banner1
psychologist-banner-2
thumb

Ο υγιής γονικός εγκέφαλος

- Γονείς
5 Οκτωβρίου 2018

Ο εγκέφαλος του γονέα λειτουργεί ακριβώς όπως ο εγκέφαλος του παιδιού του. Όπως ένα παιδί χρειάζεται να νιώθει ασφάλεια για να προσεγγίσει το φροντιστή του, αντίστοιχα και οι γονείς χρειάζονταν ένα ασφαλές πλαίσιο για να προσεγγίσουν το θεραπευτή τους.


Είμαστε δύο θεραπευτές που έχουμε δουλέψει με αρκετά περιστατικά κακοποιημένων παιδιών και εφήβων και μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα η νευροβιολογία της σύνδεσης. Γνωριστήκαμε πριν από κάποια χρόνια, στο πλαίσιο μιας συνεργασίας με έναν φορέα, ο οποίος επιθυμούσε να εφαρμόσει ένα μοντέλο βασισμένο στη θεωρία προσκόλλησης για τη θεραπεία παιδιών, εφήβων και γονέων με υψηλά επίπεδα άγχους. Αυτό το νέο θεραπευτικό μονοπάτι που προέκυψε από αυτή τη συνεργασία, ξεκίνησε, όπως και παρόμοια άλλα, με μια αποτυχία.

Υπήρξε ένα περιστατικό εκείνη την περίοδο, το οποία ο συνεργάτης μου, ο Νταν έβρισκε αρκετά δυσάρεστο. Είχε ξεκινήσει να βλέπει θεραπευτικά μία νεαρή γυναίκα, τη Ρεμπέκα και τον 4χρονο γιο της, τον Έρικ. Στη παραπομπή, ο οικογενειακός γιατρός ανέφερε ότι πρόκειται για μια μητέρα που μοιάζει να έχει απογοητευτεί και κατακλυστεί από τις καθημερινές ευθύνες και τη φροντίδα του γιου της.

banner1

Στη συνεδρία με τον Νταν, η ίδια συμφώνησε με την παραπάνω περιγραφή και δήλωσε ότι νιώθει απογοητευμένη και αποτυχημένη, προσθέτοντας: Ο γιος μου είναι απίστευτος! Γιατί δεν μπορεί να κάνει απλά αυτό που του λέω και πρέπει συνέχεια να τσακωνόμαστε; Γιατί δεν μπορεί να παίξει μόνος του όταν θέλω να ξεκουραστώ λίγο; Γιατί δεν τρώει το φαγητό του; Γιατί δεν κοιμάται; Η μητέρα ανέφερε μια εκτενή λίστα παραπόνων, με όλα αυτά που επιθυμούσε να κάνει το παιδί της.

Μετά τις πρώτες συνεδρίες ο Νταν αισθανόταν αρκετά ευχαριστημένος και αισιόδοξος με την πορεία της θεραπείας. Η Ρεμπέκα είχε ξεκινήσει να εκφράζει τη θλίψη της για την επιδείνωση της σχέσης με το σύζυγό της και φαινόταν να αντιλαμβάνεται πως η απόρριψη από τους γονείς της σχετιζόταν με τη δική της δυσκολία να είναι μία καλή μητέρα για το γιο της.

Έμοιαζε να δίνει μεγάλη προσοχή όταν ο Νταν της εξηγούσε ότι ο γιος της έχει ανάγκη από μια εναρμονισμένη και σταθερή αλληλεπίδραση και αν ξεκινούσε να σχετίζεται μαζί του με ενσυναίσθηση, θέτοντας σταθερά όρια, ο γιος της θα άρχιζε να συνεργάζεται και να αποδέχεται την καθοδήγησή της.

