Υπάρχει µια εγγενής ασυµβατότητα ανάµεσα στις έννοιες του Νόµου και της Υγείας.
Ο µεν Νόµος είναι µια κοινωνική κατασκευή, εν πολλοίς αυθαίρετη, βασιζόµενη σε ηθικές παραδοχές που ως τέτοια οφείλει να είναι κατά το δυνατόν σαφής, οµοιόµορφη και ακριβής. Τα δε φαινόµενα του χώρου της Υγείας είναι κατ’ εξοχήν βιολογικά φαινόµενα (των ψυχολογικών συµπεριλαµβανοµένων), αυθύπαρκτα (δεν τα θεσµοθέτησε κανένα έλλογο όν άσχετα µε το αν τα περιέγραψε η ανθρώπινη δραστηριότητα), εν τέλει «φυσικά» φαινόµενα, στην πλειονότητάς τους εξατοµικευµένα και µε βαθµό απροσδιοριστίας και συνεχή κατανοµή.
Αυτή η εγγενής ασυµβατότητα αποτελεί κατ΄ εξοχήν την πηγή των πολλαπλών προβληµάτων που ανακύπτουν κάθε φορά που αντιµετωπίζονται ζητήµατα όπως η βία, ζητήματα τα οποία αναπόδραστα εµπλέκουν ταυτόχρονα επαγγελµατίες και του χώρου της Υγείας και τους λειτουργούς του Νοµικο-δικαϊκού συστήµατος. Έτσι, για παράδειγµα, ενώ η ανθρώπινη σεξουαλικότητα είναι από την σκοπιά των Επιστηµών της Ζωής και της Υγείας φαινόµενο συνεχές και εξατοµικευµένο (µπορεί, δηλαδή, στην εκτίµηση ενός κλινικού ένας ενήλικας να παρουσιάζει µια εµφανή ανωριµότητα στην ψυχοσεξουαλική του εξέλιξη ή και τούµπαλιν), για τον Νόµο εν γένει οφείλει να χαραχθεί ένα όριο, το οποίο να προσδιορίζει την κοινωνικά αποδεκτή ηλικία έγκυρης πληροφορηµένης συναίνεσης ενός ατόµου στην συµµετοχή του σε σεξουαλικές πρακτικές.
Τα προβλήµατα, µάλιστα, που εγείρονται ως απότοκα αυτής της ασυµβατότητας, δύνανται να αντιµετωπίζονται ευκολότερα σε ακραίες περιστάσεις (όπως π.χ. στην περίπτωση ενός 7χρονου ανήλικου παιδιού ή ενός ενήλικα µε βεβαιωµένη νοητική στέρηση, όπου αµφότεροι οι επαγγελµατίες της Υγείας και της ∆ικαιοσύνης δεν θα συναντήσουν δυσκολίες στο να συµφωνήσουν στην διαπίστωση της αδυναµίας για έγκυρη συναίνεση). Σε περιπτώσεις, όµως, µεθοριακού χαρακτήρα (όπως π.χ. στην σεξουαλικότητα της εφηβείας ή µεταξύ των ανηλίκων κ.ο.κ.), οι δυσκολίες αυτές αναδύονται πολύ µεγαλύτερες, δηµιουργώντας καθηµερινές δυσχέρειες στην άσκηση των καθηκόντων τους και στους επαγγελµατίες των υπηρεσιών Υγείας και τους λειτουργούς της ∆ικαιοσύνης.
Μια άλλη πηγή ανάλογων προβληµάτων, σχετιζόµενη µε την προαναφερθείσα, είναι η διάσταση ανάµεσα στις έννοιες της Βίας από τη µια και της Επιθετικότητας από την άλλη. Από τη µια η Επιθετικότητα (Aggression ή Aggressiveness) ή και η οµόλογή της έννοια της Εχθρικότητας (Hostility) αποτελούν ψυχο-βιολογικά χαρακτηριστικά ατόµων δυνάµενα ή όχι να εκφραστούν συµπεριφορικά, όντας (ανάλογα µε το ευρύτερο εννοιολογικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται) χαρακτηριστικά προσωπικότητας (personality/character traits) ή προδιαθέσεις (dispositions) για συµπεριφορά.
