Τα παιδιά των οποίων οι μητέρες πάσχουν από ήπια καταθλιπτική διάθεση, ακόμη και αν εκείνες δεν χρειάζονται ιατρική θεραπεία, παρουσιάζουν πρώιμα σημάδια καθυστερημένης γλωσσικής ανάπτυξης.
Ερευνητές του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ για τις Ανθρώπινες Γνωστικές και Εγκεφαλικές Επιστήμες διερεύνησαν το πώς η διάθεση των μητέρων στην περίοδο μετά τον τοκετό, επηρεάζει την ανάπτυξη του παιδιού τους. Διαπίστωσαν ότι ακόμη και τα παιδιά των οποίων οι μητέρες πάσχουν από ήπια καταθλιπτική διάθεση που δεν χρειάζονται ακόμη ιατρική θεραπεία, παρουσιάζουν πρώιμα σημάδια καθυστερημένης γλωσσικής ανάπτυξης. Ο λόγος για αυτό θα μπορούσε να είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτές οι μητέρες μιλούν στα νεογέννητα. Τα ευρήματα αυτής της έρευνας θα μπορούσαν να συμβάλουν στην έγκαιρη πρόληψη πιθανών ελλειμμάτων.
Έως και το 70% αναπτύσσουν επιλόχεια καταθλιπτική διάθεση, επίσης γνωστή ως “baby blues”, μετά τη γέννηση του μωρού τους. Έρευνες δείχνουν ότι αυτό μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη των ίδιων των παιδιών και την ομιλία τους. Μέχρι τώρα, ωστόσο, δεν ήταν σαφές πώς ακριβώς εκδηλώνεται αυτή η δυσλειτουργία στην πρώιμη γλωσσική ανάπτυξη στα βρέφη.
Σε μια μελέτη του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ για τις Ανθρώπινες Γνωστικές και Εγκεφαλικές Επιστήμες στη Λειψία, διερευνήθηκε το πόσο καλά τα μωρά μπορούν να διακρίνουν τους διαφόρους ήχους ομιλίας ανάλογα με τη διάθεση της μητέρας τους. Αυτή η ικανότητα θεωρείται σημαντική προϋπόθεση για τα περαιτέρω βήματα προς μια ομαλή γλωσσική ανάπτυξη.
Εάν οι ήχοι μπορούν να διακριθούν μεταξύ τους τότε και μεμονωμένες λέξεις μπορούν επίσης να διακριθούν μεταξύ τους. Κατέστη σαφές ότι εάν οι μητέρες δείχνουν μια «καταθλιπτική» διάθεση δύο μήνες μετά τη γέννηση, τα παιδιά τους δείχνουν κατά μέσο όρο μια λιγότερο ώριμη επεξεργασία των ήχων ομιλίας στην ηλικία των έξι μηνών.
Τα βρέφη δυσκολεύτηκαν ιδιαίτερα να διακρίνουν τις συλλαβές. Συγκεκριμένα, έδειξαν ότι η ανάπτυξη της λεγόμενης «Απόκρισης στην Αναντιστοιχία» καθυστέρησε σε σχέση με των μωρών των οποίων οι μητέρες είχαν πιο θετική διάθεση. Αυτή η μέθοδος με τη σειρά της χρησιμεύει ως μέτρο του πόσο καλά μπορεί κάποιος να διαχωρίσει τους ήχους μεταξύ τους. Εάν αυτή η εξέλιξη προς μια έντονη απόκριση στην αναντιστοιχία καθυστερήσει, αυτό θεωρείται ένδειξη αυξημένου κινδύνου εμφάνισης κάποιας διαταραχής του λόγου αργότερα στη ζωή.
Διαβάστε σχετικά: Οι αλλαγές που επιφέρει ο ερχομός ενός παιδιού στη ζωή της γυναίκας και ο κίνδυνος ανάπτυξης επιλόχειας κατάθλιψης
Υποψιαζόμαστε ότι οι καταθλιπτικές μητέρες αφιερώνουν λιγότερο χρόνο στο να μιλούν με τα βρέφη τους, εξηγεί η Γκίζα Σάαντ καθηγήτρια ανάπτυξης στην παιδική και εφηβική ηλικία στο FU Berlin και πρώτη συγγραφέας της μελέτης, η οποία έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό JAMA Network Open.
Πιθανότατα χρησιμοποιούν λιγότερες διακυμάνσεις στον τόνο της ομιλίας τους. Αυτό οδηγεί επίσης σε μια πιο περιορισμένη αντίληψη των διαφορετικών θεμάτων στα παιδιά, όπως προσθέτει. Αυτή η αντίληψη, με τη σειρά της, θεωρείται προϋπόθεση για την περαιτέρω γλωσσική ανάπτυξη.
Τα αποτελέσματα δείχνουν πόσο σημαντικό είναι οι γονείς να μιλούν στα βρέφη τους ώστε να συμβάλλουν στην περαιτέρω γλωσσική τους ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Η κατάλληλη ομιλία για την επικοινωνία με τα βρέφη διαθέτει ποικίλους τόνους και δίνει μεγαλύτερη έμφαση σε ορισμένα μέρη των λέξεων, εστιάζοντας συνεπώς την προσοχή των βρεφών σε αυτό που λέγεται.
Οι μητέρες, με τη σειρά τους, που υποφέρουν από καταθλιπτική διάθεση, συχνά χρησιμοποιούν πιο μονότονη ομιλία, λιγότερο κατάλληλη για την επικοινωνία με τα βρέφη. Για να διασφαλιστεί η σωστή ανάπτυξη των μικρών παιδιών, απαιτείται επίσης κατάλληλη υποστήριξη για τις μητέρες που υποφέρουν από ήπια καταθλιπτικά συμπτώματα, που συχνά δεν χρειάζονται ακόμη συστηματική θεραπεία, λέει η Σάαντ. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι χρειάζονται φαρμακευτική αγωγή. Μερικές φορές χρειάζονται απλώς οι πατέρες να εμπλακούν περισσότερο στην ανατροφή των παιδιών.
Οι ερευνητές διερεύνησαν αυτές τις σχέσεις με τη βοήθεια 46 μητέρων που ανέφεραν διαφορετική διάθεση μετά τον τοκετό. Η διάθεση τους υπολογίστηκε χρησιμοποιώντας ένα τυποποιημένο ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιείται συνήθως για τη διάγνωση της επιλόχειας καταθλιπτικής διαταραχής. Χρησιμοποίησαν επίσης ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (EEG) το οποίο βοηθά στη μέτρηση του πόσο καλά τα μωρά μπορούν να διακρίνουν τους ήχους ομιλίας μεταξύ τους.
Η λεγόμενη «Απόκριση στην Αναντιστοιχία» χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό, στην οποία ένα συγκεκριμένο σήμα EEG δείχνει πόσο καλά επεξεργάζεται ο εγκέφαλος και διακρίνει μεταξύ διαφορετικών ήχων ομιλίας. Οι ερευνητές κατέγραψαν αυτή την αντίδραση στα μωρά ηλικίας δύο και έξι μηνών, ενώ τους παρουσιάστηκαν διάφορες συλλαβές όπως “ba”, “ga” και “bu”.
Απόδοση: Κατερίνα Κακουλάκη, Σχολική/Εκπαιδευτική Ψυχολόγος
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr
Πηγή
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*