Ωστόσο, σπάνια εφάρμοζε τις συμβουλές του Νταν και συνέχιζε να φέρνει στη θεραπεία τα ίδια προβλήματα, με αποτέλεσμα ο θεραπευτής να νιώθει έντονη απογοήτευση. Λίγο αργότερα, ξεκίνησε να λέει ότι οι συμβουλές του δεν είναι αποτελεσματικές, καθώς βίωνε έντονη δυσαρέσκεια και η συμπεριφορά του γιου της δεν άλλαζε. Υπαινίχθηκε μάλιστα ότι οι συμβουλές του θεραπευτή ήταν άκυρες, και δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει πλήρως την ένταση του γιου της.

Στο τέλος, ο Νταν τη ρώτησε γιατί αντιδρά με τόσο θυμό και όχι με ενσυναίσθηση όταν ο γιος της φωνάζει σε αυτήν. Ο τόνος της φωνής του φανέρωνε την αγανάκτησή του και το μήνυμά του ήταν ξεκάθαρο, ότι πλέον θα έπρεπε να συμπεριφέρεται στο γιο της με τον τρόπο που ο ίδιος της είχε υποδείξει. Ο Νταν άρχισε να φοβάται τις συνεδρίες με την Ρεμπέκα και μετά από μερικές ακόμα άκαρπες συνεδρίες εκείνη σταμάτησε τη θεραπεία. Ο γιος της πήγε να ζήσει με τη γιαγιά του, η Ρεμπέκα επέστρεψε στην αίσθηση αποτυχίας και ο Νταν συνέχισε την αναζήτηση γονέων που θα εκτιμούσαν τις συμβουλές του.

Η έναρξη του ταξιδιού

Την ίδια περίοδο που η Ρεμπέκα σταμάτησε τη θεραπεία με τον Νταν, ξεκινήσαμε να διερευνούμε τις συνέπειες, σε πρακτικό και κλινικό επίπεδο, μιας νέας μελέτης του εγκεφάλου πάνω στη δουλειά που ήδη κάναμε με παιδιά που είχαν υποστεί τραύμα. Είχαμε και οι δύο εμβαθύνει στο μοντέλο της Διαπροσωπικής Νευροβιολογίας, που αναπτύχθηκε από τους Allan Schore και  Daniel Siegel, και αισθανόμασταν ότι είχαμε μια καλή κατανόηση του βιώματος των παραμελημένων και κακοποιημένων παιδιών στο να προχωρήσουν από τη δυσπιστία στην εμπιστοσύνη.

Γνωρίζαμε ότι η έρευνα για την προσκόλληση συνδέει την ανάπτυξη της ασφαλούς προσκόλλησης με την ποιότητα της φροντίδας που λαμβάνει το παιδί, αυτό που ο Schore ονομάζει «ψυχοβιολογικά προσαρμοσμένος φροντιστής». Εν ολίγοις, γνωρίζαμε ότι τα παιδιά αυτά αποζητούν από τον φροντιστή τους την ικανότητά του να παραμείνει αφοσιωμένος και ανοιχτός στη σχέση τους, ειδικά όταν εκείνα δυσκολεύονται με την εγγύτητα και γίνονται πιο αμυντικά, εμμένοντας εγκλωβισμένα σε μια αντιφατική κατάσταση επιθυμίας-αντίστασης.

Όσο περισσότερο λοιπόν εστιάζαμε την προσοχή μας στις νέες πτυχές της θεωρίας προσκόλλησης σε συνδυασμό με τη διαπροσωπική νευροβιολογία, αναθεωρούσαμε παλαιότερα «αποτυχημένα» περιστατικά, όπως αυτό της Ρεμπέκα, βλέποντας τους γονείς πια από μια άλλη οπτική.

Μία ημέρα είχαμε και οι δύο την ίδια σκέψη: συνειδητοποιήσαμε κάτι που «γνωρίζαμε» εδώ και αρκετό καιρό, ότι δηλαδή ο εγκέφαλος του γονέα λειτουργεί ακριβώς όπως ο εγκέφαλος του παιδιού του. Πιο συγκεκριμένα, όπως ακριβώς ένα παιδί χρειάζεται να νιώθει ασφάλεια για να προσεγγίσει το φροντιστή του, αντίστοιχα και οι γονείς χρειάζονταν ένα ασφαλές πλαίσιο για να προσεγγίσουν τη θεραπεία και το θεραπευτή τους.

