίνει αδελφός… Ποιοι είναι οι δικοί μας άνθρωποι τελικά, τι είναι πατρίδα;
Τι είναι πατρίδα, μα ότι πιάνει τον κόσμο όλο, έλεγε ο δάσκαλος στο νησί της. Ένα συμβολικό πρόσωπο που επιλέγει ο συγγραφέας για να μας μιλήσει για τη δύναμη της γνώσης και της εσωτερικής φώτισης. Για την ανάγκη η γνώση να υπηρετεί την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά.
Πατρίδα είναι κι ο τόπος, η γη, αυτή που μπορεί να μας ταΐσει, να γλυκάνει την πείνα μας. Πόσο σεβασμό χρειάζεται η μάνα γη και πόσο την τραυματίζει η ανθρώπινη απληστία!!!
Νέοι ξεριζωμοί, η ανθρώπινη απληστία ξεθωριάζει κάθε έννοια ανθρωπινότητας. Ο διαφορετικός άλλος γίνεται εχθρός και κυνηγημένος από τον ισχυρό. Γίνεται πρόσφυγας, ξεριζώνεται η ψυχή του.
Ένας νέος τόπος ανοίγεται μπροστά στη λαβωμένη ψυχή του πρόσφυγα. Όποιος έχει βιώσει αυτή την εμπειρία γνωρίζει πως η ψυχή γίνεται αλλιώτικη. Ο άνθρωπος χάνει τα στοιχεία της ταυτότητάς του. Τα στολίδια της ψυχής του. Η επιβίωση τον στοιχειώνει στα βασικά. Κουβαλά τον πόνο του διωγμού και το φόβο του ξαναριζώματος. Ο πρόσφυγας δεν είναι ίδιος, γίνεται ένας άλλος άνθρωπος. Το κατώφλι της προσφυγιάς μεταμορφώνει τον άνθρωπο σε θύμα, αλλά και ήρωα μιας ιστορίας. Σε έναν επιζήσαντα.
Η προσφυγιά είναι ένας τόπος εξορίας. Το Λεμονιώ εξόριστη στα παράλια της Τουρκίας αναζητά μέσα της ψήγματα νοήματος για να αντέξει η ψυχή της. «Ο χρόνος δεν έχει αύριο, ο χρόνος είναι πάντα και μόνο παρόν», μας λέει ο συγγραφέας. Το τώρα θέλει ψυχή και νόημα, όσο κι αν μας δυσκολεύει. Γιατί το νόημα είναι σαν το χρόνο, έχει μόνο παρόν. Ένα παρόν που το νόημα το συνδέει με τα βιώματά μας (το παρελθόν) και τα όνειρά μας (το μέλλον μας).
Σε πόσα μέρη μπορεί να ευδοκιμήσει η Λεμονιά; Αναρωτιέμαι τυχαία επέλεξε αυτό το όνομα ο συγγραφέας. Ή θέλησε όπως το κοιτώ προσωπικά να μας μιλήσει για τη δύναμη της ανθεκτικότητας, αλλά και τα όρια της. Όλα τα μπορούν οι άνθρωποι, μα κι όλα έχουν τους περιορισμούς τους. Τα γεγονότα είναι καλοί δάσκαλοι, αλλά και αμείλικτα πολλές φορές. Ο πατέρας της Λεμονιώς δεν άντεξε την προσφυγιά, πατώντας το πόδι του απέναντι έφυγε, σαν να ήθελε να ξαναταξιδέψει πίσω στην πατρίδα. Σαν σύγχρονη Ιφιγένεια το Λεμονιώ της απαγορευόταν να θρηνήσει, να αποχαιρετίσει τον γεννήτορά της. Σαν ο ξένος να μην έχει δικαίωμα ούτε στο θάνατο, όπως δεν έχει και στη ζωή.
Άμωμοι εν οδώ… γιατί στο θάνατο είμαστε όλοι ίσοι.
Στη ζωή; στη ζωή είναι αλλιώς τα πράγματα…
Καλή τύχη, μείνε ζωντανός. Είναι η ευχή του πολέμου, της εξορίας, της πείνας. Η επιβίωση γίνεται το απόλυτο νόημα. Οι σαραβαλιασμένες ψυχές στοιβάζονται και η αξιοπρέπεια συνθλίβεται στις μυλόπετρες της πείνας.
