Το παρόν άρθρο παρουσιάζει μια πρότυπη πιλοτική δράση που εφαρμόστηκε με την επιστημονική ευθύνη του Τμήματος Εκπαίδευσης του ΟΚΑΝΑ και είχε ως κεντρικό ζητούμενο την συνεχιζόμενη φροντίδα ανάδοχων γονέων.
Ι. Παρουσίαση της παρέμβασης στους ανάδοχους γονείς
Οι ανάδοχοι γονείς, είχαν αναλάβει την φροντίδα παιδιών σε καθημερινή βάση ή σε βάση Σαββατοκύριακου και σχολικών διακοπών. Στην ομάδα συμμετείχαν δεκαπέντε γονείς: τέσσερα ζευγάρια γονιών, δύο μονογονείς μητέρες, και οι υπόλοιποι πέντε έρχονταν χωρίς τον/την σύζυγό τους (τέσσερις μητέρες και ένας πατέρας).
Την δράση υποστήριξε μια ομάδα αναστοχασμού1, αποτελούμενη από πέντε κοινωνικούς επιστήμονες και ψυχολόγους, εκπαιδευμένους στην Καταξιωτική Συστημική Διερεύνηση. Αυτή η ομάδα βοήθησε στο σχεδιασμό και την ανατροφοδότηση για την εφαρμογή του προγράμματος, ενώ εποπτεία παρείχε ψυχοθεραπευτής και υπεύθυνος εκπαίδευσης του ΟΚΑΝΑ. Οι συντονίστριες του προγράμματος ήταν δύο (μία ψυχολόγος και μία κοινωνική λειτουργός). Το πρόγραμμα διήρκησε 10 τρίωρες συναντήσεις, μία ανά δεκαπενθήμερο. Ακολούθησε επαναξιολόγηση (follow- up) μετά από δύο μήνες.
Το θεωρητικό υπόβαθρο της παρέμβασης ήταν η συνεργατική – βιωματική εκπαίδευση, η αφηγηματική προσέγγιση, η Καταξιωτική Συστημική Διερεύνηση (Appreciative Inquiry), η πολυφωνικότητα και η διαλογική προσέγγιση, ο κοινωνικός κονστρουξιονισμός, ο κονστρουκτιβισμός και η συντονισμένη διαχείριση νοήματος (Coordinated Management of Meaning)2 (Γκότσης 2019). Παράλληλα, αξιοποιήσαμε ψυχοεκπαιδευτικές τεχνικές, προκειμένου να ενισχύσουμε τις δεξιότητες των γονιών για θετική (μη τιμωρητική) διαπαιδαγώγηση, για αποτελεσματικότερη επικοινωνία με το παιδί και για αναστοχασμό στην εκμάθηση νέων προτύπων συμπεριφοράς .
Οι βασικές μεθοδολογικές αρχές, πάνω στις οποίες στηρίχθηκε ο σχεδιασμός, και οι βασικοί στόχοι για τις συντονίστριες ήταν οι εξής: α) η αναζήτηση εναλλακτικών αφηγήσεων που να «φωτίζουν πλάγια» την κυρίαρχη αφήγηση, β) η δημιουργία πεδίου ασφάλειας για τον συντονισμό στα νοήματα και την σύνδεση των μελών εντός της ομάδας, γ) η δημιουργία πεδίου ασφάλειας για μοίρασμα δυσκολιών και αναγνώριση επιτευγμάτων και δ) η δημιουργία συναισθηματικού χώρου για να ονειρευτούν οι γονείς εντός της ομάδας και εντός της οικογένειας.
Βασικοί στόχοι επίτευξης για τους γονείς τέθηκαν οι εξής: α) η αναγνώριση της αναδοχής ως μια πράξη φροντίδας, ως επανορθωτική εμπειρία και ως αμφίδρομο δώρο μεταξύ γονιού και παιδιού, β) η αναγνώριση των δυσκολιών ως ματαιωμένων ονείρων, γ) η δημιουργία/ ενίσχυση δεσμού των ανάδοχων γονέων με το παιδί, δ) η ενίσχυση της ασφάλειας στην οικογένεια με την καθιέρωση ρουτινών/ τελετουργικών, ε) η δημιουργία ορίων ως πηγών ασφάλειας, στ) η εστίαση στις ποιότητες της σχέσης μεταξύ ανάδοχου γονιού και παιδιού (προσφορά – γενναιοδωρία, αγάπη άνευ όρων, φροντίδα), ζ) η σύνδεση των ανάδοχων γονιών με τα αποθέματα, τις ανάγκες, τις επιθυμίες, τις υποστηρικτικές φωνές (εξωτερικές και εσωτερικές) και τα όνειρά τους ως πηγές δύναμης, η) η κατανόηση του πολυφωνικού γονεϊκού εαυτού και της ανάγκης φροντίδας των εσωτερικών πλευρών του εαυτού, θ) η κατανόηση της προσπάθειας σύνδεσης των παιδιών με το παρελθόν τους και ι) η κατανόηση του ανάδοχου γονεϊκού ρόλου ως γέφυρας ανάμεσα στα παιδιά και τη βιολογική οικογένεια.
