Πόσο συχνά επιθυμούμε κάτι αλλά μένουμε στην απλή διατύπωση της επιθυμίας και πόσο συχνά ενώ επιθυμούμε κάτι μένουμε στην απλή διαμαρτυρία που δεν το έχουμε; Πόσο συχνά στεκόμαστε αβέβαιοι απέναντι στην επιθυμία μας διότι δεν μας είναι καθόλου ευδιάκριτη και πόσο συχνά νιώθουμε πόνο ως αποτέλεσμα της ματαίωσης που βιώνουμε όταν αυτή δεν ικανοποιείται;
Στην επιθυμία ενυπάρχουν τόσο η δύναμη όσο και το νόημα. Η δύναμη αφορά την ορμή-ενέργεια που μας ωθεί προς κάτι και το νόημα αφορά την ανάδυση και ανάπτυξη της συνείδησης που εκφράζεται μέσω των συμβόλων, όπως είναι η γλώσσα και η τέχνη. Η συνισταμένη της δύναμης και του νοήματος είναι η κινητήριος ισχύς της επιθυμίας. Για να γίνει, όμως, εφικτή η επιθυμία χρειάζεται να την επιθυμήσουμε με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους.
Είναι τότε που παράγουμε τη δύναμη, δηλαδή τη θέληση, να αναλάβουμε τον κίνδυνο να την κάνουμε να συμβεί. Κίνδυνο, στην προοπτική βίωσης ευτυχίας και ικανοποίησης αλλά και αγωνίας για περεταίρω επίτευξη με στόχο τη διατήρηση της ευτυχίας. Κίνδυνο, στην προοπτική βίωσης της ματαίωσης και του πόνου όταν -παρά την προσπάθεια- δεν μπορέσουμε να ικανοποιήσουμε την επιθυμία.
Η θέληση, λοιπόν, προϋποθέτει επιθυμία και αναδεικνύεται ως την κινητήρια δύναμη στην επιδίωξή της ενώ παράλληλα -η θέληση- προστατεύει την επιθυμία αφού της δίνει προσανατολισμό και ωριμότητα. Κάποιες φορές η θέληση βγαίνει αβίαστα, χωρίς καν να καταλάβουμε ότι ενεργούμε προς κάτι, όπως για παράδειγμα όταν επιθυμούμε μια τηλεφωνική συνομιλία και αυτόματα καλούμε τον αριθμό τηλεφώνου αυτού με τον οποίο επιθυμούμε να συνομιλήσουμε.
Άλλες φορές, η θέληση προκύπτει ως ενέργεια από την προσοχή που επιδεικνύουμε όταν το όραμα είναι ξεκάθαρο, όπως όταν επιθυμούμε πολύ ένα ταξίδι και σχεδιάζουμε προσεκτικά την υλοποίησή του.
Διαβάστε σχετικά: Η επιδίωξη της προσωπικής ανάπτυξης: επιθυμία ή καταναγκασμός;
Και κάποιες φορές, υπάρχει η προσπάθεια για θέληση, όταν η προσοχή δεν είναι συγκεντρωμένη, όπως όταν καλούμαστε να κάνουμε μια εργασία απέναντι στην οποία εκδηλώνουμε αμφιταλάντευση. Η αμφιταλάντευση αυτή προέρχεται από μια εσωτερική σύγκρουση -πολλές φορές λανθάνουσα ή ασυνείδητη- και ασκεί μια επίδραση που μας παραλύει.
Σύμφωνα με τον Rollo May (2016) πίσω από την επιθυμία βρίσκεται η προθετικότητα και είναι το κλειδί στο πρόβλημα της επιθυμίας και της θέλησης. Πρόκειται για τη δομή που δίνει νόημα στην εμπειρία και που προηγείται των προθέσεων. Η προθετικότητα επιτρέπει τη φαντασιακή συμμετοχή στο επιθυμητό γενόμενο. Μόνο αν μας ονειρευτούμε μέσα στην επιθυμία θα διαμορφώσουμε την επίγνωση ότι είμαστε ικανοί να διαμορφώνουμε, να πλάθουμε, να αλλάζουμε τον εαυτό μας και τις συνθήκες, μαζί με τους άλλους.
Η προθετικότητα είναι η γέφυρα ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο καθώς δίνει το νόημα που μας επιτρέπει να κατανοούμε τον κόσμο. Βρίσκεται κάτω από τις συνειδητές και ασυνείδητες προθέσεις και αναφέρεται σε μια υπαρξιακή κατάσταση που επιτρέπει την επικοινωνία του ανθρώπου με τις βαθύτερες διαστάσεις της εμπειρίας του και που εμπλέκει τον προσανατολισμό του προς τον κόσμο σε μια δεδομένη στιγμή.
Όταν υπάρχει σύγκρουση της θέλησης στόχος της ψυχοθεραπείας είναι να φωτίσει την προθετικότητα και να αναδείξει τον εγκλωβισμό που νιώθουμε ανάμεσα σε δύο τρόπους μη πραγμάτωσης του εαυτού. Η μετάθεση και συνειδητοποίηση της σύγκρουσης ανάμεσα στην αυθεντική αυτοπραγμάτωση και την μη αυτοπραγμάτωση μας δίνει τη δυνατότητα να διαμορφώνουμε το μέλλον μας καθώς καθιστά εφικτή την αυθεντική αυτοπραγμάτωση.
Βιβλιογραφικές αναφορές
- May, R. (2016). Να θέλεις και να ερωτεύεσαι. Αθήνα: Αρμός.
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*