Δεν υπάρχει κάποιο «βιβλίο συνταγών» για την ανατροφή των παιδιών και για τη διαχείριση της συμπεριφοράς τους, αλλά πρόκειται για μια διαχρονική διαδικασία των θηλαστικών που συνδυάζει τον εγκέφαλο και το συναίσθημα, που επιτρέπει στο φροντιστή να παραμένει αφοσιωμένος και με πλήρη έλεγχο για να διατηρεί τις συνδέσεις ανάμεσα σε εκείνον και στο παιδί. Η διαδικασία της ανατροφής των παιδιών έχει τις ρίζες της στη διαθεσιμότητα και την ασφάλεια και όχι στην αμυντικότητα ως εργαλείο επιβίωσης.

Συνειδητοποιήσαμε λοιπόν ότι για να γίνουμε πιο αποτελεσματικοί θεραπευτές με τους γονείς είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε τη νευροφυσιολογία τους, όπως ακριβώς κάνουμε με τα παιδιά. Αρχικά, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε τον εγκέφαλο και τη λειτουργία του και έπειτα την επίδραση του άγχους, που δύναται πολλές φορές να παρεμποδίζει την ικανότητα για φροντίδα. Δομώντας λοιπόν ένα μοντέλο βασισμένο στην εγκεφαλική λειτουργία της γονικής συμπεριφοράς, ελπίζαμε ότι θα καταφέρναμε να βοηθήσουμε στη διαχείριση του άγχους των γονιών και να τους απεγκλωβίσουμε από το δυσλειτουργικό γονικό πρότυπο.

Υγιής εγκεφαλική λειτουργία

Ποια είναι όμως είναι η υγιής εγκεφαλική λειτουργία ενός γονέα; Πιστεύουμε ότι μοιάζει με αυτή της Σάρα.

Η Σάρα, μητέρα του Βίνσεντ, ηλικίας μόλις δώδεκα μηνών, παρακολούθησε δύο διαφορετικά βίντεο του γιου της, κατά τη διάρκεια εξέτασης της εγκεφαλικής λειτουργίας της. Στο πρώτο είδε το γιο της να γελάει καθώς εκείνη έκανε μια μεγάλη τσιχλόφουσκα προς το μέρος του, ενώ στο άλλο ο Βίνσεντ έκλαιγε όταν η Σάρα έφευγε από το δωμάτιο. Στην εξέταση φάνηκε ότι όταν η Σάρα παρακολουθούσε το Βίνσεντ να γελάει, ενεργοποιούνταν μέρη του αριστερού της ημισφαιρίου, συμπεριλαμβανομένων περιοχών του συστήματος ευχαρίστησης και ειδικότερα του επικλινή πυρήνα. Το αριστερό τμήμα του εγκεφάλου θέτει τη Σάρα σε μια συνεχή ενασχόληση με το γιο της και ενεργοποιεί το σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου της.

Παρόλο που δεν φαίνεται στην οθόνη παρακολούθησης, χημικές ουσίες εκκρίνονται στο κέντρο αισθημάτων του εγκεφάλου, όπως η οξυτοκίνη και η ντοπαμίνη, οι οποίες εκκρίνονται όταν το παιδί γελάει. Η οξυτοκίνη δρα κατά του άγχους και βοηθά στην απενεργοποίηση του αμυντικού συστήματος και στην ενεργοποίηση του συστήματος εγγύτητας των γονέων, το οποίο μάλιστα είναι το βασικό βήμα για τη δόμηση μιας στενής σχέσης με το παιδί.