Ζήσε και για μας, λένε όσοι χαθήκανε ή μείνανε πίσω…
Ο πόλεμος, η προσφυγιά σε κατακτούν όπως το λάδι που σου βάζει ο παπάς, σε ξαναβαπτίζει, είσαι άλλος. Η μνήμη χάνεται, το μέλλον χάνεται, το παρόν γίνεται ένα ναρκωτικό για να αντέξουν οι αισθήσεις. Για να αντέξει ο άνθρωπος τον πόνο, την δυστυχία, την ταπείνωση, μα κυρίως την πείνα.
Που τη βρίσκουν οι άνθρωποι την ελπίδα αναρωτιέμαι. Τι τους κάνει δυνατούς; Μα πάλι θα πω το νόημα, η ίδια η ζωή, οι άλλοι που περιμένουν, οι μικρές ανάσες και τα μεγάλα όνειρα. Ίσως δεν είναι τυχαίο που πάντα κάποιος μένει πίσω, σαν φώλι που περιμένει ως μήτρα να ξαναγεννηθούν οι άνθρωποι και να ξανασυναντηθούν μεταξύ τους και με τα νοήματά τους. Αν κάποιος σε περιμένει, έχεις κάτι να περιμένεις. Όταν το μέλλον είναι ζόρικο το παρελθόν γίνεται το μέλλον που λαχταράς. Και απαλύνει τον πόνο του τώρα.
Πως να νιώσεις ελεύθερος μέσα στη δίνη της προσφυγιάς; Τι σημασία έχει ο άνθρωπος όταν του δίνουν μια ανοίκεια ταυτότητα; Τι σε περιμένει σε ένα καμιόνι που δεν γνωρίζεις προς τα που πηγαίνει; Ίσως αυτό που έχει σημασία Λεμονιώ είναι πως όλα αυτά τα σκέφτεσαι, θα της πω παρηγορητικά. Η αυτοσυνειδησία είναι ένα παράθυρο νοήματος, ένα παράθυρο προς την ελευθερία.
Σελ. 190: «Ο θυμός γίνεται οργή, η οργή βλαστήμια, η βλαστήμια παράπονο, ένα σουβλερό παράπονο χωρίς φωνή και λυγμό, που σε σέρνει στο ξέντυμα των πραγμάτων για να ανακαλύψεις τη μοναξιά. Μοναξιά εγκαταλειμμένη κι από τον εαυτό της κι αυτή μονάχη, σαν ηχώ που χάνεται στην αναζήτηση του εαυτού της», γράφει ο συγγραφέας.
Το παράπονο της προσφυγοπούλας Λεμονιώς γίνεται ο νέος σκοπός, το καινούργιο τραγούδι της ζωής της. Ο πρόσφυγας αγγίζει την υπαρξιακή του μοναξιά, αν την παλέψει τότε θα ζήσει. Θα ζήσει όπως ορίζει το ανθρώπινο πεπρωμένο, μόνος μαζί με άλλους ανθρώπους.
Νέα χώρα, νέα ζωή, νέες προοπτικές, έστω και από το πουθενά. Έτσι είναι η ζωή, όπου και να πετάξεις ένα σπόρο κάπως αυτός θα προσπαθήσει να ανθήσει.
Αν παρατηρείς σωστά τότε ο πόνος και το πάθος, η ευτυχία και η αδιαφορία που γεννούν και που αφήνουν τα χνάρια τους στα πρόσωπα και στις ψυχές μας είναι που δίνουν νόημα στη ζωή. Εκεί θα βρεις και την ομορφιά στους ανθρώπους.
Τα μάτια μεγαλώνουν στο σκοτάδι, γινόμαστε πιο σοφοί καμιά φορά όταν παλεύουμε τις δυσκολίες. Η ευτυχία, μας λέει ο συγγραφέας, παραπλανά και η δυστυχία μπορεί να εγείρει τον πόνο σε ελπίδα εάν προλάβει και δεν γίνει μίσος (σελ. 219).