Διαβάστε σχετικά: Ο υγιής γονικός εγκέφαλος
ΙΙ. Η εφαρμογή του Συνθετικού Συστημικού Μοντέλου Καταξιωτικής Διερεύνησης στην ομάδα ανάδοχων γονέων
Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση της παρέμβασης έγινε με βάση το Συνθετικό Συστημικό Μοντέλο Καταξιωτικής Διερεύνησης. Εργαστήκαμε προς αυτή την κατεύθυνση καθώς αντιλαμβανόμαστε ως ζήτημα κεντρικής σημασίας τη ματιά των γονιών προς τα παιδιά, καθώς και τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν για να μιλήσουν για αυτά.
Για να μπορέσουν οι γονείς να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που σχετίζονται με τους παράγοντες κινδύνου που αφορούσαν τα παιδιά, δόθηκε πολύς χώρος για αφηγήσεις από την καθημερινότητα με τα παιδιά. Κρίναμε ότι ήταν απαραίτητο οι γονείς να συνδεθούν με τις πλευρές του δικού τους εαυτού που αναγνώριζαν ως ικανότητες και αποθέματα.
Αυτή η σύνδεση κρίναμε ότι είχε καθοριστική σημασία όχι μόνο για την αυτοεκτίμησή τους ως γονείς αλλά και για την αναγνώριση του εαυτού και των άλλων γονιών ως πηγή δύναμης, γνώσης και εμπειρίας, με αποτέλεσμα να ενδυναμωθεί η ομάδα γονέων και να αποτελέσει για τους γονείς σταθερό τόπο συνάντησης και επικοινωνίας.
Κεντρική θεματική που μας απασχόλησε ήταν οι τελετουργίες που διευκολύνουν τη σύνδεση και τον δεσμό των γονιών με το παιδί. Αυτό είχε ζωτική σημασία για τον όλο σχεδιασμό, γιατί οι ανάδοχοι γονείς προσκλήθηκαν να προσφέρουν επανορθωτικές εμπειρίες φροντίδας στα παιδιά και κυρίως να αποκαταστήσουν το πεδίο ασφάλειας μέσα στην οικογένεια δημιουργώντας έναν δεσμό ασφάλειας με τα παιδιά. Τα παιδιά είχαν βιώσει ρήξεις και τραύματα στον βασικό δεσμό με τους σημαντικούς τους άλλους.
Το γεγονός αυτό οπωσδήποτε δυσκολεύει τη σχέση τους με τους αναδόχους. Σύμφωνα με τη θεωρία του δεσμού, οι πρώιμες εμπειρίες δεσμού επηρεάζουν τις σημαντικές σχέσεις που αναπτύσσουμε μετέπειτα στη ζωή μας καθώς και την όλη ψυχική μας συγκρότηση (Holmes, 2009). Επομένως, η αποκατάσταση του βασικού δεσμού του παιδιού με τον ανάδοχο γονιό θεωρήθηκε πρωταρχικής σημασίας θεραπευτικός στόχος για τις οικογένειες. Οι ανάδοχοι γονείς προσκλήθηκαν να λειτουργήσουν ως φορέας αλλαγής για τη θεραπεία των παιδιών, όπως άλλωστε γίνεται στις περισσότερες παρεμβάσεις σε ανάδοχους γονείς (Leve et al, 2012).