Από την άλλη πλευρά, όταν η Σάρα έβλεπε τον Βίνσεντ να είναι ανήσυχος και να κλαίει, ενεργοποιούνταν περιοχές από το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου και πιο συγκεκριμένα, περιοχές που σχετίζονται με την ενσυναισθητική απόκριση στον πόνο του άλλου. Σε  αυτή την περίπτωση προκαλείτο έκκριση διαφορετικών χημικών ουσιών και πιο συγκεκριμένα ενός τύπου αδρεναλίνης αυξάνοντας την επαγρύπνησή της και καθιστώντας τη σε μια έντονη εγρήγορση για να ανταποκριθεί στη δυσφορία του γιου της. Ο φλοιός της πρόσθιας μοίρας της έλικας του προσαγωγίου (ACC) σε συνδυασμό με το νησιωτικό φλοιό, ο οποίος παίζει σημαντικό ρόλο στις διάφορες λειτουργίες που συνδέονται με το συναίσθημα και στη ρύθμιση της ομοιοστασίας του σώματος, ενεργοποιήθηκαν βοηθώντας την να συναισθανθεί τον πόνο του Βίνσεντ και να βιώσει μια επιτακτική ανάγκη να τον ανακουφίσει.

Οι επιδράσεις του άγχους στη γονική φροντίδα:

Όπως και η Σάρα, έτσι και η Ρεμπέκα εμφάνισε αρχικά μια έντονη επιθυμία να βρίσκεται μαζί με το νεογέννητο γιο της και αισθανόταν ευχαρίστηση από τη φροντίδα που του παρείχε. Η οξυτοκίνη απελευθερώθηκε στον εγκέφαλο της κατά τη γέννηση του παιδιού και του πρώτου βλέμματος που αντάλλαξαν, καθώς τον κρατούσε αγκαλιά και του ψιθύριζε τρυφερά λόγια. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην έκκριση ντοπαμίνης, και απολάμβανε να είναι μαζί του, επιδιώκοντας τη συνεχή αλληλεπίδραση.

Ωστόσο, τα συστήματα αυτά της γονικής προσέγγισης και ανταμοιβής δεν είναι πάντα τόσο ισχυρά καθώς στην περίπτωση της Ρεμπέκα δεν είχαν ενδυναμωθεί αρκετά στην προσπάθειά της να συνδεθεί τους γονείς της ως παιδί. Κατά συνέπεια, η Ρεμπέκα έμαθε να απενεργοποιεί το σύστημα επιβράβευσης-προσδοκίας και να απομακρύνεται με σκοπό να προστατευτεί από τα επώδυνα συναισθήματα που βίωνε κατά την απόρριψη από τους γονείς της και στη παρούσα συνθήκη από το παιδί της.

Το σύστημα αναγνώρισης και ανταπόκρισης στις ανάγκες του παιδιού ενεργοποιήθηκε τις πρώτες εβδομάδες ζωής του Έρικ. Ωστόσο και καθώς το άγχος για τη φροντίδα του γιου της αυξανόταν, η Ρεμπέκα άρχισε να ανησυχεί υπερβολικά για τυχόν σημάδια δυσφορίας, θυμού ή απόρριψης στις εκφράσεις του προσώπου του, στη γλώσσα του σώματός του και στους ήχους της φωνής του. Το παραμικρό σημάδι θυμού στο βλέμμα του γιου της πυροδοτούσε την αμυγδαλή και την άμεση ενεργοποίηση του αμυντικού της συστήματος με αποτέλεσμα η ίδια να μην είναι σε θέση να κατανοήσει γιατί αμύνεται.

Το άγχος για την ανατροφή και φροντίδα του παιδιού, το οποίο εντείνεται από τα δικά της βιώματα ως παιδί, περιορίζει την ικανότητά της να αναγνωρίσει τις ανάγκες του  και ενεργοποιεί αυτόματα αρνητικές αντιλήψεις για τον εαυτό της, προκαλώντας ένα αίσθημα απόρριψης.

Στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τις αντιδράσεις της Ρεμπέκα απέναντι στο γιο της, συνειδητοποιήσαμε ότι οι αντιδράσεις του θεραπευτή της απέναντι σε εκείνη καθρέφτιζαν τις δυσκολίες της. Η προσέγγιση και η ενίσχυση του θεραπευτή προς τη θεραπευόμενη εξασθενούσαν όσο εκείνη δεν ανταποκρίνονταν στη φροντίδα του. Πιο συγκεκριμένα, η ικανότητά του να αναγνωρίζει τις ανάγκες της θεραπευόμενης μειώθηκε καθώς εισήχθησαν αρνητικές αντιλήψεις για τις δικές του ικανότητες, καθώς παράλληλα μειωνόταν η αισιόδοξη οπτική που είχε την αρχή για τη θεραπεία μαζί της.

Αποκατάσταση της γονικής φροντίδας

Ακριβώς λοιπόν όπως η γνώση μας για το νευροβιολογικό υπόβαθρο της σύνδεσης και της προσκόλλησης μας έκανε να κατανοήσουμε τις συμπεριφορικές δυσκολίες των παιδιών, έτσι και η κατανόηση της νευροβιολογικής δομής της γονικής φροντίδας μας βοήθησε να σταματήσουμε να «κατηγορούμε» τους γονείς που αισθανόμασταν ότι δεν συντονίζονται με τα παιδιά τους.

Ορμώμενοι λοιπόν από την έννοια της «αποκλεισμένης» δυνατότητας για φροντίδα, υποθέσαμε ότι η συναισθηματική απομάκρυνση των γονέων συνδέεται με το άγχος και την ανεπάρκεια σε βασικά εγκεφαλικά συστήματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των συστημάτων που είναι υπεύθυνα για την έκκριση οξυτοκίνης και ντοπαμίνης.

Οι γονείς που φαίνεται να δυσκολεύονται στη παροχή φροντίδας, μπορεί να επιθυμούν να προσεγγίσουν τα παιδιά τους, αλλά ίσως δεν γνωρίζουν τους τρόπους ενεργοποίησης των συστημάτων εκείνων που θα τους επέτρεπαν να το κάνουν. Η ανωτέρω διαπίστωση μας βοήθησε να λειτουργούμε με μεγαλύτερα επίπεδα ενσυναίσθησης στη δουλειά με τους γονείς, να αναγνωρίζουμε και να επικυρώνουμε τα αρνητικά τους βιώματα.

Ίσως το πραγματικό μάθημα σε όλο αυτό είναι ότι όλοι μας – παιδιά, γονείς, ενήλικες και θεραπευτές – είμαστε σε κάποιο βαθμό όντα των μεταιχμιακών μας συστημάτων. Όλοι μας ανταποκρινόμαστε καλύτερα σε μια προσέγγιση που περιλαμβάνει  παιχνιδιάρικη διάθεση, αποδοχή, περιέργεια και ενσυναίσθηση, τα οποία μεταφέρονται μέσα από γνήσια χαμόγελα, ήρεμα βλέμματα, γαλήνιες φωνές και ανοικτή στάση σώματος. Λίγοι είναι εκείνοι που καταφέρνουν να ανταποκριθούν σε απρόσιτες εκφράσεις προσώπου, αμυντική στάση σώματος, ενοχλητικές φωνές ή επικριτικά βλέμματα. Ως θεραπευτές έχουμε την ευθύνη να υπερβούμε το μεταιχμιακό μας σύστημα ώστε να καταφέρουμε οι θεραπευόμενοί μας να έχουν καλύτερη πρόσβαση στην ενήλικη, γονική πλευρά του εαυτού τους.


apostolidoy anna

Πηγή: psychotherapynetworker.org
Συγγραφέας: Jonathan Baylin
Απόδοση: Άννα Αποστολίδου, Ψυχολόγος
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Παρακολούθηση σχολίων
Ειδοποίηση για
0 Σχόλια
Νεότερο
Το πιο παλιό Περισσότεροι ψήφοι
Inline Feedbacks
Δείτε όλα τα σχόλια