Παρότι στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια τα ποσοστά είναι μειωμένα, η εφηβική παραβατικότητα και βίαιη συμπεριφορά δεν έχουν εκλείψει και δεν έχουν πλήρως προληφθεί.
Τα αποτελέσματα διαφοροποιούνται από χώρα σε χώρα ανάλογα με τα διαφορετικά ποινικά συστήματα, τη διαφορετική καταμέτρηση των ποινών, την πραγματική ή αντιλαμβανόμενη αποποινικοποίηση παραβατικών συμπεριφορών, τις διαφορές στο ηλικιακό όριο ποινικής ευθύνης των εφήβων, τα διαφορετικά κέντρα εξωποινικής μεταχείρισης των ανηλίκων ή τις μεθόδους καταγραφής ποινικών αδικημάτων (Νόβα-Καλτσούνη, 2005). Ο τρεις κατηγορίες εφηβικών αδικημάτων (σωματικές βλάβες, αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας και παραβάσεις ειδικών ποινικών νόμων) δεν παρουσιάζουν στατιστικά σημαντικές διακυμάνσεις κατά τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα με μικρές αυξομειώσεις και χωρίς ανοδικές τάσεις (Κιτσάκη, 2010) με το 30-35% των ανηλίκων να ασχολείται κάποια στιγμή με κάποια αξιόποινη παραβατική συμπεριφορά και ιδιαίτερα με παραβατικές πράξεις που αφορούν συνήθως την ξένη ιδιοκτησία και τις σωματικές βλάβες (Κουράκης, 2000. Spinellis, Apospori, Kranidioti, Symiyianni, & Angelopoulou, 1994).
Επίσης, σε σχέση με άλλες χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, απουσιάζει η συχνότητα και η σοβαρότητα οργανωμένων συμμοριών με τη Μανιουδάκη να αναφέρει ποσοστό 7% του εφηβικού και πρώιμου νεανικού πληθυσμού το οποίο να είναι οργανωμένο σε συμμορίες (στο: Πετρόπουλος και Παπαστυλιανού, 2001) ενώ η θεσμική δυσλειτουργία δεν επαρκεί για να θεωρηθεί η εφηβική παραβατικότητα στην Ελλάδα μη ανεκτή ή μη ελέγξιμη (Κουράκης, 2000). Ωστόσο, εδώ και αρκετές δεκαετίες η Ελλάδα θεωρείται μία από τις χώρες όπου καταγράφονται αξιόποινα περιστατικά εφηβικής παραβατικότητας και νεανικής βίαιης συμπεριφοράς με επιπρόσθετες εκδηλώσεις στην αθλητική και στην πολιτική σφαίρα και με πιο συνήθεις εκδηλώσεις τους λεκτικούς προπηλακισμούς, τους αλληλοξυλοδαρμούς, τις συμπλοκές, τις εκδηλώσεις βίας σε σχέση με ναρκωτικές ουσίες, τις επιθέσεις με αυτοσχέδια όπλα και σπανιότερα τις ανθρωποκτονίες.
Το παρόν άρθρο σκοπό έχει την παροχή πληροφοριών για την αποτελεσματικότητα εμπειρικά τεκμηριωμένων παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της εφηβικής παραβατικότητας και βίαιης συμπεριφοράς. Ο αναγνώστης που επιθυμεί να έχει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το φαινόμενο της εφηβικής παραβατικότητας και βίαιης συμπεριφοράς ως προς την αιτιολογία, την πρώιμη έναρξη, την πορεία, τη χρονιότητα, τη φαρμακοθεραπεία, τις συμπεριφορικές εκδηλώσεις σε διαφορετικά αναπτυξιακά στάδια και τους παράγοντες προστασίας και κινδύνου αντίστοιχα, παραπέμπεται στο κεφάλαιο των Flannery, Hussey και Jefferis (2005) ενώ για μια πλήρη εννοιολογική διάκριση των εννοιών παραβάτη ανηλίκου, εγκληματία ανηλίκου και αποκλίνοντος ανηλίκου ο αναγνώστης παραπέμπεται στις εργασίες των Κιτσάκη (2010) και Ματσκίδου (2011, αδημοσίευτα δεδομένα).
Τρόποι αντιμετώπισης της εφηβικής παραβατικότητας και βίαιης συμπεριφοράς
Οι τρόποι αντιμετώπισης που παρουσιάζονται παρακάτω διαχωρίζονται σε κοινοτικό/κλινικό και σε θεσμικό επίπεδο ενώ διαχωρίζονται και σε τρία επίπεδα αποτελεσματικότητας (αποτελεσματικοί, μέτρια αποτελεσματικοί, μη αποτελεσματικοί).
Αποτελεσματικοί τρόποι αντιμετώπισης σε κοινοτικό/κλινικό επίπεδο:
Η Πολυσυστημική Θεραπεία αποτελεί μια εντατική, κοινοτικά βασισμένη, θεραπευτική μέθοδο η οποία έχει βρεθεί αποτελεσματική στην αντιμετώπιση πολλαπλών προσδιοριστικών παραγόντων της εφηβικής παραβατικότητας και βίαιης συμπεριφοράς. Η πολυσυστημική προσέγγιση αντικρίζει τα άτομα εντός ενός δικτύου αλληλοσυνδεόμενων συστημάτων τα οποία περιλαμβάνουν ατομικούς, οικογενειακούς και κοινοτικούς παράγοντες. Κατά συνέπεια, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου της εφηβικής παραβατικότητας, οι παρεμβάσεις θα πρέπει να διεξάγονται σε κάθε ένα από τα συστήματα αυτά συμπεριλαμβανομένων των συνομηλίκων και των λοιπών σχολικών δικτύων στα οποία συμμετέχουν και διαβιούν οι έφηβοι.