Το ψυχικό τραύμα γίνεται η ρωγμή να φυτευτούν νέοι σπόροι. Στα ρημάδια της ζωής ξαναχτίζονται οι ελπίδες μιας νέας, αρκεί να προστατέψεις τις αξίες σου. Το είναι σου στο κέντρο, ο πυρηνικός σου εαυτός, να κρατιέται αναμμένος. Η ελπίδα και η λησμονιά, είναι το χαρμάνι της νέας ζωής, εκεί που θα ανθίσουν οι νέοι έρωτες, όχι σαν τους παλιούς, ίσως με καλύτερη ανθοφορία, όπως της Λεμονιώς, ίσως όχι. Όταν συναντιούνται δύο ψυχές με τις ίδιες λαβωματιές αυτός που τις έχει επουλώσει κάπως μπορεί να γίνει ο θεραπευτής των τραυμάτων και των άλλων. Οι άνθρωποι μπορούν να γιατρέψουν τα τραύματά μας και μόνο αυτοί. Η αποδοχή τους και η αγάπη τους, η αλληλοεκτίμηση, η αλληλεγγύη, ο σεβασμός. Ο κοινός πόνος γίνεται το χωράφι για να νιώσουν οι άνθρωποι μια νέα πατρίδα. Για να έχει ξανά νόημα η ζωή τους…
Όλα να τα λέμε Λεμονιώ -της λέει ο άντρας της- για να αντέξει η σχέση μας, είναι η φράση που ζυμώνει την ανθρώπινη ανάγκη για μοίρασμα και στοιχειοθετεί το μεγαλειώδες αλλά και δύσκολο εγχείρημα των ανθρώπινων σχέσεων.
Ωστόσο ο φόβος και η παρρησία πάνε καμιά φορά μαζί. Η από φόβο σιωπή πληγώνει την ψυχή, μονάχα στη σιωπή του εσωτερικού σου εαυτού θα βρεις την πνευματικότητά σου, αναφέρει ο συγγραφέας διά στόματος ενός αρχιμανδρίτη, θείου του άντρα της Λεμονιώς. Αυτές οι έννοιες ανοίγουν το δρόμο για μια νέα μετανάστευση, ο φόβος και η παρρησία. Η ανάγκη να θραφεί διαφορετικά η ζωή. Πόσες τέτοιες περιπτώσεις ανθρώπων δε γνωρίζουμε. Ανθρώπων που αναζητούν μια άλλη τύχη και παίρνουν το ρίσκο να μεταφυτευτούν σε άλλους τόπους κι άλλους πολιτισμούς.
Έκαστος κατά διάνοια τολμάν επικαλείστε…
Ο φόβος του φόβου, ο πειρασμός της εξουσίας, η φθορά και η διαφθορά, η ταπείνωση και η γενναιότητα. Η ζωή κι ο θάνατος. Οι ουρανοί τους χωράνε όλους, η γης ελάχιστους. Οι άνθρωποι γίνονται θεοί και αποκτούν δικαίωμα στις ζωές των άλλων. Οι θρησκείες μπροστά, αιμοσταγείς κι αδυσώπητες, παρήγορες και θεραπευτικές. Καταδιωκόμενοι και διώκτες ένα ανθρώπινο χαρμάνι. Και παντού ο φόβος, ο φόβος του άλλου, της επικράτησης του άλλου σαν η γης να μη μας χωρά όλους. Σα να βγαίνει η ανάγκη της επιβίωσης, αντάμα με την απληστία, κρατώντας σπαθί στο χέρι της και να ποτίζει με αίμα τη γης για να χορτάσει. Με το αίμα των αδελφών. Όπως συμβαίνει και σήμερα, χρόνια μετά τα γεγονότα που αφηγείται ο συγγραφέας, στους ίδιους τόπους, στα ίδια διακυβεύματα.
Ανθρώπων έργα στους κύκλους που κάνει η ιστορία. Οι άνθρωποι γίνονται το λίπασμα για να ανθίσουν οι κοινωνίες, χάνονται και βρίσκονται για να ξαναχαθούν σε μια προαιώνια διεργασία που λίγα λογιάζουμε πως και γιατί γίνεται. Κι ας έχουμε αναπτυχθεί τεχνολογικά κι ας έχουμε κυριαρχήσει (έχουμε στ’ αλήθεια) στη φύση. Την ανθρώπινη φύση ακόμη δεν τη μάθαμε, ωστόσο μάθαμε πως είναι στο χέρι μας.