Προσκαλέσαμε τους γονείς να εργαστούν πάνω στην ιδέα πως οι δυσκολίες, εκ μέρους των παιδιών που αφορούσαν στην σύνδεση μαζί τους αποτελούσαν έναν τρόπο να «μεταφραστούν» βαθύτερες επιθυμίες για φροντίδα, για προστασία και ασφάλεια. Αυτή η ιδέα αναπλαισίωσε τις δυσκολίες για το σχετίζεσθαι και μας μετακίνησε να τις σκεφτούμε όχι ως τρόπους αντίστασης ή άρνησης ή απώλειας επιθυμίας των παιδιών για το σχετίζεσθαι αλλά περισσότερο ως τρόπους «προστασίας» από μια ακόμα απόρριψη/εγκατάλειψη.
Εργασθήκαμε προς την κατεύθυνση να μετακινηθεί η ματιά των γονιών από το «παιδί που κοιτά μόνο το συμφέρον του» στην βαθύτερη ανάγκη του παιδιού να επιβιώσει σε συνθήκες ακραίας παραμέλησης/ κακοποίησης στη βιολογική οικογένεια αλλά και αργότερα στο απρόσωπο ιδρυματικό περιβάλλον.
Σε μια τέτοια ιδιαίτερη οικογενειακή συνθήκη, όπως είναι η αναδοχή, που εμπεριέχει τις ιδιαίτερες ιστορίες των παιδιών, συχνά θολές και απειλητικές για τους γονείς, αναρωτηθήκαμε για το πόσο σημαντικό είναι να μην νιώσουν τα παιδιά ότι μπορεί να επαναληφθεί η ιστορία τους, π.χ. μια τιμωρητική στάση από τους γονείς, ενδέχεται να κινητοποιήσει μνήμες και συναισθήματα που να παραπέμπουν σε κακοποιητικούς βιολογικούς γονείς, ή μια απειλή της επιστροφής τους στο ίδρυμα, αποτελεί μια επανάληψη της εμπειρίας της εγκατάλειψης.
Προσκαλέσαμε συχνά τους γονείς να μιλήσουν για τις ικανότητες αλλά και τις δυσκολίες τους να συνδεθούν οι ίδιοι με τα παιδιά, έχοντας επίγνωση ότι τόσο οι ικανότητες όσο και οι δυσκολίες εξελίσσονται μέσα σε πλήθος από αλληλεπιδραστικά σχήματα στα οποία μετέχουν όχι μόνο τα παιδιά ως φυσικές παρουσίες αλλά συμβολικά και οι ωσεί παρόντες (οι σημαντικοί άλλοι των παιδιών αλλά και των ίδιων των γονιών) (Γκότσης 2019, Karl Tomm). Σε αυτές τις αλληλεπιδραστικές σχεσιακές διεργασίες, οι οποίες είναι καθοριστικές για το χτίσιμο μιας σχέσης εμπιστοσύνης διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο:
- οι αντικειμενικές συνθήκες (το ευρύτερο και στενότερο κοινωνικό περιβάλλον των οικογενειών, τα κοινωνικά δίκτυα των γονιών, το σχολικό και φιλικό περιβάλλον των παιδιών, καθώς και η υποστήριξη από τους επαγγελματίες του ιδρύματος).
- οι συναισθηματικές υποκειμενικές διεργασίες που εξελίσσονται καθώς η συνάντηση των ανάδοχων γονέων (ή του ανάδοχου, εάν αφορά μονογονεϊκή οικογένεια) με το παιδί, κινητοποιεί πολλά συναισθήματα που άλλοτε είναι αναγνωρίσιμα, άλλοτε όμως είναι στο παρασκήνιο, επηρεάζοντας καθοριστικά την υπό διαμόρφωση σχέση
- οι υποκειμενικές κατασκευές που έχουν οι γονείς ή τα παιδιά σχετικά με την αναδοχή, οι οποίες συνδέονται με την επικρατούσα κουλτούρα και τον πολιτισμό.
Παρά τη συνθετότητα και τη συμπλοκότητα αυτών των σχεσιακών διεργασιών μέλημά μας ήταν να δημιουργήσουμε ένα θεμελιακό πλαίσιο ασφαλείας, ώστε οι γονείς να μπορέσουν να αναγνωρίσουν τις δυσκολίες τους, να μιλήσουν για αυτές και να έρθουν σε επαφή με τις βαθύτερες ανάγκες και τις επιθυμίες που μπορεί να υπάρχουν πίσω από αυτές.