Η Πολυσυστημική Θεραπεία βοηθά εφήβους και οικογένειες με βίαιη συμπεριφορά. Πρόκειται για ένα θεραπευτικό μοντέλο θεραπείας το οποίο παρέχει τη δυνατότητα αποτελεσματικής αντιμετώπισης σε μια σειρά από περιβάλλοντα προωθώντας αλλαγές σε επίπεδο περιβάλλοντος σύμφωνα με μια προσέγγιση βασισμένη στις δυνανότητες των ατόμων και του περιβάλλοντος. Οι παρεμβάσεις που υιοθετούνται στοχεύουν στην ενδυνάμωση των γονέων και των σημαντικών άλλων ώστε εκείνοι να αποκτήσουν περισσότερες δεξιότητες για την αντιμετώπιση των σχετικών δυσκολιών και για τη διευκόλυνση της αλλαγής σε επίπεδο οικογένειας, συνομηλίκων, σχολείου και γειτονιάς. Η Πολυσυστημική Θεραπεία περιλαμβάνει στρατηγική οικογενειακή θεραπεία, συμπεριφορική εκπαίδευση γονέων και γνωσιακές και συμπεριφορικές προσεγγίσεις (π.χ. λογικοθυμική και γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία).
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια πολυτροπική θεραπευτική οπτική η οποία μπορεί να ενσωματώσει διαφορετικές τεχνικές και στρατηγικές ανάλογα με το επίπεδο παρέμβασης (άτομο, οικογένεια, σχολείο, ευρύτερη κοινότητα). Δίνεται έμφαση στην τροποποίηση συγκεκριμένων δυσλειτουργικών συμπεριφορών, συναισθημάτων και νοητικών κατασκευών (σκέψεων, πεποιθήσεων κ.λ.π.) σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο. Τα σημαντικά χαρακτηριστικά της πολυσυστημικής θεραπείας περιλαμβάνουν εντατικές και περιεκτικές υπηρεσίες (2 έως 15 ώρες την εβδομάδα) με 24-ωρη διαθεσιμότητα και συγκεκριμένη διάρκεια θεραπείας (τέσσερις με έξι μήνες) (Henggeler, 1999). Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στη δέσμευση και στην πίστη στη θεραπεία με σκοπό την επίτευξη μακροπρόθεσμων αποτελεσμάτων.
Αξιολογήσεις της πολυσυστημικής θεραπείας σε εφήβους παραβάτες έδειξαν μείωση στα ποσοστά συλλήψεων από την αστυνομία, μειωμένα ποσοστά τοποθέτησης σε εντατικές ψυχοθεραπευτικές υπηρεσίες, βελτίωση της οικογενειακής λειτουργικότητας και μείωση των προβλημάτων ψυχικής υγείας (Henggeler, 1999. Henggeler, Mihalic, Rone, Thomas & Timmons-Mitchell, 1998).
Λειτουργική Οικογενειακή Θεραπεία:
Στο πλαίσιο της πολυσυστημικής οπτικής, η Λειτουργική Οικογενειακή θεραπευτική προσέγγιση έχει αξιοποιηθεί με αποτελεσματικό τρόπο για την πρόληψη και τη θεραπεία λιγότερο σοβαρών συμπεριφορών παραβατικότητας και βίαιης συμπεριφοράς. Είναι χρονικά προσδιορισμένη (8 με 12 συναντήσεις) με περίπου 30 ώρες παροχής άμεσων υπηρεσιών ακόμη και για πιο απαιτητικές περιπτώσεις. Εφαρμόζεται σε διαφορετικούς χώρους (σπίτι, κλινική και άλλους κοινοτικούς χώρους) ενώ μπορούν να την εφαρμόσουν και άλλοι επαγγελματίες αγωγής υγείας με εποπτική στήριξη. Η Λειτουργική Οικογενειακή Θεραπεία περιλαμβάνει τρεις φάσεις παρέμβασης, α) τη φάση δέσμευσης και αρχικής κινητοποίησης, β) τη φάση αλλαγής και γ) τη φάση γενίκευσης των αποτελεσμάτων. Σε όλη τη διάρκεια της παρέμβασης διεξάγεται συνεχής αξιολόγηση των τρεχόντων αποτελεσμάτων. Η αποτελεσματικότητα της Λ.Ο.Θ. είναι τεκμηριωμένη (Alexander, Barton, Gordon, Grotpeter, Hansson, Harrison, et al., 1998. Sexton & Alexander, 2000).
Πολυσυστημική Αντιμετώπιση μέσω Ανάδοχης Φροντίδας:
Πρόκειται για μια προσέγγιση που συστήνεται σε σοβαρότερες περιπτώσεις συμπεριφορών παραβατικότητας και βίαιης συμπεριφοράς. Πιο συγκεκριμένα, παρέχεται εκπαίδευση σε οικογένειες στην κοινότητα για την παροχή φιλοξενίας και θεραπείας σε εφήβους με πιο χρόνια προβλήματα αντικοινωνικής συμπεριφοράς, συναισθηματικής διαταραχής και παραβατικότητας. Διδάσκονται συμπεριφορικές τεχνικές οριοθέτησης συμπεριφοράς, θετικής ενίσχυσης της κατάλληλης συμπεριφοράς, σχηματισμός σχέσεων καθοδήγησης των εφήβων από σημαντικούς άλλους επαρκείς ενήλικες, τεχνικές απομάκρυνσης από παραβατικούς συνομήλικους και τεχνικές γνωσιακής αναδόμησης. Το θεραπευτικό πρόγραμμα αρχικά δίνει έμφαση σε συμπεριφορικές μεθόδους δόμησης ενός υγιούς περιβάλλοντος διαβίωσης. Οι ανάδοχοι γονείς λαμβάνουν ψυχοεκπαίδευση και εποπτεία ενώ παρακολουθούν εβδομαδιαίες ομαδικές συναντήσεις.
Επιπλέον υποστήριξη παρέχεται σε καθημερινή βάση μέσω τηλεφώνου ή μέσω διαδικτύου. Κατά τη διάρκεια της τοποθέτησης των εφήβων σε νέες οικογένειες, τα μέλη της βιολογικής οικογένειας διατηρούν επαφή με τα παιδιά τους μέσω συγκεκριμένων επισκέψεων σε συνεργασία με τη θεραπευτική ομάδα. Ταυτόχρονα, λαμβάνουν οικογενειακή θεραπεία με στόχο την επιστροφή των παιδιών τους στο σπίτι. Ιδιαίτερα σημαντική για την επιτυχία της θεραπείας είναι η συνεργασία μεταξύ ειδικών αγωγής υγείας, υπευθύνων επιτήρησης και σημαντικών άλλων ειδικών. Η αξιολόγηση της θεραπευτικής αυτής προσέγγισης έχει δείξει ότι οι πληθυσμοί που τη λαμβάνουν επιστρέφουν γρηγορότερα στο σπίτι τους, καταναλώνουν λιγότερες μέρες στην ανάδοχη οικογένεια και έχουν μειωμένα ποσοστά συλλήψεων από την αστυνομία (Chamberlain, 1998. Chamberlain & Reid, 1998).