Ως τέτοιες, λοιπόν, η Επιθετικότητα και η Εχθρικότητα είναι ιδιότητες κατ’ εξοχήν του βιολογικού κόσµου: ανευρίσκονται στη φύση και σε άλλα εκτός του Homo Sapiens Sapiens είδη, δεν προϋποθέτουν το Λόγο ή την κοινωνική οργάνωση, δεν εµφανίζουν διαχρονική ή άλλη κοινωνική διακύµανση (παρά µόνον ως προς τον ορισµό ή την µέτρησή τους που, φυσικά, είναι πάντα ανθρώπινο, άρα κοινωνικό, εγχείρηµα). Από την άλλη η Βία ως εκπεφρασµένη πια συµπεριφορά αφενός δεν προϋποθέτει πάντα συντελεστικά άτοµα µε επαυξηµένη προδιάθεση Επιθετικότητας ή Εχθρικότητας και αφετέρου υποδηλώνει µια ορισµένη πολλαπλότητα επιλογών που οι φορείς της είχαν στην διάθεσή τους προς επίλυση των όποιων αντιπαραθέσεών τους.
Η Βία είναι κατ’ εξοχήν ανθρώπινη ιδιότητα µη σχετιζόµενη ποσώς µε την ενστικτώδη επιθετικότητα του ζωικού βασιλείου (που σχετίζεται συνήθως µε την διεκδίκηση τροφής, ζωτικού χώρου ή δυνατότητας αναπαραγωγής). Η Βία, λοιπόν, είναι «έλλογη» ιδιότητα, υπό την έννοια ότι οι φορείς της είχαν την δυνατότητα να διοχετεύσουν τις παρορµήσεις, διεκδικήσεις, αντιθέσεις ή προδιαθέσεις τους σε άλλους τύπους συµπεριφοράς (όπερ και τεκµαίρεται η ευθύνη για την τελική άσκηση βίας). Προς επίρρωση, δε, τούτων, η ιστορία βρίθει παραδειγµάτων για το πως το νοήµον ανθρώπινο είδος επέφερε διαχρονικά πολλαπλάσιες καταστροφές από ό,τι τα άλογα άλλα βιολογικά είδη, αλλά και για το ότι η εξέλιξη και εκλέπτυνση των µορφών του Λόγου στις ανθρώπινες κοινωνίες δεν συνοδεύτηκε κατ’ ανάγκην µε έναν ταυτόχρονο περιορισµό της εκπεφρασµένης Βίας.
Άλλωστε, η Βία ως κοινωνικό και όχι ψυχο-βιολογικό φαινόµενο, διακυµαίνεται ιστορικά όχι µόνο ως προς την αναγνώριση, την µέτρηση ή την έκφρασή της, αλλά και ως προς τον «πυρήνα» της «ουσίας» της: υφίστανται εισέτι τρόποι συµπεριφοράς που µολονότι εµφανώς προκαλούν δυσφορία, δυστυχία και βάσανα σε άτοµα ή οµάδες ανθρώπων ακόµα και εντός π.χ. του Ευρωπαϊκού πολιτισµού δεν καταχωρούνται κατά οιονδήποτε τρόπο ως εµπίπτοντες στην έννοια της Βίας. Και ακόµα, η Βία υφίσταται µόνο après coup διαπιστούµενη (γεγονός που καθιστά την πιστοποίησή της υποκείµενη στις εκάστοτε κοινωνικές ιεραρχήσεις), ενώ οι όποιες συµπεριφορικές προδιαθέσεις υπάρχουν ανεξαρτήτως τελικής έκφρασής τους ή όχι. Με λίγα λόγια: η Βία υφίσταται εντός του Λόγου ενώ η όποια προδιάθεση (Εχθρικότητα, Επιθετικότητα κ.ο.κ.) εντός του Πράγµατος. Είναι, δε, ατυχές το γεγονός ότι όχι µόνο στην καθ’ ηµέρα πράξη αλλά ακόµα και στο επίπεδο της σχετικής συζήτησης στην διεθνή επιστηµονική γραµµατεία, συχνά παρατηρείται σύγχυση ανάµεσα στις έννοιες αυτές. Έτσι, συµπεράσµατα που αναφέρονται όσον αφορά συµπεριφορικές προδιαθέσεις προβάλλονται εσφαλµένα ως ισχύοντα για τη Βία και τούµπαλιν, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις, τα ερευνητικά αυτά δεδοµένα χρησιµοποιούνται ακόµα και για την αναίρεση της ευθύνης για την εκδήλωση µιας βίαιης συµπεριφοράς.