Εργαστήκαμε επίσης με την ιδέα της αναδοχής ως αμφίδρομου δώρου από το παιδί προς τους γονείς και αντίστροφα. Η έννοια της γενναιοδωρίας – προσφοράς από τους γονείς προς τα παιδιά είναι μια γονεϊκή ποιότητα που αναδείχθηκε ως θεμελιώδης ιδιότητα για να αποφασίσει υπεύθυνα ένας άνθρωπος να γίνει ανάδοχος γονιός. Αξιοποιήσαμε, σε αυτό πλαίσιο, το θεατρικό έργο του Μπ. Μπρεχτ «Ο Κύκλος με την κιμωλία», το οποίο προσεγγίζει τις ποιότητες της ανάδοχης γονεϊκότητας.
Επεξεργαστήκαμε έννοιες, όπως η αγάπη, η παραχώρηση, η υποχώρηση εγωισμού, η προσφορά. Αναρωτηθήκαμε για τη μοναδική μορφή που παίρνει η αγάπη του γονιού προς το παιδί, όπως αναδύεται ως αγάπη χωρίς όρους ανταλλαγής και υποχρεωτικής αμοιβαιότητας. Μέσα από παροιμίες, λαϊκά γνωμικά – αποφθέγματα για τη σχέση γονιού – παιδιού, αναζητήσαμε τις κοινωνικά κατασκευασμένες ποιότητες που φέρουν οι γονείς.
Δόθηκε χώρος να εκφραστούν βαθύτερες επιθυμίες, όπως η ανταπόδοση που περιμένουν οι γονείς από τα παιδιά ή η προσδοκία τους να δεχθούν φροντίδα από τα παιδιά όταν γεράσουν.
Βασική θεματική επίσης ήταν η έννοια της φροντίδας. Η διαρκής πρόσκληση που απευθύναμε να συνομιλήσουν οι γονείς για τις ικανότητες, τις αξίες και τα αποθέματα που επιτρέπουν ή διευκολύνουν την σχέση με τον άλλο είχε σαν βασικό στόχο οι γονείς να συνειδητοποιήσουν ότι διαθέτουν αυτές τις ικανότητες ακριβώς επειδή υπήρξαν αποδέκτες πράξεων φροντίδας από σημαντικούς άλλους.
Διαβάστε σχετικά: Τύποι γονέων και συμπεριφορά παιδιών και εφήβων
Προσεγγίσαμε τη φροντίδα που μας δόθηκε όταν ήμαστε παιδιά ως «πρώτη ύλη», που εσωτερικεύτηκε, έγινε δύναμη και απόθεμα να δώσουμε οι ίδιοι φροντίδα σε άλλους. Αλλά και στο παρόν ο γονιός χρειάζεται να παίρνει φροντίδα, και να φροντίζει ο ίδιος τον εαυτό του, για να μπορεί να φροντίζει το παιδί του.
Καθώς αντιλαμβανόμασταν συχνά την μειωμένη υποστήριξη που λάμβαναν οι ανάδοχοι από την οικογένεια καταγωγής τους ή από το κοινωνικό τους περιβάλλον, θεωρήσαμε ότι η ομάδα γονέων λειτουργούσε φυσικά ήδη ως ομάδα αλληλοϋποστήριξης. Εστιάσαμε στην ανάγκη των γονιών να δημιουργήσουμε μια βιωματική συνάντηση, στην οποία να πάρουν και να δώσουν ο ένας στον άλλο φροντίδα και υποστήριξη.
Προσκαλέσαμε τους γονείς να αναζητήσουν τις υποστηρικτικές φωνές που ακούν στο περιβάλλον τους και αφορούν στην απόφασή τους να γίνουν ανάδοχοι γονείς. Σε αυτές προστέθηκαν οι υποστηρικτικές φωνές που έδινε με ειλικρίνεια ο ένας στον άλλον. Τους προσκαλέσαμε να τις εσωτερικεύσουν και να τις ανακαλούν όποτε τις χρειάζονται, ως απόθεμα- δώρο από την ομάδα.
Χρησιμοποιήσαμε, επίσης, ένα ερμηνευτικό μοντέλο επάλληλων κύκλων, προκειμένου να αναζητήσουμε στις κυρίαρχες αφηγήσεις των γονέων τις κρυφές/ εναλλακτικές αφηγήσεις. Βάσει αυτού του μοντέλου, καταγράφηκαν οι κυρίαρχες αφηγήσεις, η τεκμηρίωση, ερωτηματικά που διευρύνουν το πεδίο, ιστορίες που δεν ειπώθηκαν ή δεν ακούστηκαν, και τα φανερά ή κρυφά αποθέματα των οικογενειών.