Μερικώς αποτελεσματικοί τρόποι αντιμετώπισης σε κοινοτικό/κλινικό επίπεδο
Η Σύντομη Στρατηγική Οικογενειακή Θεραπεία είναι μια σύντομης μορφής (12 με 15 συναντήσεις) οικογενειακού τύπου παρέμβαση η οποία υιοθετεί ένα δομικό οικογενειακό θεωρητικό μοντέλο και εστιάζει στη βελτίωση των οικογενειακών αλληλεπιδράσεων. Οι θεραπευτές καθοδηγούν την οικογένεια να βελτιώσει τις αλληλεπιδράσεις με τον έφηβο μέσω αξιοποίησης των θετικών στοιχείων της οικογένειας, μέσω ενδυνάμωσης της συνεκτικότητας των μελών της οικογένειας και μέσω αναδόμησης νέων οικογενειακών αλληλεπιδράσεων. Η αξιολόγηση της Σ.Σ.Ο.Θ. έχει δείξει πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα με μείωση των ποσοστών χρήσης ουσιών, των ποσοστών διαταραχών διαγωγής, των συνδέσμων με συνομήλικους που εκδηλώνουν αντικοινωνική συμπεριφορά και με αύξηση της οικογενειακής λειτουργικότητας (Robbins & Szapocznik, 2000).
Μη αποτελεσματικοί τρόποι αντιμετώπισης σε κοινοτικό/κλινικό επίπεδο:
Η εντατική επιτήρηση και οι αυστηρές ποινές ή τιμωρίες είναι μια από τις πιο συχνά υιοθετούμενες πρακτικές για την αντιμετώπιση των παραβάσεων και των βίαιων συμπεριφορών και παρότι προξενούν αρχική εγρήγορση σε ατομικό και κοινοτικό επίπεδο, διαθέτουν ελάχιστη αποτελεσματικότητα. Στο ίδιο μήκος κύματος, μηδαμινή αποτελεσματικότητα σε μακροπρόθεσμο επίπεδο έχουν και οι εκφοβιστικού τύπου παρεμβάσεις που περιλαμβάνουν παρουσίαση της ενδεχόμενης τρομακτικότητας των συνεπειών που υφίστανται οι έφηβοι παραβάτες εντός ή εκτός φυλακής σε περίπτωση σύλληψής τους (Finckenauer, 1982. Petrosino, Turpin-Petrosino & Buehler, 2003). Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί και ο σημαντικός ρόλος των μέσων μαζικής ενημέρωσης τα οποία συνήθως επιλέγουν να προβάλλουν περισσότερο αντίστοιχες πρακτικές παρά εμπειρικά βασισμένες ή τεκμηριωμένες θεραπείες. Μάλιστα, στη μεταανάλυσή τους οι Petrosino και συνεργάτες βρήκαν ότι πρακτικές σαν τις παραπάνω οι οποίες παρουσιάζουν με θεωρητικό και προειδοποιητικά εκφοβιστικό τρόπο τις συνέπειες μιας ενδεχόμενης φυλάκισης ή μιας παραδειγματικής τιμωρίας σε περίπτωση παραβατικότητας συμπεριφοράς συνδέονται με αυξημένα ποσοστά παραβατικότητας στο μέλλον. Η σειρά αυτής της έρευνας αναδεικνύει ακόμη περισσότερο την ανάγκη πρόληψης της εφηβικής παραβατικότητας και συμπεριφοράς η οποία παρατίθεται στο άρθρο αυτό παρακάτω.
Αποτελεσματικοί τρόποι αντιμετώπισης σε θεσμικό επίπεδο:
Η αποκατάσταση των παραβατικών συμπεριφορών αποτελεί προτεραιότητα των σωφρονιστικών καταστημάτων στις περισσότερες χώρες του κόσμου με την Ελλάδα να μην αποτελεί εξαίρεση. Ωστόσο, η αντιμετώπιση της εφηβικής παραβατικότητας σε δημόσια σωφρονιστικά καταστήματα (ιδρύματα αγωγής ανηλίκων), σε ιδρύματα προσωρινής κράτησης, σε φυλακές ανηλίκων ή σε άλλες παρόμοιες δομές είναι λιγότερο αποτελεσματικές από άλλες εναλλακτικές παρεμβάσεις. Στην πραγματικότητα, τα προγράμματα σωφρονισμού ανηλίκων συχνά διακρίνονται από φτωχά επίπεδα υλοποίησης των προγραμμάτων τους όπως και στους ενήλικες ενώ το σημαντικότερο πρόβλημα παραμένει η έλλειψη ορθής αξιολόγησης με πειραματικά σχέδια και με τυχαιοποιημένες ομάδες ελέγχου και η ακόλουθη αξιόπιστη διάχυση των πληροφοριών για την αποτελεσματικότητα των σχετικών παρεμβάσεων. Από όσο γνωρίζουμε στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πρόσφατα δεδομένα που να περιλαμβάνουν αποτελέσματα προγραμματικής έρευνας με επαναληπτικές έρευνες και με τυχαιοποιημένα δείγματα για τον ορθό έλεγχο αποτελεσματικότητας συγκεκριμένων προγραμμάτων παρέμβασης σε σωφρονιστικά καταστήματα ενηλίκων.
