Ένα μεγάλο μέρος της ηθικής και πολιτικής συζήτησης έχει επικεντρωθεί στο εξής ερώτημα: Να έχει κανείς ή να μην έχει;
Στο ηθικο-θρησκευτικό επίπεδο, αυτό σημαίνει την επιλογή ανάμεσα στην ασκητική και στη μη ασκητική ζωή – όπου η τελευταία περιλαμβάνει εξίσου την παραγωγική απόλαυση και την απόλαυση χωρίς όρια. Αυτή η επιλογή όμως χάνει αρκετά από το νόημά της όταν δίνουμε έμφαση όχι στη συγκεκριμένη κάθε φορά συμπεριφορά μας, αλλά στη στάση που την υπαγορεύει.
Η ασκητική συμπεριφορά, με τη διαρκή της εναντίωση στην απόλαυση, μπορεί να μην είναι τίποτε πέρα από την απάρνηση των ισχυρών επιθυμιών για απόκτηση και κατανάλωση. Στην ασκητική, αυτές οι επιθυμίες μπορούν να καταπιέζονται, και πάλι όμως μέσα σε αυτήν ακριβώς την προσπάθειά του να τις καταστείλει, το άτομο μπορεί να είναι εξίσου απορροφημένο με την ιδιοκτησία και την κατανάλωση. Αυτή η απάρνηση που εκφράζεται μέσα από την υπερανταμοιβή είναι, όπως δείχνουν τα ψυχαναλυτικά στοιχεία, πολύ συχνή.
Παρουσιάζεται, για παράδειγμα, σε περιπτώσεις φανατικών χορτοφάγων, οι οποίοι στην πραγματικότητα καταπιέζουν καταστροφικές παρορμήσεις, φανατικών πολέμιων των αμβλώσεων οι οποίοι καταπιέζουν τις δολοφονικές τους τάσεις, φανατικών ηθικολόγων οι οποίοι καταπιέζουν τις δικές τους «αμαρτωλές» παρορμήσεις. Αυτό το οποίο μας ενδιαφέρει εδώ δεν είναι η κάθε πεποίθηση αυτή καθαυτή, αλλά ο φανατισμός με τον οποίο υποστηρίζεται. Αυτός ο φανατισμός, όπως και κάθε άλλος βέβαια, μας γεννά την υποψία πως χρησιμεύει για να καλύψει άλλες –και συνήθως τις ακριβώς αντίθετες– παρορμήσεις.
Στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο, υπάρχει μια παρόμοια παραπλανητική επιλογή ανάμεσα στην απόλυτη ανισότητα και στην απόλυτη ισότητα του εισοδήματος. Αν αυτά τα οποία κατέχει ο καθένας είναι λειτουργικά και προσωπικά, τότε το να έχει ο ένας περισσότερα από τον άλλο δεν συνιστά κοινωνικό πρόβλημα καθώς, από τη στιγμή που η ιδιοκτησία δεν είναι ουσιαστική, δεν γεννιέται και ο φθόνος. Από την άλλη πλευρά, εκείνοι που νοιάζονται για την ισότητα, υπό την έννοια πως το μερίδιο του ενός πρέπει να είναι ακριβώς ίσο με το μερίδιο του άλλου, αποδεικνύουν ότι ο δικός τους προσανατολισμός προς την ιδιοκτησία είναι ισχυρότερος από ποτέ άλλοτε, με τη διαφορά απλώς ότι τον απαρνούνται υποστηρίζοντας την απόλυτη ισότητα.
Πίσω όμως από αυτή τους τη στάση, το πραγματικό κίνητρο είναι ολοφάνερο: ζήλια. Αυτό που απαιτούν είναι να μην έχει κανείς τίποτε περισσότερο από εκείνους τους ίδιους κι έτσι προστατεύουν τους εαυτούς τους από τον φθόνο που θα ένιωθαν αν κάποιος είχε έστω και ένα ψίχουλο παραπάνω. Αυτό το οποίο έχει σημασία είναι πως τόσο η φτώχεια όσο και η πολυτέλεια θα πρέπει να εξαλειφθούν∙ η ισότητα δεν θα πρέπει να σημαίνει την ποσοτική ισότητα για το κάθε κομματάκι υλικών αγαθών, αλλά ότι το εισόδημα δεν θα διαφοροποιείται σε τέτοιο βαθμό ώστε να δημιουργεί σε διαφορετικές ομάδες διαφορετικές εμπειρίες ζωής.
Στα «Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα» ο Μαρξ το επισήμανε αυτό μέσω της κατάστασης την οποία αποκαλεί «πρωτόγονο κομμουνισμό», έναν κομμουνισμό δηλαδή που «απαρνείται την προσωπικότητα του ατόμου σε κάθε πεδίο»∙ μια τέτοια μορφή κομμουνισμού «δεν είναι παρά η συσσώρευση αυτού του φθόνου και μια ισοπέδωση στη βάση ενός προκαθορισμένου μίνιμουμ».
Πώς να έχεις υπάρχοντα ουσιαστικά
Προκειμένου να αναλύσουμε πλήρως τον τρόπο του «να έχεις» που μας απασχολεί εδώ, είναι απαραίτητο να σταθούμε και σε μία ακόμη ιδιότητά του: αυτήν της «υπαρξιακής κτήσης». Διότι η ίδια μας η ανθρώπινη ύπαρξη απαιτεί να έχουμε να φυλάμε, να συντηρούμε και να χρησιμοποιούμε κάποια πράγματα προκειμένου να επιβιώσουμε. Αυτό ισχύει για τα σώματά μας, για την τροφή μας, για ένα καταφύγιο, ρούχα, και για τα εργαλεία που μας είναι αναγκαία ώστε να εξυπηρετούμε τις ανάγκες μας. Αυτή η μορφή κτήσης μπορεί να χαρακτηριστεί «υπαρξιακή» επειδή είναι ριζωμένη στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Είναι μία παρόρμηση με ορθολογικό προσανατολισμό, που αποσκοπεί στο να παραμένουμε ζωντανοί – σε αντίθεση προς τη χαρακτηριολογική κτήση που μας είχε απασχολήσει ως εδώ, και η οποία δεν είναι παρά μία παθιασμένη παρόρμηση για να αποκτήσουμε και να κρατήσουμε, μια παρόρμηση όχι έμφυτη, αλλά διαμορφωμένη ως αποτέλεσμα της επίδρασης των κοινωνικών συνθηκών επάνω στο ανθρώπινο είδος έτσι όπως είναι βιολογικά δεδομένο.
Η υπαρξιακή κτήση δεν αντιτίθεται προς το να είσαι, όπως συμβαίνει αναπόφευκτα με τη χαρακτηριολογική κτήση. Ακόμη και ο «δίκαιος» και ο «άγιος», στον βαθμό που είναι άνθρωποι, πρέπει να επιθυμούν να έχουν, με την έννοια της υπαρξιακής κτήσης – ενώ ο μέσος άνθρωπος επιθυμεί να έχει και με τους δύο τρόπους.
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο Να έχεις ή να είσαι; του Erich Fromm που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα στο dioptra.gr και σε όλα τα συνεργαζόμενα βιβλιοπωλεία.