Όσον αφορά, δε, στον ορισµό της Βίας, ο Παγκόσµιος Οργανισµός Υγείας διατύπωσε µετά από σχετική επεξεργασία το 1995 τον παρακάτω συνθετικό ορισµό: «Βία είναι η εµπρόθετη χρήση φυσικής δύναµης ή εξουσίας, επαπειλούµενη ή πραγµατική, εναντίον ενός άλλου προσώπου, του ίδιου του εαυτού ή µιας οµάδας ανθρώπων, η οποία έχει ως αποτέλεσµα την επέλευση ή την αυξηµένη πιθανότητα επέλευσης, τραυµατισµού, θανάτου, ψυχολογικής βλάβης, στρεβλής ανάπτυξης ή αποστέρησης” (W.H.O., 1997).
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, ο ορισµός αυτός εµπεριέχει ασάφειες και διασταλτικές διαστάσεις που στην εφαρµογή τους δύνανται να χαρακτηρίσουν ως βίαια καθηµερινά φαινόµενα της κοινωνικής ζωής. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι κάθε εγχείρηµα ορισµού ενός φαινοµένου είναι νοµοτελειακά καταδικασµένο να κινηθεί εντός µιας µεταξύ δυο πιθανών παρεκκλίσεων, ήτοι εκείνης του «σωβινισµού» (όπου ένας πάρα πολύ «στενός» ορισµός αποκλείει φαινόµενα που µάλλον θα έπρεπε να περιλαµβάνει) και εκείνης του «φιλελευθερισµού» (όπου ένας πολύ «ευρύς» ορισµός περιλαµβάνει στην γενικότητά του και φαινόµενα που δεν θα όφειλε να περιλάβει). Η επιλογή της «φιλελεύθερης» οπτικής υπήρξε από πλευράς του Παγκόσµιου Οργανισµού Υγείας µια επιλογή εµπρόθετη καθώς κρίθηκε ότι το τίµηµα της γενικότητας δεν µπορούσε να ισοσκελίσει τους πιθανούς κινδύνους από την δηµοσίευση ενός «στενού» ορισµού που θα «νοµιµοποιούσε» µορφές βίας µη συµπεριλαµβάνοντάς της, πράγµα, σε κάθε περίπτωση, ανεπίτρεπτο.
Έτσι, ο ορισµός που τελικά εγκρίθηκε περιέλαβε και τις µορφές επαπειλούµενης άσκησης βίας και εκείνες που τα βλαπτικά αποτελέσµατα δεν συντελέστηκαν («αυξηµένη πιθανότητα επέλευσης») και τις µορφές βίας κατά οµάδων ατόµων. Παράλληλα, ο ορισµός αυτός ενισχύθηκε για χρηστικούς λόγους µε σειρά κειµένων και εργαλείων που καθόριζαν πιο επακριβώς τα διαφορετικά είδη της Βίας (π.χ. ∆ιαπροσωπική, Ενδο-οικογενειακή κ.λ.π.), αλλά και αποσκοπούσαν στην υποβοήθηση µελετητών και επαγγελµατιών στην άσκηση των καθηκόντων τους παρακάµπτοντας εν µέρει τα προβλήµατα που απορρέουν από την γενικότητα του ορισµού αυτού.
Πρέπει, τέλος, να γίνει κατανοητό πως σε κάθε περίσταση εκδήλωσης βίας και δη διαπροσωπικής, εκτυλίσσονται ταυτόχρονα και διαλεκτικά συνδεδεµένα δυο παράλληλα φαινόµενα: το «φυσικό» – «µηχανικό» γεγονός και η ψυχολογική διαντίδραση των εµπλεκοµένων ατόµων. Έτσι και στα περιστατικά σωµατικής και στα περιστατικά σεξουαλικής βίας, αλλά και στα περιστατικά παραµέλησης, µπορεί να συνυπάρχουν και γεγονότα ή καταστάσεις «βιολογικά» µετρήσιµες – παρατηρήσιµες(κακώσεις, βιασµός, αποστέρηση κ.λ.π.) και ψυχικές ανταλλαγές µεταξύ των υποκειµένων (ανταλλαγές συναισθηµάτων). Αναγκαστικά, ενώ οι υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας θέτουν υπό διερεύνηση κατ’ εξοχήν το ψυχολογικώς διαµειβόµενο µεταξύ των εµπλεκοµένων, ο Νόµος τείνει να εστιάζει περισσότερο στην «µηχανική» πλευρά των γεγονότων («τι έγινε;», «πως έγινε;», «ποιος έκανε τι;» κ.λ.π.) ή και στις άµεσες ή απώτερες επιπτώσεις τους. Οι τελευταίες, αυτές, ωστόσο, δύνανται να επέλθουν είτε εξ αιτίας των «φυσικών» γεγονότων είτε εξ αιτίας της έντασης των ψυχικών διαντιδράσεων του βίαιου συµβάντος και των συµπαραδηλώσεών του (π.χ. εκδήλωση απαξίας για το θύµα, εµβίωση συναισθηµάτων αβοηθητότητας – Helplessness – από µέρους του, διάψευση προσδοκιών και εµπιστοσύνης προς το θύτη, εµπέδωση στερεοτύπων και ρόλων κ.ο.κ.).
Είναι, µάλιστα, δυνατόν να υπάρξουν περιστάσεις όπου το «φυσικό» – «µηχανικό» γεγονός να ελλείπει εντελώς και η ένταση και οι χαρακτήρες του ψυχολογικά διαµοιβοµένου φαινοµένου να επιφέρουν τις αυτές επιπτώσεις («ψυχολογική» βία). Κι ακόµα, η βαρύτητα των όποιων επιπτώσεων, ιδιαίτερα των απώτερων τέτοιων (που ως επί το πλείστον είναι ψυχο-κοινωνικές) στο θύµα, συνήθως συναρτάται περισσότερο µε την ψυχική διαντίδραση και λιγότερο µε την παρατηρούµενη «µηχανική» πράξη. Από αυτό το γεγονός, εκπορεύονται κάποιες πρόσθετες δυσκολίες στην εκτίµηση και την αντιµετώπιση των περιστατικών Βίας και από τους επαγγελµατίες του χώρου της Υγείας και από τους λειτουργούς του Νόµου.
Πηγή: «Βία κατά ανηλίκων: ερευνητικά δεδοµένα και εφαρµογές τους στην καθ’ ηµέρα πράξη των υπηρεσιών»
Γιώργος Νικολαΐδης Ψυχίατρος, MD, MA, MSc, PhD, ∆/ντης ∆ιεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας – Κέντρου για την Μελέτη και την Πρόληψη της Κακοποίησης – Παραµέλησης των Παιδιών Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, Νοέµβριος 2007
Image Credit: Francoise Nielly
Δείτε ακόμη στις Θεωρίες της Βίας:
To πείραμα του Stanford, του Philip Zimbardo
Yπακοή στην εξουσία, του Stanley Milgram
Η μίμηση επιθετικών προτύπων, του Albert Bandura
Διέγερση και επιθετικότητα, του Stanley Schachter
Η θεωρία της ρεαλιστικής σύγκρουσης, του Muzafar Sherif
Η ψυχαναλυτική θεωρία της επιθετικότητας, του Sigmund Freud
H ψυχολογία του “κακού”, του Philip Zimbardo