Για το λόγο αυτό, εδώ παρατίθενται ορισμένες γενικές αρχές που είναι χρήσιμες για το σχεδιασμό και την αξιολόγηση προγραμμάτων αποκατάστασης σε σωφρονιστικά περιβάλλοντα που φιλοξενούν εφήβους με συμπεριφορές παραβατικότητας και βίαιης συμπεριφοράς. Οι αρχές αυτές τονίζουν ότι τα συγκεκριμένα προγράμματα πρέπει να είναι δομημένα και εστιασμένα σε συγκεκριμένους στόχους, να αξιοποιούν διαφορετικές θεραπευτικές προσεγγίσεις ανάλογα με την αποτελεσματικότητά τους σε συγκεκριμένες συμπεριφορές, να εστιάζουν σε δεξιότητες ανάπτυξης (π.χ. κοινωνικές, ακαδημαϊκές και επαγγελματικές δεξιότητες), να αξιοποιούν γνωσιακές-συμπεριφορικές μεθόδους αξιολόγησης και παρέμβασης και να προάγουν την ουσιαστική επαφή και επικοινωνία μεταξύ του προσωπικού και των συμμετεχόντων ως πρότυπο για τη συνέχεια της ζωής τους. Η διάρκεια και η εντατικότητα της παρέμβασης θα πρέπει να είναι σύμφωνη με το θεωρητικό πλαίσιο που ακολουθείται για τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της αποτελεσματικότητας σε βάθος χρόνου. Ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να υπάρχει ως προς την πρόληψη ή την αντιμετώπιση της χρήσης ουσιών, μιας συμπεριφοράς που συνδέεται ισχυρά με εφηβικές παραβατικές και βίαιες συμπεριφορές.
Ένα πρότυπο πρόγραμμα θεσμικής αποκατάστασης είναι το Residential Student Assistance Program (RSAP). Πρόκειται για ένα θεσμικό πρόγραμμα αντιμετώπισης της χρήσης ουσιών για εφήβους από 14 έως 17 ετών που βρίσκονται σε κίνδυνο για σοβαρότερη παραβατικότητα. Το πρόγραμμα αυτό παρέχει μια σειρά από ενδεδειγμένες παρεμβάσεις για την πρόληψη και την πρώιμη παρέμβαση σε εφήβους που έχουν κάνει πρώιμη χρήση ουσιών και βρίσκονται σε κίνδυνο κατάχρησης ουσιών.
Μερικώς αποτελεσματικοί τρόποι αντιμετώπισης σε θεσμικό επίπεδο:
Ένα πολλά υποσχόμενο πρόγραμμα είναι το πρόγραμμα Aggression Replacement Training (ART) των Goldstein και Glick (1987). Το πρόγραμμα συνδυάζει εκπαίδευση σε κοινωνικές δεξιότητες και δομημένες μαθησιακές δραστηριότητες με εκπαίδευση στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του θυμού και στην ηθική συμπεριφορά. Έχει χρησιμοποιηθεί με επιτυχία σε σχολεία και φυλακές. Αξιοποιούνται τεχνικές παροχής προτύπων προς μίμηση και ομαδικού παιξίματος ρόλων για την παρακολούθηση της προόδου των εφήβων ως προς τις δεξιότητες εντοπισμού προβλημάτων, αναφοράς παραπόνων και αντίστασης στην πίεση των συνομηλίκων. Η εκπαίδευση στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του θυμού περιλαμβάνει αξιοποίηση του διαλόγου προς τον εαυτό για τη μείωση της επιθετικής και παρορμητικής συμπεριφοράς. Δύο τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες βρήκαν ότι οι έφηβοι που έλαβαν την παρέμβαση βελτίωσαν τις κοινωνικές τους δεξιότητες (Goldstein & Glick, 1987) αλλά όχι απαραίτητα και τη συμπεριφορά τους (Coleman, Pfeiffer & Oakland, 1992). Ένα πιο πρόσφατο πρόγραμμα, το Equipping Youth to Help One Another Program (EQUIP), συνδυάζει το ART με ένα άλλο πρόγραμμα με τίτλο Positive Peer Culture (PPC). Μια τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη μελέτη έδειξε ότι ο συνδυασμός αυτός ήταν πιο αποτελεσματικός ως προς τη βελτίωση των κοινωνικών δεξιοτήτων και της συμπεριφοράς αυτή τη φορά ενώ μειώθηκε και η πιθανότητα υποτροπής για τους επόμενους δώδεκα μήνες σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (Leeman, Gibbs & Fuller, 1993).
Μη αποτελεσματικοί τρόποι αντιμετώπισης σε θεσμικό επίπεδο:
Η παραδοσιακή πρακτική της φυλάκισης και στη συνέχεια της αναστολής δεν έχει βρεθεί αποτελεσματική σε μακροπρόθεσμο επίπεδο (Lipsey, 1992) λόγω φτωχής υλοποίησης της παρέμβασης, λόγω έλλειψης σαφούς θεωρητικού και μεθοδολογικού πλαισίου και λόγω ασαφών συμπεριφορικών στόχων. Το ίδιο ισχύει και για προγράμματα που στόχο είχαν την αύξηση της πειθαρχίας, της δόμησης και της αυτο-εκτίμησης τα οποία δε συνδέονται άμεσα με την εφηβική παραβατικότητα και βίαιη συμπεριφορά (Flash, 2003. Lipsey, 1992. MacKenzie, 1997). Παρεμβάσεις που προσομοιάζουν σε κέντρα εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων εστιάζουν κυρίως στη σωματική πειθαρχία σε ένα περιβάλλον όπου οι έφηβοι παραβάτες είναι πολύ εύκολο να παρέχουν αρνητικά πρότυπα προς μίμηση και να ενισχύουν σχετικές αρνητικές συμπεριφορές. Το ίδιο ισχύει και για την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων μέσω της επαφής των εφήβων παραβατών με άλλους φυλακισμένους εφήβους παραβάτες: Η περιγραφή των σκληρών συνθηκών ζωής στις φυλακές από τους δεύτερους δεν αποτρέπει τους πρώτους από τις παραβατικές συμπεριφορές (MacKenzie, 1997).
Πρόληψη Παραβατικής και Βίαιης Συμπεριφοράς
Αποτελεσματικοί τρόποι αντιμετώπισης σε προληπτικό επίπεδο:
Τα περισσότερα σχετικά προληπτικά μοντέλα εφαρμόζονται σε οικογενειακό ή σχολικό επίπεδο. Η παρακάτω αναφορά προληπτικών προγραμμάτων δεν είναι εξαντλητική αλλά ενδεικτική.
Το πρόγραμμα με τίτλο Nurse Family Partnership (NFP) θεωρείται πρόγραμμα εκλογής σε περιπτώσεις πρόληψης της εφηβικής παραβατικότητας και γενικότερα της μελλοντικής βίαιης συμπεριφοράς. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει εντατικές επισκέψεις από νοσηλευτές και νοσηλεύτριες ψυχικής υγείας σε σπίτια εγκύων εφήβων με χαμηλό επίπεδο εισοδήματος οι οποίες διανύουν την πρώτη τους εγκυμοσύνη και βρίσκονται σε κίνδυνο για τη γέννηση παιδιών με μελλοντικά προβλήματα βίαιης συμπεριφοράς. Οι επισκέψεις διεξάγονται μέχρι και δύο εβδομάδες μετά τη γέννηση του παιδιού. Σκοπός του προγράμματος είναι να βοηθήσει τις έφηβες γυναίκες να έχουν μια ομαλότερη εγκυμοσύνη, να αποκτήσουν δεξιότητες για την επαρκή φροντίδα του βρέφους και του παιδιού πρώιμης παιδικής ηλικίας αργότερα, να μάθουν δεξιότητες προσωπικής φροντίδας συμπεριλαμβανομένης της μέριμνας για την εκπαίδευση και την απασχόλησή τους αργότερα καθώς και να αποφύγουν μη προγραμματισμένες εγκυμοσύνες στη συνέχεια. Τα αποτελέσματα του προγράμματος ήταν πολύ θετικά σε οικογένειες διαφορετικών εθνικοτήτων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια έρευνα παρακολούθησης μετά από 15 χρόνια έδειξε χαμηλότερα ποσοστά σύλληψης κατά 69% για τις μητέρες, 60% λιγότερες φυγές των 15-χρονων εφήβων τους από το σπίτι, 56% λιγότερες συλλήψεις των εφήβων και 56% λιγότερη κατανάλωση αλκοόλ για τους εφήβους αυτούς (Olds, Hill, Mihalic & O’Brien, 1998).
Το πρόγραμμα Promoting Alternative Thinking Strategies (PATHS) αποτελεί ένα πολυετές και πολυεπίπεδο σχολικό αναλυτικό πρόγραμμα το οποίο μπορεί να υλοποιείται από εκπαιδευτικούς και άλλους ειδικούς αγωγής υγείας. Το PATHS περιλαμβάνει εξάσκηση σε κοινωνικοσυναισθηματικές δεξιότητες σε παιδιά Δημοτικού και μπορεί να εφαρμοστεί από την Α’ έως και την Ε’ Δημοτικού. Οι εκπαιδευτικοί διεξάγουν ομαδικές συναντήσεις παιδιών διάρκειας 20 και 30 λεπτών με συχνότητα τρεις φορές την εβδομάδα μαθαίνοντας στα παιδιά να εντοπίζουν, να αντιμετωπίζουν και να ρυθμίζουν συναισθήματα ενώ ταυτόχρονα τα παιδιά διδάσκονται να αντιλαμβάνονται την οπτική των άλλων και να επιλύουν τις δυσκολίες τους με τους άλλους μέσω δεξιοτήτων επίλυσης προβλημάτων. Το PATHS έχει εφαρμοστεί με αποτελεσματικό τρόπο σε γενικά και ειδικά σχολεία. Τα αποτελέσματα της αξιολόγησής του έδειξαν μείωση της επιθετικότητας, των προβλημάτων συμπεριφοράς, της κατάθλιψης καθώς και αυξημένο αυτο-έλεγχο (Greenberg, Kusche & Mihalic, 1998).
Μερικώς αποτελεσματικοί τρόποι αντιμετώπισης σε προληπτικό επίπεδο:
Το πρόγραμμα Fast Track είναι μια μακροπρόθεσμη σχολική παρέμβαση για τη μείωση των διαταραχών διαγωγής. Το πρόγραμμα αυτό στοχεύει στην πρόληψη επικίνδυνων συμπεριφορών σε παιδιά που βρίσκονται σε κίνδυνο για διαταρακτικές συμπεριφορές και διαθέτουν χαμηλά επίπεδα κοινωνικών δεξιοτήτων ήδη από το νηπιαγωγείο ή τον παιδικό σταθμό. Εκτείνεται από την Α’ Δημοτικού έως και την Α΄Λυκείου, εστιάζει στην ομαλοποίηση των μεταβάσεων μεταξύ σχολικών τάξεων και βαθμίδων και είναι ιδιαίτερα εντατικό κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς με καθημερινές δραστηριότητες. Περιλαμβάνει παρεμβάσεις που προάγουν την επαρκή οικογενειακή, ατομική και σχολική λειτουργικότητα προλαμβάνοντας την παραβατική συμπεριφορά σε κάθε πλαίσιο όπου είναι πιθανό να εμφανίζεται. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει γονεϊκή εκπαίδευση σε στρατηγικές αντιμετώπισης προβλημάτων μέσα στην οικογένεια, συχνές επισκέψεις στο σπίτι για την ενίσχυση των εκμαθημένων δεξιοτήτων, οικοδόμηση γονεϊκών αισθημάτων επάρκειας και αυτο-αποτελεσματικότητας, ενίσχυση της οικογενειακής οργάνωσης και ζωής, εκπαίδευση των παιδιών σε κοινωνικές δεξιότητες, καθοδήγηση των παιδιών στα μαθήματα του σχολείου τρεις φορές την εβδομάδα και τεχνικές διαχείρισης της τάξης με έμφαση σε δεξιότητες κοινωνικής επάρκειας των μαθητών και σε γνωσιακές-συμπεριφορικές τεχνικές που αξιοποιούν οι εκπαιδευτικοί μέσα στην τάξη. Το Fast Track έχει βρεθεί αποτελεσματικό σε μαθητές με διαφορετικά δημογραφικά χαρακτηριστικά (βλ. φύλο, εθνικότητα, κοινωνική τάξη, σύνθεση οικογένειας) ως προς τη μείωση της επιθετικότητας, των προβλημάτων συμπεριφοράς σε διαφορετικά πλαίσια και της επαφής των εφήβων που συμμετείχαν στο πρόγραμμα με άλλους εφήβους με αποκλίνουσα συμπεριφορά (Conduct Problems Prevention Research Group, 2002. U.S. Department of Health and Human Services, 2001).
Το πρόγραμμα Linking the Interests of Families and Teachers (LIFT)/Good Behavior Game είναι ένα σχολικό πρόγραμμα πρόληψης της εφηβικής και νεανικής παραβατικότητας και βίας. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει εκπαίδευση σε δεξιότητες στο χώρο του σχολείου σε συνδυασμό με γονεϊκή εκπαίδευση σε γονείς παιδιών που φοιτούν στις πρώτες πέντε τάξεις του Δημοτικού. Η διάρκεια του προγράμματος βασίζεται σε 21 συναντήσεις για πάνω από δέκα εβδομάδες. Το LIFT περιλαμβάνει την αξιοποίηση ενός συνομηλίκου ως θετικό πρότυπο στο προαύλιο του σχολείου για την ενθάρρυνση της θετικής κοινωνικής συμπεριφοράς ενώ η γονεϊκή εκπαίδευση διαρκεί συνολικά έξι εβδομάδες. Το πρόγραμμα εστιάζει στην πρόληψη της αντικοινωνικής συμπεριφοράς, της χρήσης ουσιών και αλκοόλ και της επαφής με άλλους συνομήλικους με παραβατικές συμπεριφορές (Eddy, Reid & Fetrow, 2000). Στο πλαίσιο της τάξης εφαρμόζεται το Good Behavior Game το οποίο αξιοποιεί συμπεριφορική εκπαίδευση σε μαθητές και εκπαιδευτικούς και στοχεύει στην αύξηση της παρακολούθησης του μαθήματος και στη μείωση της επιθετικής συμπεριφοράς μέσα στην τάξη. Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης του LIFT έδειξαν μείωση της σωματικής επιθετικότητας των παιδιών στο προαύλιο, αύξηση των επιπέδων κοινωνικών δεξιοτήτων και μείωση των συμπεριφορών αποφυγής αντιμετώπισης της παραβατικής συμπεριφοράς των παιδιών από την πλευρά των μητέρων (Reid, Eddy, Fetrow & Stoolmiller, 1999. U.S. Department of Health and Human Services, 2001). Τρία χρόνια μετά την εφαρμογή του προγράμματος, τα παιδιά είχαν λιγότερα συμπτώματα απροσεξίας, παρορμητικότητας και υπερκινητικότητας και δύο χρόνια αργότερα, στην Ε’ Δημοτικού, είχαν λιγότερες επαφές με συνομήλικους-παραβάτες, ήταν λιγότερο πιθανό να ξεκινήσουν συστηματική χρήση ουσιών και αλκοόλ και ήταν πολύ λιγότερο πιθανό να συλληφθούν από την αστυνομία. Όσον αφορά το Good Behavior Game οι εκπαιδευτικοί ανέφεραν σημαντικές μειώσεις σε συμπεριφορές επιθετικότητας και ντροπαλότητας (U.S. DHHS, 2001. Kellam, Ling, Merisca, Brown & Ialongo, 1998).
Το Seattle Social Development Project (SSDP) είναι ένα συνολικό, πολυδιάστατο πρόγραμμα που εφαρμόζεται και σε γενικό πληθυσμό εκτός από τα παιδιά που βρίσκονται σε κίνδυνο. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει εκπαίδευση γονέων και εκπαιδευτικών και δίνει έμφαση στη διαχείριση της τάξης από τους εκπαιδευτικούς, στην επίλυση συγκρούσεων και στην εκμάθηση δεξιοτήτων αντίστασης από την πλευρά των παιδιών. Οι γονείς λαμβάνουν εκπαίδευση στην οριοθέτηση, στην επικοινωνία και σε στρατηγικές διασφάλισης της σχολικής επιτυχίας των παιδιών τους. Οι αξιολογήσεις του προγράμματος έδειξαν μείωση της επιθετικότητας, των αντικοινωνικών και εξωτερικευμένων συμπεριφορών και των αυτοκαταστροφικών συμπεριφορών στο τέλος της Β’ Δημοτικού σε παιδιά που συμμετείχαν στο πρόγραμμα από την αρχή του Δημοτικού.
Επιπλέον, βρέθηκαν χαμηλότερα ποσοστά χρήσης αλκοόλ και εκδήλωσης παραβατικών συμπεριφορών σε παιδιά των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού, βελτίωση των οικογενειακών στρατηγικών αντιμετώπισης καταστάσεων, βελτίωση των σχέσεων μεταξύ γονέων και παιδιών, μεγαλύτερο «δέσιμο» και δέσμευση των παιδιών με το σχολείο και λιγότερη εμπλοκή με άλλα παιδιά με αντικοινωνική συμπεριφορά. Έρευνα παρακολούθησης στην ηλικία των 18 ετών για τους εφήβους που είχαν λάβει μέρος στο πρόγραμμα ως παιδιά έδειξε διατήρηση των παραπάνω αποτελεσμάτων. Οι έφηβοι που έλαβαν ως παιδιά το ολοκληρωμένο πρόγραμμα ήταν λιγότερο πιθανό από τα παιδιά που δεν το έλαβαν (ή από τα παιδιά που έλαβαν μια εκδοχή του προγράμματος) να εκδηλώνουν μη υγιείς σεξουαλικές συμπεριφορές και να έχουν πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους (O’Donnell, Hawkins, Catalano, Abbot & Day, 1995. U.S. DHHS, 2001).
Το πρόγραμμα Second Step είναι ένα αναλυτικό πρόγραμμα για παιδιά προσχολικής ηλικίας το οποίο διαρκεί 10 χρόνια ως την ηλικία των 14 ετών. Σκοπός του είναι η μείωση των παρορμητικών, υψηλού κινδύνου, επιθετικών συμπεριφορών καθώς και η αύξηση των συμπεριφορών κοινωνικοσυναισθηματικής επάρκειας και άλλων προστατευτικών παραγόντων. Το αναλυτικό πρόγραμμα περιλαμβάνει τρία βασικά στοιχεία: Ενσυναίσθηση, έλεγχο παρορμήσεων με δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων και αντιμετώπιση θυμού. Οι μαθητές συμμετέχουν σε ομαδικές συναντήσεις διάρκειας 20 με 50 λεπτών η καθεμία για δύο με τρεις φορές την εβδομάδα κατά τις οποίες εξασκούνται σε μια σειρά από κοινωνικές δεξιότητες. Οι γονείς των μαθητών μπορούν να λάβουν μέρος σε μια εκπαίδευση έξι συναντήσεων μέσα από την οποία εξοικειώνονται με το περιεχόμενο του αναλυτικού προγράμματος των παιδιών τους. Επίσης, οι εκπαιδευτικοί μαθαίνουν τρόπους αντιμετώπισης των διαταρακτικών συμπεριφορών στο σχολείο. Τα αποτελέσματα αξιολόγησης του προγράμματος έδειξαν ότι οι μαθητές προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας εκδήλωσαν μειωμένα ποσοστά σωματικής επιθετικότητας και έδειξαν πιο θετικές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις από τα παιδιά της ομάδας ελέγχου (Grossman, Neckerman, Koepsell, Liu, Asher, Beland, et al., 1997. McMahon, Washburn, Felix, Yakin & Childrey, 2000).