Σκοπός ήταν να ευαισθητοποιηθούν οι γονείς ως προς την ύπαρξη εναλλακτικών αφηγήσεων, προκειμένου να ενδυναμωθούν και να απεμπλακούν από ματαιώσεις που βίωναν με τα παιδιά. Μια κρυφή (ανείπωτη) ανάγκη των γονιών ήταν να αποδείξουν την ανωτερότητά τους έναντι των βιολογικών γονιών. Αυτό κάποιοι το έκαναν υποτιμώντας τους βιολογικούς γονείς και στην ομάδα μας και μπροστά στα παιδιά.
Πρόκειται στην ουσία για κρυφή απειλή που νιώθουν οι ανάδοχοι γονείς και δεν συζητούν πάντα με τους ειδικούς (Rosenfeld et al, 1997). Δινόταν σταθερά επιβεβαίωση στους γονείς για τον σημαντικό ρόλο τους, που είναι να λειτουργούν ως «γέφυρα» ανάμεσα στο παρελθόν του παιδιού και στο παρόν του.
Προσκαλέσαμε σε κάθε συνάντηση τους γονείς – πέρα από τις δυσκολίες που έτειναν με ευκολία να μας αφηγούνται – να διηγηθούν ιστορίες αξιοπρέπειας από την καθημερινότητά τους με τα παιδιά, που τους έκαναν υπερήφανους και για τα παιδιά και για τους εαυτούς τους.
Έτσι, τους δόθηκε η ευκαιρία να, μετακινηθούν από τα αρνητικά σημεία των εμπειριών τους με τα παιδιά που ενισχύουν την ελλειμματική ταυτότητα προς την αφήγηση θετικών εμπειριών που ενισχύουν το δεσμό, το θετικό αυτοσυναίσθημα, τις ικανότητες για σύνδεση με τα παιδιά και για προσφορά επανορθωτικών εμπειριών σε αυτά.
Η αποτίμηση του προγράμματος ήταν θετική από τους γονείς, καθώς οι ίδιοι ένιωσαν ότι βοηθήθηκαν σημαντικά:
- στη διαχείριση καταστάσεων που προέκυπταν στην καθημερινότητά τους
- στην ενίσχυση του γονεϊκού τους ρόλου και την προσωπική τους ενδυνάμωση
- στην ανάπτυξη του δεσμού με το αναδεχόμενο παιδί τους
- στην καλλιέργεια δεξιοτήτων επικοινωνίας και ενσυναίσθησης
- στη δημιουργία και καθιέρωση ρουτινών της οικογένειας
- στην κατανόηση των τραυματικών εμπειριών του παιδιού και στην αποδοχή του παρελθόντος του, όχι ως «απειλή» για τη δική τους ζωή αλλά ως ευκαιρία για νέες μετασχηματιστικές εμπειρίες
- στη φροντίδα του εαυτού τους, αξιοποιώντας τις υποστηρικτικές φωνές τόσο της ομάδας όσο και του κοινωνικού τους δικτύου
- στη σύνδεση με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας και στο ανιδιοτελές μοίρασμα σκέψεων, συναισθημάτων, προβληματισμών, δυσκολιών, ικανοποιήσεων.
Ακολούθησε επαναξιολόγηση (follow- up) δύο μήνες μετά τη λήξη της παρέμβασης, οπότε οι γονείς εξέφρασαν ρητά την ανάγκη τους για συνεχή υποστήριξη.
[1] Η αξιοποίηση των αναστοχαστικών ομάδων αποτελεί σημαντική πρακτική στις παρεμβάσεις που στηρίζονται στην Καταξιωτική Συστημική Διερεύνηση
[2] Για μια αναλυτική παρουσίαση αυτών των εννοιών δες το βιβλίο Η Γραμματική των Αποθεμάτων, εκδόσεις ΑΡΜΟΣ 2019
Το άρθρο είναι αποτέλεσμα συνεργασίας:
Ηλία Γκότση, Κοινωνιολόγος-Συστημικός-Καταξιωτικός Οικογενειακός Θεραπευτής,
Αφροδίτης Μαλλούχου, Κοινωνική Λειτουργός, MSc, PhDc. – Επιμελήτρια Ανηλίκων,
Χριστίνας Μουτσοπούλου, Ψυχολόγος, MSc – Επιμελήτρια Ανηλίκων
Βιβλιογραφία
- Ανδρουτσοπούλου, Α. (2012). Κρίσεις πανικού σε περιόδους κρίσης. Συμμαχώντας με υποστηρικτικές και φροντιστικές φωνές. Στο Σειρά Κειμένων Εργασίας του «Λόγω Ψυχής», τεύχος 1.
