Ο ρόλος του γονέα είναι ο σημαντικότερος παράγοντας που επηρεάζει την ψυχική υγεία των μητέρων.
Στη Γερμανία, περίπου 1 στις 3 γυναίκες πάσχει από κάποια ψυχική διαταραχή. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται και πολλές μητέρες. Ποιες είναι οι αιτίες αυτών των προβλημάτων σε αυτήν την ιδιαίτερη ομάδα;
Επιστήμονες από το Δίκτυο Έρευνας για την Υγεία της Οικογένειας στην Ιατρική Σχολή Αννόβερου (MHH) διερεύνησαν το ερώτημα αυτό σε μια ανάλυση δεδομένων που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο BMC Women’s Health. Εξέτασαν την ψυχική υγεία των μητέρων σε σχέση με διάφορες πτυχές της ζωής. Το αποτέλεσμα: ο ρόλος του γονέα είναι ο σημαντικότερος παράγοντας που επηρεάζει την ψυχική υγεία των μητέρων.
Αγχώδεις διαταραχές και διακυμάνσεις διάθεσης
Οι μητέρες που νιώθουν λιγότερη αυτοπεποίθηση στον γονεϊκό τους ρόλο βιώνουν υψηλότερα επίπεδα ψυχικού στρες, εξηγεί η Κλώντια Κιρς, επιστημονική διευθύντρια του Δικτύου Έρευνας για την Υγεία της Οικογένειας, της οποίας η ομάδα διεξήγαγε την ανάλυση για την ψυχική υγεία των μητέρων.
Η ομάδα διαπίστωσε επίσης ότι η ικανοποίηση από την οικογενειακή ζωή και τις σχέσεις, καθώς και η ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, συνδέεται στενά με την ψυχική υγεία των μητέρων. Όσο μεγαλύτερη είναι η ικανοποίηση σε αυτούς τους τομείς, τόσο πιο υγιής είναι η ψυχή — και το αντίστροφο.
Το φάσμα των πιθανών ψυχικών διαταραχών στις μητέρες είναι ευρύ. Ιδιαίτερα συχνές είναι οι αγχώδεις διαταραχές και οι συναισθηματικές διαταραχές, δηλαδή οι επίμονες και έντονες αλλαγές στη διάθεση και στην κινητοποίηση. Οι αγχώδεις διαταραχές αντιστοιχούν περίπου στο 21% και οι συναισθηματικές διαταραχές σε περίπου 12%, αναφέρει η Κιρς.
Η τρέχουσα ανάλυση δεδομένων βασίζεται στο πανεθνικό Pairfam Relationship and Family Panel της Γερμανίας, στο οποίο συμμετείχαν περίπου 1.450 μητέρες με τουλάχιστον ένα παιδί να ζει στο νοικοκυριό.
Τα επίσημα προγράμματα μητέρας–παιδιού βοηθούν
Διάφορες προηγούμενες μελέτες που διεξήγαγε το Δίκτυο Έρευνας για την Υγεία της Οικογένειας δείχνουν ότι η γενική υγεία των μητέρων βελτιώνεται βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα χάρη στα ενδονοσοκομειακά προγράμματα μητέρας–παιδιού.
Ιδιαίτερα οι μητέρες με περιορισμένη ψυχική λειτουργικότητα αναφέρουν ανακούφιση από τα συμπτώματα και βελτιωμένη ποιότητα ζωής ακόμη και έξι μήνες μετά το πρόγραμμα, εξηγεί η Κιρς. Γι’ αυτό τα προγράμματα μητέρας–παιδιού αποτελούν σημαντικό συστατικό της θεραπείας για μητέρες με ψυχικά προβλήματα ή ασθένειες.
Η ανάγκη για ένα τέτοιο πρόγραμμα πιστοποιείται από τον οικογενειακό γιατρό· η αίτηση γίνεται ως προληπτική ή αποκαταστασιακή υπηρεσία μέσω του ταμείου υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας.
Πηγή
Απόδοση: Φωτεινή Κοφινά, Ψυχολόγος
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr










