PsychologyNow Team

Γιατί καταλήγουμε να αναθρέφουμε λάθος τα παιδιά μας

Γιατί καταλήγουμε να αναθρέφουμε λάθος τα παιδιά μας

PsychologyNow Team
ζευγάρι που αναθρέφει λάθος τα παιδιά του
Image credit: Anastasiya Gepp / pexels.com

Γιατί μερικοί γονείς, οι οποίοι μπορεί σε άλλους τομείς της ζωής τους να είναι αξιοπρεπείς και καλόκαρδοι χαρακτήρες, αποτυγχάνουν τόσο πολύ να αγαπήσουν τους μικρούς ανθρώπους που έφεραν στον κόσμο;


Αφού είναι σημαντικό να αγαπηθεί κανείς σωστά από τους γονείς του για να έχει μια συναισθηματικά υγιής ενήλικη ζωή, δημιουργείται η έντονη απορία, γιατί η διαδικασία της ανατροφής μπορεί να εξελιχθεί τόσο αρνητικά – με περιπτώσεις που κυμαίνονται από θλιβερές έως πραγματικά τραγικές.

Γιατί μερικοί γονείς, οι οποίοι μπορεί σε άλλους τομείς της ζωής τους να είναι αξιοπρεπείς και καλόκαρδοι χαρακτήρες, αποτυγχάνουν τόσο πολύ να αγαπήσουν τους μικρούς ανθρώπους που έφεραν στον κόσμο;

Ανάμεσα στα πολλά ενδεχόμενα, δύο ξεχωρίζουν ιδιαίτερα. Το πρώτο προκύπτει από ένα από τα πιο προφανή και αναπόφευκτα χαρακτηριστικά της πρώιμης παιδικής ηλικίας: Ένα βρέφος φτάνει στον κόσμο σε μια εντελώς και σχεδόν συγκλονιστικά ευάλωτη κατάσταση. Δεν μπορεί να κουνήσει το ίδιο του το κεφάλι, είναι παντελώς εξαρτημένο από άλλους, δεν κατανοεί κανένα από τα όργανά του, βρίσκεται σε μια παρασκιά από χάος και μυστήριο, δεν μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του ή κάποιες από τις λειτουργίες του.

Κάτω από τόσο αβοήθητες περιστάσεις, πρέπει να κοιτάξει τους άλλους από χαμηλά και να τους εκλιπαρήσει για το έλεός τους: πρέπει να τους ζητήσει να του φέρουν τροφή, να του χαϊδέψουν το κεφάλι, να του κάνουν μπάνιο, να το πάρουν αγκαλιά μετά το τάισμα και να βγάλουν νόημα από το θυμό και τη στεναχώρια του. Αυτή η πρωταρχική αδυναμία χρειάζεται πραγματικά πολύ χρόνο για να εξαφανιστεί.


Διαβάστε σχετικά: Η έλλειψη αγάπης από τους γονείς οδηγεί σε παιδιά που μισούν τον εαυτό τους


Ακόμα και μετά από τρία ατελείωτα χρόνια, το μικρό παιδί είναι ακόμα εντελώς αδύναμο, μπερδεμένο, ανίκανο και ευάλωτο. Τα δάκτυλά του δεν είναι πιο χοντρά από κλαδάκι, θα μπορούσε να το σκοτώσει ο οικογενειακός σκύλος, το μυαλό του είναι γεμάτο με πολλά, εκθαμβωτικά και περίεργα πράγματα, μη ρεαλιστικές και συναισθηματικές έννοιες: πιστεύει ότι τα αρκούδια του είναι ζωντανά, συζητάει με φυτά, ανυπομονεί να κατέβει ο Άγιος Βασίλης από την καμινάδα, θέλει να δημιουργεί κύκλους με άλλους μικροσκοπικούς ανθρώπους και να τραγουδάει τραγούδια με νεράιδες και μαμάδες και μπαμπάδες – και μετά να ζωγραφίσει τεράστια λουλούδια και φιλικές πεταλούδες πριν πέσει για ύπνο πιπιλίζοντας τον αντίχειρά του και αγκαλιάζοντας την κουβερτούλα του.

Για τους πιο πολλούς ανθρώπους, όλα αυτά είναι πάρα πολύ αξιολάτρευτα. Αλλά για να μπορέσει ένας ενήλικας να φροντίσει έναν πολύ μικρό άνθρωπο, αναγκάζεται να κάνει ένα πολύ συγκεκριμένο είδος συναισθηματικού ελιγμού.

Ένας ελιγμός που στους πιο πολλούς από εμάς συμβαίνει τόσο ενστικτωδώς και γρήγορα, που τείνουμε να μην τον παρατηρούμε καν να εκτυλίσσεται: αναγκαζόμαστε να ανακαλούμε τις δικές μας αναμνήσεις από όταν βρισκόμασταν στην αντίστοιχη ηλικία που βρίσκεται το μικρό και τρυφερό παιδάκι μας, ώστε να μπορέσουμε να του προσφέρουμε πιο σωστή φροντίδα και την προσοχή που χρειάζεται.

Από έξω φαίνεται απλώς σαν να γονατίζουμε αναπόφευκτα για να παίξουμε πριγκίπισσες με ένα παιδί, για να ανταποκριθούμε στην ανάγκη του για ένα νόστιμο γεύμα, για να κουμπώσουμε υπομονετικά το παλτό του, ώστε να το προστατεύσουμε από το κρύο, και για να φτιάξουμε το μικρό κασμιρένιο του καπέλο, ώστε να πάμε βόλτα στα μαγαζιά.

Αλλά για να κάνουμε αυτές τις κινήσεις, ένα μέρος του εαυτού μας πρέπει να ψάξει στο παρελθόν μας και να φανταστεί τον εαυτό μας στο ρόλο του μικρού ατόμου για το οποίο φροντίζουμε, αντλώντας από τις πολύ ιδιωτικές μας αναμνήσεις του εαυτού μας και του σώματός μας, ώστε να νιώσουμε τις λύπες, να μοιραστούμε τις χαρές, να δείξουμε κατανόηση στην αδεξιότητα και να φροντίσουμε το επείγον κλάμα.

Αν και κατά καιρούς η φροντίδα των παιδιών μπορεί να είναι πρακτικά εξαντλητική, οι περισσότεροι ενήλικες δεν έχουν κανένα πρόβλημα να συνδεθούν με την παιδική έκδοση του εαυτού τους. Αλλά αυτή η ικανότητα απέχει πολύ από το να είναι φυσική ή αυθόρμητη: είναι μια λειτουργία υγείας και μια συνέπεια ενός βαθμού συναισθηματικού προνομίου.

Ωστόσο, για κάποιους λιγότερο προνομιούχους γονείς, άγνωστοι στον εαυτό τους, το θέμα της φροντίδας μέσω ταύτισης είναι εξαιρετικά δύσκολο. Κάπου μέσα τους έχει κτιστεί ένα τοίχος, αρκετά μέτρα στο πάχος και με συρματόπλεγμα στην κορυφή, ανάμεσα στον ενήλικο και παιδικό τους εαυτό. Κάτι στην παιδική τους ηλικία ήταν τόσο δύσκολο που δε θέλουν – και δεν μπορούν – να γυρίσουν εκεί νοερά.

Ίσως, υπήρχε ένας γονέας που πέθανε ή τους άγγιξε με τρόπο που δεν έπρεπε ή που τους άφησε στερημένους και ταπεινωμένους. Κάποια πράγματα στην παιδική τους ηλικία ήταν άβολα σε τέτοιο βαθμό, ώστε ολόκληρη η ενήλικη ταυτότητά τους να βασίζεται σε μια διεξοδική άρνηση να ξανα-αντιμετωπίσουν την ανημποριά και την αδυναμία των πρώτων χρόνων. Ποτέ, ούτε για 20 λεπτά, καθώς ψήνεται το φαγητό στο φούρνο, δε θα κάτσουν στο πάτωμα και θα θυμηθούν το παιδί που κάποτε ήταν για να παίξουν με το παιδί που βρίσκεται μπροστά τους.

Αυτό το είδος ενηλίκου μπορεί να έχει γίνει ιδιαίτερα επιτυχημένο στον επαγγελματικό κόσμο, η συμπεριφορά τους πιθανότατα να είναι αποφασιστική και δυνατή, οι γνώμες του σίγουρες και ο χαρακτήρας του να τείνει προς την ειρωνεία, τον κυνισμό και προς μια στωική (ή απλά σκληρή) προσέγγιση σε προβλήματα, τόσο δικά του, όσο και των άλλων. Μπορεί να του αρέσει να λέει ότι δε μετανιώνει για τίποτα και ότι δεν υπάρχει λόγος για κλάματα.

Θεωρητικά, δεν έχει πρόβλημα να προσέχει ένα παιδί, θέλει να είναι γονέας και μπορεί αρχικά να παλέψει σκληρά για να γίνει, απλά δε συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να μεγαλώσει σωστά το παιδί του, αν δεν αποδεχτεί την παιδική εκδοχή του εαυτού του. Όσο τον τρομάζει η ίδια του η ευαισθησία, θα βρίσκεται αντιμέτωπος – κρυφά και υποσυνείδητα – και θα είναι αδιάφορος με την ευαισθησία του ίδιου του του παιδιού.

Δε θα μπορεί να είναι υπομονετικός με την αδεξιότητα και τη σύγχυση του μικρού ατόμου, δε θα δείχνει κανένα ενδιαφέρον να παίξει με αρκούδια, θα πιστεύει ότι είναι αξιοθρήνητο που το παιδί του στεναχωρήθηκε τόσο πολύ που ένα τριφύλλι τεσσάρων φύλλων τσαλακώθηκε ή που ένα αγαπημένο βιβλίο έχει ένα σκίσιμο.

Μπορεί να καταλήξει να λέει «Μην είσαι τόσο ανόητος» ή ακόμα και «Σταμάτα να κάνεις σαν παιδί», όταν το παιδί κλαίει που ένα από τα μάτια από το ελεφαντάκι έσπασε. Μπορεί να κάνει πολύ άξεστα μπάνιο στο παιδί και να αρνηθεί να του διαβάσει την ιστορία καληνύχτας που τόσο επιζητεί.

Μπορεί να ακολουθήσει ένα δεύτερο χαρακτηριστικό και μια σχετική αποτυχία ως γονέας: ανεπίλυτη ζήλια. Όσο παράξενο και αν ακούγεται, ένας γονέας μπορεί να ζηλεύει το παιδί του για την πιθανότητα να έχει μια καλύτερη παιδική ηλικία από ό,τι είχε ο ίδιος – και ασυνείδητα να διασφαλίσει ότι δε θα έχει.

Ενώ φαινομενικά είναι αφοσιωμένος στη φροντίδα του παιδιού του, ο γονέας θα παλεύει ενάντια στην παρόρμηση να επιφέρει στο παιδί του κάποια από τα εμπόδια που αντιμετώπισε ο ίδιος: την ίδια παραμέληση, το ίδιο άσπλαχνο σχολείο, την ίδια έλλειψη βοήθειας στην ανάπτυξή του. Οι εξωτερικές λεπτομέρειες μπορεί να έχουν αλλάξει, αλλά το συναισθηματικό αντίκτυπο θα είναι το ίδιο. Μια καινούρια γενιά θα υποφέρει από την αρχή.


Διαβάστε σχετικά: Μεγαλώνοντας ανεξάρτητα παιδιά


Για να είμαστε σε θέση να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας σωστά, δεν πρέπει μόνο να αποκτήσουμε πρόσβαση στις αναμνήσεις τις παιδικής μας ηλικίας, αλλά πρέπει να είμαστε σε θέση να αποδεχτούμε τις απώλειές μας, ώστε να μη ζηλεύουμε εκείνους που μπορεί να έχουν την ευκαιρία να μην υπομείνουν παρόμοιες απώλειες με τη σειρά τους.

Αλλά ένα συγκεκριμένο είδος τραυματισμένου γονέα παραμένει στο μυαλό του, έως ένα σημείο, ένα άπορο, απογοητευμένο παιδί, το οποίο θα το θεωρούσε αφόρητο ένα άλλο παιδί να είχε περισσότερα από αυτό. Είναι σαν ένας βασανισμένος και βασανιστικός αδερφός σε ένα μειονεκτικό σπίτι που βγάζει τον πόνο του σε έναν πιο αβοήθητο, φροντίζοντας σχολαστικά ότι το άλλο παιδί θα είναι τόσο λυπημένο και στερημένο, όσο και ο ίδιος.

Δεν μπορούμε να βοηθήσουμε έχοντας τις παιδικές ηλικίες που είχαμε. Αλλά αν σκοπεύουμε να αποκτήσουμε ένα παιδί, έχουμε την υπέρτατη ευθύνη να διασφαλίσουμε ότι έχουμε μια λογική σχέση με το παρελθόν μας: να είμαστε σε θέση να έχουμε πρόσβαση στο παρελθόν μας για αποθέματα τρυφερότητας και ενσυναίσθησης και να μη νιώθουμε ζήλια για εκείνους που δε χρειάζεται να συμμετέχουν στα δεινά του.

Θα έχουμε μεγαλώσει σωστά, όταν θα είμαστε σε θέση να δώσουμε στους απογόνους μας την παιδική ηλικία που μας άξιζε και όχι την παιδική ηλικία που είχαμε.


Sof Andr
Απόδοση: Σοφία Ανδριανάκη – Μετάφραση και επιμέλεια ξενόγλωσσων άρθρων

Πηγή

 

 

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...