Τάφος σιωπή λαλεί, στο χέρι μας είναι μοίρα του ανθρώπου να αναμορφώνει τη μοίρα του, αναφέρει προς το τέλος ο συγγραφέας.
Το γλυκό ψωμί, η γλυκιά κουβέντα, τα χείλη που μας ξεδιψάσουν, τα ζυμωμένα βιώματα, αυτό είναι η ζωή, η ζωή της Λεμονιώς και του Σταύρου Πρωτοσυγγέλου.
Κι όλα μοιάζαν ουρανός
Και ψωμί σπιτίσιο
Όλα μοιάζαν ουρανός
Και γλυκό γλυκό ψωμί [3]
Είναι πατρίδα ο γάμος, είναι οι σχέσεις ο τόπος που θα κατοικήσει η ευτυχία μας;
Αδιαμφισβήτητα θα έλεγα και μέσω της σπουδής μου στον ανθρώπινο ψυχισμό ασκώντας περίπου τρεις δεκαετίες το επάγγελμα του ψυχοθεραπευτή. Οι σχέσεις, οι άνθρωποι, είναι το ρεύμα που φορτίζουμε την ύπαρξη μας με φως. Η διεργασία της φωτοσύνθεσης του ανθρώπου πραγματοποιείται στο πεδίο των σχέσεων, στην επανάσταση του καλού, στο μοίρασμα. Σαν κι αυτό μεταξύ του Λεμονιού και του Σταύρου. Που η ζωή τους έμαθε όχι μόνο να αγωνίζονται μα και να σκέφτονται, να μοιράζονται, να προσπαθούν για το καλό. Δύο ανθρώπους που βιώσαν την προσφυγιά και τη μεταμορφώσανε σε μια συνθήκη αέναης μετάβασης σε κάτι καλύτερο, σε ένα καλύτερο εαυτό, σε μια καλύτερη σχέση με τους άλλους, σε ένα καλύτερο τόπο.
Εξάλλου η ζωή δε σε αφήνει ποτέ ήσυχο, τα γεγονότα έρχονται δίχως να μας λαμβάνουν υπόψη. Και πάντα μας ζητούν απαντήσεις και πάντα μας αναγκάζουν σε μεταμορφώσεις. Μέσα στη δίνη και στις εναλλαγές των γεγονότων μονάχα εμείς μπορούμε να σώσουμε τις ψυχές μας και να τις δώσουμε το νόημα που θα τις θρέψει για να μας θρέψουν κι εκείνες.
Όπως λέει ο συγγραφέας δεν είμαστε υπεύθυνοι για τη μοίρα μας αλλά για την προσπάθεια να την αλλάξουμε. Το πεπρωμένο σα να λέμε είναι οι επιλογές μας, ο βαθύς σκοπός που θα μπλέξουμε τις ζωές μας και θα πορευτούμε εν ειρήνη προς το τέλος.
Σε αυτή την πορεία της ζωής πολλές φορές θα παλέψουμε, θα πιστέψουμε, θα απαρνηθούμε, θα μετακινηθούμε. Αλίμονο αν γίνει αλλιώς, αν μείνουμε εμονικά εστιασμένοι σε ένα νόημα, σε μια πλευρά της ιστορίας, σε μια εκδοχή του εαυτού μας. Η ζωή μας καλεί σε ένα συνεχόμενο ταξίδι εντός μας, σε μια διαρκή αναζήτηση του ασυνειδήτου μας. Η ζωή είναι σαν ένας γάμος, απαιτεί συνεχείς συνθέσεις και ανασυνθέσεις. Μας βάζει σε μπελάδες μα κάνει και χατήρια. Κυρίως όμως χρειάζεται να την τροφοδοτούμε με νοήματα εάν θέλουμε να είναι γεμάτη και να τη ζούμε ως το μεδούλι. Η ζωή μας είναι σαν ένα παιδί που θέλει τη φροντίδα μας κι αυτό με τη σειρά του θα μας δώσει πίσω πολλά ανταλλάγματα.
Η αλήθεια πάει πακέτο με την αμαρτία, το κακό αποδεικνύει την ύπαρξη του καλού, όπως το σκοτάδι μαρτυρά την ύπαρξη του φωτός.
Το μεγαλειώδες μυθιστόρημα που κρατάμε στα χέρια μας είναι ένα συγκλονιστικό αφήγημα για την ύπαρξη και τους σκοπούς της ζωής. Για το νόημα, τη μοίρα, τις επιλογές και τη δυνατότητα του ανθρώπου να ζει συνειδητά. Να αρπάξει τη ζωή και να ορίσει το πεπρωμένο του, το πεπρωμένο του όχι τα γεγονότα. Γιατί ίσως αυτό είναι το μεγαλύτερό μας λάθος, θέλουμε να ελέγξουμε τα γεγονότα κι όχι τις δικές μας επιλογές σε ότι μας φέρνει η ζωή.
Το Λεμονιώ φωτίζει το δρόμο…
Από τη φτωχική Ικαρία και τη δουλική εργασία στην Αθήνα, από τη ζωή που επιλέγουν οι άλλοι, μέχρι τους φωτισμένους διαδρόμους της πνευματικότητας που εκείνη θα ορίσει για τον εαυτό της. Μια διαδρομή που όπως λέει η ίδια «λίγα γράμματα έμαθα μα το μυαλό μου καλά με οδήγησε μέχρι τώρα στη ζωή». Η ζωή της Λεμονιώς αφήνει μια πικρόγλυκη γεύση πως όποια κι αν είναι η αφετηρία, όσες πίκρες κι αν φέρει η ζωή, εμείς μπορούμε να τη γλυκάνουμε με τα δικά μας νοήματα.
Το Λεμονιώ είναι μια γυναίκα που τολμά να αφήσει ακόμη και τα σίγουρα όταν νιώθει πως η ζωή της δεν αξιώνεται. Σαν να λέει πως δεν θα αφήσει τους αγώνες και τις θυσίες να πάνε χαμένες. Σαν να λέει πως το νόημα δεν βρίσκεται στην ασφάλεια μα στην διεκδίκηση να υπάρχουμε ισότιμα. Έστω κι αν ο τελευταίος σταθμός του ταξιδιού της προσφυγοπούλας προς τη διεκδίκηση αυτή είναι η άνια. Εξάλλου η άνια την έβαλε αυτή τη φορά σε θέση φροντίδας. Για πρώτη φορά η προσφυγοπούλα από την Ικαρία ένιωσε πως οι άλλοι είναι εκεί για να τη φροντίσουν. Η προσφυγιά της ανουσίας, εκεί που δεν ένιωθε τον πόνο, εκεί που η λησμονιά είναι η νέα προσφυγιά, εκεί είναι η νέα αναζήτηση του εαυτού. Η ανία ύπαρξη ήταν η τελευταία μάχη του Λεμονιού πριν την αιωνιότητα…
Γιοι και νύφες απέμειναν όσο να στερέψουν τα δάκρυα των γυναικών. Τα κρυφά των γιων δε στερεύουν ποτέ για τις μανάδες…
Είναι σπάνιο το χάρισμα κάποιος συγγραφέας με το έργο του να μας μεταφέρει μέσα στα γεγονότα πατώντας προσεκτικά πάνω στις ψυχές των ανθρώπων. Να μας κάνει να ζούμε τα γεγονότα της ιστορίας κι όχι να τα μαθαίνουμε ως γεγονότα. Τούτο δω το βιβλίο διαπνέεται από αυτό το χάρισμα κι ο συγγραφέας του επάξια έχει μια θέση στην ιστορία των καλών μυθιστοριογράφων. Δε θα μπορούσα τέλος να μην εξάρω τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Εμπλουτισμένο λεξιλόγιο και σωστή χρήση της γλώσσας παρακινούν τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι λέξεων, εικόνων και εμπειριών.
[1] Παναγιώτης Φράγκος, Ο στεναγμός του Ίκαρου, εκδόσεις Μωβ Σκίουρος, 2024.
[2] Παραπονεμένα λόγια, στίχοι Ελευθερίου Μάνος, μουσική Μαρκόπουλος Γιάννης
[3] Σαββατόβραδο στην Καισαριανή, στίχοι Παπαδόπουλος Λευτέρης, μουσική Ξαρχάκος Σταύρος