Τέλος, το πρόγραμμα The Strengthening Families Program for Parents Youth 10–14 αποτελεί προσαρμογή του προγράμματος Strengthening Families Program (ηλικίες 6–12) που παλαιότερα ονομαζόταν Iowa Strengthening Families Program. Πρόκειται για μια πολυδιάστατη οικογενειακή παρέμβαση σχεδιασμένη ειδικά για τη μείωση της χρήσης ουσιών και των συμπεριφορικών προβλημάτων παιδιών ηλικίας 10 έως 14 ετών. Το αναλυτικό πρόγραμμα βοηθά τους γονείς να βελτιώσουν τις δεξιότητες φροντίδας και αντιμετώπισης καθημερινών δυσκολιών με τα παιδιά τους και βοηθά τα παιδιά να τονώσουν τις προκοινωνικές τους συμπεριφορές. Το πρόγραμμα αποτελείται από επτά δίωρες συναντήσεις για τους γονείς και τα παιδιά και διαιρείται σε ξεχωριστές συναντήσεις με τους γονείς αλλά και σε συναντήσεις με όλη την οικογένεια. Τέσσερις συνεδρίες προαγωγής της προόδου διεξάγονται έξι μήνες και ένα χρόνο αντίστοιχα μετά το τέλος του προγράμματος για την ενίσχυση της προόδου που επιτεύχθηκε. Μια διαχρονική μελέτη σε βάθος πέντε ετών βρήκε ότι η πειραματική ομάδα των παιδιών/εφήβων είχε στατιστικά σημαντικές μειώσεις σε προβλήματα συμπεριφοράς και στη χρήση ουσιών (Molgaard, Spoth & Redmond, 2000).
Μη αποτελεσματικοί τρόποι αντιμετώπισης σε προληπτικό επίπεδο:
Παρότι η πρόληψη αποτελεί τη λογική εκλογής όσον αφορά την αποτελεσματική αντιμετώπιση της εφηβικής παραβατικότητας, υπάρχουν προληπτικά προγράμματα τα οποία δε βρέθηκε να είναι αποτελεσματικά όσο τα παραπάνω.
Το πρόγραμμα Drug Abuse Resistance Education (DARE) αποτελεί ένα καλό παράδειγμα μιας ευρέως ανεπτυγμένης προσπάθειας για τη μείωση της χρήσης ουσιών χωρίς επιτυχία (General Accounting Office, 2003). Το πρόγραμμα αυτό στην αρχική του μορφή περιλαμβάνει μία 17-ωρη παρέμβαση αστυνομικών σε επίπεδο αναλυτικού προγράμματος όσον αφορά την αντίσταση στις ναρκωτικές ουσίες σε μαθητές από την Έ Δημοτικού έως την Α’ Γυμνασίου (National Institute of Justice, 1994). Παρά τη δημοτικότητα του συγκεκριμένου προγράμματος, μια μεταανάλυση έδειξε ότι συνέβαλλε στην αύξηση της γνώσης των μαθητών για τη χρήση ουσιών και για το πως να βελτιώνουν τις κοινωνικές τους δεξιότητες χωρίς πραγματικές επιδράσεις στην πραγματική χρήση ουσιών σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο (National Institute of Justice, 1994. Lynam et al., 1999).
Επιπλέον, η έρευνα δεκαετούς παρακολούθησης των Lynam και συνεργατών (1999) έδειξε ότι το πρόγραμμα αυτό δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα στις πειραματικές ομάδες σε σχέση με όλες τις ομάδες ελέγχου που έλαβαν μέρος. Ακόμη και οι πιο αυστηρές από μεθοδολογική άποψη μελέτες που διεξήχθησαν στη συνέχεια (General Accounting Office, 2003) δεν έδειξαν κάποια στατιστικά σημαντική αποτελεσματικότητα του προγράμματος σε βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επίπεδο. Το πρόγραμμα, ωστόσο, βελτιώθηκε στη συνέχεια ενσωματώνοντας περισσότερα στοιχεία για τις πεποιθήσεις σχετικά με τη χρήση ουσιών, τις συνέπειες της χρήσης και την ανάπτυξη δεξιοτήτων αντίστασης στη χρήση με πιο ενθαρρυντικά αποτελέσματα (General Accounting Office, 2003). Αυτό είναι ένα καλό παράδειγμα προγράμματος που αντιλήφθηκε την αναποτελεσματικότητά του και βελτίωσε το αναλυτικό του πρόγραμμα με αποτέλεσμα σήμερα να αποτελεί ένα πολλά υποσχόμενο πρόγραμμα.
Συμπέρασμα
Μπορεί τα παραπάνω προγράμματα να μην έχουν εφαρμοστεί στην Ελλάδα ή να διεξήχθησαν αρκετά παλαιότερα, ωστόσο η αποτελεσματικότητά τους διατηρείται ακόμη και σήμερα ενώ αποτελούνται από αρχές που θα μπορούσαν να αποβούν βοηθητικές και ίσως καθοριστικές για τον σχεδιασμό πληρέστερων προληπτικών και θεραπευτικών προγραμμάτων για μια ολιστική αντιμετώπιση της εφηβικής παραβατικότητας και στην Ελλάδα. Αυτό που χρειάζεται είναι ένα πιο κατάλληλο θεωρητικό πλαίσιο, μια αυστηρή επιστημονική μεθοδολογία, ευαισθησία στις πολιτισμικές διαφοροποιήσεις, ορθή και αντικειμενική και αδιάλειπτη υλοποίηση των προγραμμάτων καθώς και περιεκτική αξιολόγηση και συνεργασία από κατάλληλα εκπαιδευμένους ειδικούς αγωγής υγείας και απονομής δικαιοσύνης. Επιπλέον, χρειάζεται υπομονή, επιμονή και συμμετοχή από διαφορετικούς πληθυσμούς δεδομένου ότι η πρόληψη της βίας ευρύτερα και της παραβατικότητας ειδικότερα δεν είναι ζήτημα μηνών ή λίγων ετών αλλά μια συστηματική και ενορχηστρωμένη προσπάθεια χρόνων.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί το πρόγραμμα ACT: Μικροί και Μεγάλοι κατά της Βίας το οποίο απευθύνεται σε γονείς, εκπαιδευτικούς, κοινοτικούς φορείς, μέσα μαζικής ενημέρωσης και σε κάθε ενήλικο που φροντίζει παιδιά. Το πρόγραμμα διαρκεί 8 εβδομάδες και ακολουθεί μια προσέγγιση εκπαίδευσης σε ποικίλες δεξιότητες πρόληψης και αντιμετώπισης της βίας για διαφορετικές ηλικίες παιδιών και εφήβων. Το πρόγραμμα διεξάγεται υπό την αιγίδα του Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων, του Αμερικάνικου Ψυχολογικού Συνδέσμου και του Εθνικού Συλλόγου για την Εκπαίδευση των Μικρών Παιδιών των Ηνωμένων Πολιτειών και έχει δείξει ενθαρρυντικά αποτελέσματα με τις έρευνες αποτελεσματικότητας να βρίσκονται σε εξέλιξη.
Επιπλέον, αξίζει να αναφερθεί η πληθώρα προγραμμάτων πρόληψης της νεανικής παραβατικότητας από τα Κέντρα Πρόληψης και άλλους φορείς (π.χ. υπηρεσίες επιμελητών ανηλίκων: Βλ. Κογιανάκη και Πυκνή, 2013, Φεβρουάριος) ανά την Ελλάδα των οποίων ωστόσο η αποτελεσματικότητα δεν έχει τεκμηριωθεί συνολικά αλλά μεμονωμένα και η διάχυσή τους παραμένει ακόμη προβληματική δεδομένου ότι δεν υπάρχει ένας όσο το δυνατόν πιο ενιαίος τρόπος σχεδιασμού, αξιολόγησης, παρέμβασης και επικοινωνίας των αποτελεσμάτων των προγραμμάτων αυτών.
Τέλος, τονίζεται ο καθοριστικός ρόλος του Σχολικού Ψυχολόγου όσον αφορά την πρόληψη, τον έγκαιρο εντοπισμό και την αποτελεσματική αντιμετώπιση της εφηβικής παραβατικότητας μέσω της ενεργητικής προώθησης κατάλληλων προληπτικών προγραμμάτων με αρχές όπως εκείνες αναφέρονται παραπάνω. Αυτό μπορεί να προωθηθεί πιο άμεσα πλέον από τους εποχιακούς ψυχολόγους στα σχολεία οι οποίοι ξεκίνησαν το επιστημονικό τους έργο τη χρονιά που διανύουμε και το οποίο πρόκειται να συνεχιστεί με επικεφαλείς νέους ψυχολόγους την ερχόμενη σχολική περίοδο.
Βιβλιογραφία:
– Alexander, J.F., Barton, C., Gordon, D., Grotpeter, J., Hansson, K., Harrison, R., Mears, S., Sharon, F., Mihalic, F., Parsons, B., Pugh, C., Schulman, S., Waldron, H, & Sexton, T. (1998). Blueprints for Violence Prevention, Book 3, Functional Family Therapy. Boulder, CO: Center for the Study and Prevention of Violence.
– Chamberlain, P. (1998). Treatment foster care. Rockville, MD: Juvenile Justice Bulletin, Office of Juvenile Justice and Delinquency Prevention, U.S. Department of Justice Clearinghouse.
– Chamberlain, P., & Reid, J.B. (1998). Comparison of two community alternatives to incarceration for chronic juvenile offenders. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 66, 624–633.
– Coleman, M., Pfeiffer, S., & Oakland, T. (1992). Aggression replacement training with behaviorally disordered adolescents. Behavioral Disorders, 18(1), 54–66.
– Conduct Problems Prevention Research Group. (2002). Using the Fast Track randomized prevention trial to test the early-starter model of the development of serious conduct problems. Development and Psychopathology, 14, 925–943.
– Eddy, J.M., Reid, J.B., & Fetrow, R.A. (2000). An elementary school–based prevention program targeting modifiable antecedents of youth delinquency and violence: Linking the Interests of Families and Teachers (LIFT). Journal of Emotional and Behavioral Disorders, 8(3), 165–76.
– Finckenauer, J. (1982). Scared Straight and the Panacea Phenomenon. Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall.
– Flannery, D.J., Hussey, D., & Jefferis, E. (2005). Adolescent delnquency and violent behavior. In T.P. Gullotta and G.R. Adams (Eds.),Handbook of adolescent behavioral problems: Evidence-based approaches to prevention and treatment (pp. 415-438). New York, NY: Springer.
– Flash, K. (2003). Treatment Strategies for juvenile delinquency: Alternative solutions. Child and Adolescent Social Work Journal, 20(6) 509–527.
– General Accounting Office. (2003). Youth Illicit Drug Use Prevention: DARE Long-Term Evaluations and Federal Efforts to Identify Effective Programs. Report number GAO-03-172R. Washington, DC: General Accounting Office.
– Goldstein, A.P., & Glick, B. (1987). Aggression Replacement Training. Champaign, IL: Research Press.
– Greenberg, M.T., Kusche, C., & Mihalic, S.F. (1998). Blueprints for Violence Prevention, Book Ten: Promoting Alternative Thinking Strategies (PATHS). Boulder, CO: Center for the Study and Prevention of Violence.
– Grossman, D.C., Neckerman, H.J., Koepsell, T.D., Liu, P.Y., Asher, K.N., Beland, K., Frey, K., and Rivara, F.P. (1997). The effectiveness of a violence prevention curriculum among children in elementary school. Journal of the American Medical Association, 277, 1605–1611.
-Henggeler, S. (1999). Multisystemic Therapy: An overview of clinical, procedures, outco