- Ansermet, Fr., & Magistretti, P. (2016/2004). Τα ίχνη της εμπειρίας. Νευρωνική πλαστικότητα και η συνάντηση της βιολογίας με την ψυχανάλυση. (μτφρ.) Β. Βακάκη. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
- Βορριά, Π. (2015). Υιοθεσία και Αναδοχή: Οι Συνέπειές τους στην ανάπτυξη των παιδιών. Στο Παιδιά και Έφηβοι σε έναν κόσμο που αλλάζει. Επιμ. Μόττη- Στεφανίδη Φρ. Αθήνα: Εστία
- Γεώργαρου, Ε. (2016). Η αναδοχή ως θεσμός κοινωνικής προστασίας των ανηλίκων. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
- Γκότσης, Η. (2017): Η εμπειρία της εκπαίδευσης με τον Peter Lang και οι εφαρμογές και οι μεταφορές της Καταξιωτικής Συστημικής Διερεύνησης στον Οργανισμό Κατά των Ναρκωτικών. ΜΕΤΑΛΟΓΟΣ, 30
- Γκότσης Η. (2019). Η Γραμματική των Αποθεμάτων. Αθήνα: ΑΡΜΟΣ
- Καλλινικάκη, Θ. (επιμ). (2001). Ανάδοχη φροντίδα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
- Κατσιώλης, Ν., Μαλλούχου, Α. Μάνθου, Π. (2018). Εκπαιδευτικό Υλικό για το Πρόγραμμα με τίτλο: «Ο θεσμός της αναδοχής ως μέσο κοινωνικής προστασίας», Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης & Αυτοδιοίκησης
- Holmes, J. (2009). O John Bowlby και η θεωρία του δεσμού. Ελληνικά Γράμματα, μετάφρ. Γιάννα Αθανασίου, Θανάσης Αθανασίου
- Lumos. (2017). Ανάδοχη Φροντίδα: Παρουσίαση του Μοντέλου Αναδοχής στο Ηνωμένο Βασίλειο. Πρακτικά Εκπαιδευτικού Σεμιναρίου: Εκπαίδευση εκπαιδευτών για κοινωνικούς λειτουργούς που εργάζονται στον τομέα της παιδικής προστασίας. 15/11//2017. Αθήνα: Σύνδεσμος Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδας (ΣΚΛΕ), Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Ε.Κ.Κ.Α) & LUMOS.
- Vadilonga, F. (2017). Το άγχος του υιοθετημένου παιδιού. Στο Συστημική Σκέψη & Ψυχοθεραπεία, τεύχος 10, σελ. 27-42, μετάφ. Μυρσίνη Νοχού, Ειρήνη-Θεοδώρα Βαρίνου
- Howe, D.,& Fearnley, S. (2003). “Disorder of attachment in adopted and fostered children: Recognition and treatment”. Clinical Child Psychology and Psychiatry, 8, pp. 369-387.
- Leve, L., Harold, G., Chamberlain, P., Landsverk, J., Fisher, Ph. & Pryor, J. (2012) Practitioner Review: Children in Foster Care: Vulnerabilities and Evidence- Based Interventions that Promote Resilience. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 53, 1197-1211.
- Rosenfeld, A., Pilowsky, D., Fine, P., Thorpe, M., Feine, Ed., Simms, M., Halfon, N., Irwin, M., Alfaro, J., Saletsky, R. & Nickman, St. (1997). Foster Care: An Update. J. AM. Acad. Child Adolescent Psychiatry, 36:4, pp. 448-457
- Roy, P., Rutter, M. & Pickles, A. (2000). Institutional care: Risk from family background or pattern of rearing? Journal of child Psychology and Psychiatry, 41, 139- 149.
- Smyke A. T., Zeanah, C. H., Fox, N. A., Nelson, C. A., & Guthrie, D. (2010). Placement in foster care enhances attachment among young children in institutions. Child Development, (81), 212–223.
- Stovall, K, & Dozier, M. (2000). The development of attachment in new Relationships: Single subject analyses for 10 foster infants. Development and Psychopathology, 12, 133-156.