Στη βία δεν υπάρχει δύναμη, υπάρχει επιβολή και αυτό ουδεμία σχέση έχει με την πραγματική δύναμη.
Ένας μικρός διάλογος θύτη – θύματος
– «Δεν ξέρω αν είμαι κακός»
– «Δεν ξέρω αν είμαι υπερβολικός»
Δεν γεννιέται κανείς γελώντας με τον πόνο του άλλου. Μαθαίνει να γελά. Μαθαίνει να χτυπά. Μαθαίνει να μην ενδιαφέρεται. Ούτε γεννιέται κανείς νομίζοντας πως δεν αξίζει σεβασμό, αγάπη φροντίδα. Μαθαίνει να υπομένει, να ανέχεται, να αντέχει.
Στην εφηβεία η ανάγκη του «ανήκειν» είναι τόσο δυνατή που πολλές φορές δεν κοιτούν οι νέοι αν αυτό που κάνουν πονάει κάποιον – κοιτούν μόνο αν τους κάνει «κάποιους» στους άλλους. Σύμφωνα με την θεωρία κοινωνικής μάθησης του Bandura, οι συμπεριφορές που παρατηρούμε γύρω μας, ειδικά από πρότυπα με κύρος, όχι μόνο καταγράφονται, αλλά και υιοθετούνται όταν ενισχύονται θετικά. Αν ένα τραγούδι επιβραβεύει την σκληρότητα, την ειρωνεία, την γελοιοποίηση, γίνεται μέρος της κανονικότητας.
Συγκεκριμένα, η κουλτούρα της τραπ μουσικής, όπως εκφράζεται συχνά στα δημοφιλέστερα κομμάτια, ενισχύει αυτή την ταύτιση και επανάληψη συμπεριφοράς. Όταν ο στίχος χλευάζει την διαφορετικότητα και το κάνει ρυθμικά, με ένα beat που αποπροσωποποιεί τότε δεν ακούς πια για ανθρώπους αλλά για στόχους. Η «μόνη επιλογή» για να αντέξει κανείς την βία είναι να γελάσει, να την επαναλάβει ή να προσπαθήσει να την ανταποδώσει.
Το μήνυμα που λαμβάνεται είναι το εξής, για τους μεν: «Για να έχεις μια θέση στον κόσμο πρέπει να είσαι δυνατός και είσαι μόνο όταν σε φοβούνται» και για τους δε «Για να μη πονάς πρέπει να πονέσεις κάποιον άλλον πρώτα, αλλιώς σου αξίζει όσα ζεις για όσα είσαι».
Έτσι έχουμε απέναντι μας δύο μπερδεμένα παιδιά, φοβισμένα που ποθούν μια θέση στον κόσμο, δυο εκφράσεις του ίδιου πόνου.
Ο θύτης, έχει έναν πόνο τρομακτικό, έναν πόνο που φωνάζει, που είναι επικίνδυνος για τους άλλους και τον ίδιο. Έναν πόνο που φωνάζει «πρέπει να είμαι δυνατός» και ίσως μοιάζει με τα παρακάτω λόγια:
Δεν ξέρω αν είμαι κακός άνθρωπος. Είναι κακό να γελάω; Μερικές φορές γελάω όταν πέφτει κάποιος ή όταν είναι λίγο διαφορετικός μου φαίνεται αστείος. Κάποια παιδιά δεν μπορούν να μιλήσουν καθαρά και έχουν πλάκα, άλλα περπατούν με έναν δικό τους τρόπο και κάνω αστείες σκέψεις και απλά τις λέω.
Πιστεύω ότι έχω χιούμορ και κάνω πλάκα, πολλά παιδιά γελάνε με αυτά που λέω και τότε νιώθω χαρά, ότι έχω φίλους , ότι μου δίνουν σημασία, ότι μπόρεσα να σκεφτώ κάτι τόσο έξυπνο και ευφάνταστο που έκανε τόσους να γελάσουν. Πολλές φορές σκέφτομαι και για εμένα τα ίδια, γελάω και με τον εαυτό μου, με ενοχλούν κάποια χαρακτηριστικά μου και έμαθα να γελάω με αυτά, όχι πάντα βέβαια και δεν το ξέρουν αυτό οι άλλοι.
Ο μπαμπάς μου γελάει επίσης με εμένα… κάνει πλάκα για το ύψος μου, τα αυτιά μου, ότι καμιά φορά κλαίω σαν την μητέρα μου και καταλήγει να με συμβουλεύει πως οι άντρες δεν κλαίνε με τέτοια, είναι σκληροί και δυνατοί και πρέπει να μένουν στο ύψος τους. Δεν πιστεύω ότι είμαι πραγματικά κακός ούτε ο μπαμπάς μου είναι, απλά ίσως το παρακάνω μου λένε συχνά ότι ξεπέρασα τα όρια, ειδικά όταν ένα παιδί αρχίζει και κλαίει, με βάζουν τιμωρίες με αποβάλλουν και εγώ απλώς φωνάζω ότι κάνω πλάκα και οι άντρες δεν κλαίνε.
Μα όταν γυρίζω σπίτι μου φωνάζουν και εκεί και μου λένε πως όλο προβλήματα είμαι, δεν ξέρω τι θέλουν όλοι από εμένα πια.
Το θύμα έχει έναν πόνο σιωπηλό, έναν πόνο αντοχής, έναν πόνο που ψάχνει να βρει κάπου να χωρέσει με ησυχία, ώσπου περάσει η μπόρα. Έναν πόνο που κλαίει ακόμα και είναι συνειδητός, έναν πόνο που νοιάζεται να μη επιβαρύνει κανέναν που αγαπά και ίσως μοιάζει με τα παρακάτω λόγια:
Δεν ξέρω πότε άρχισαν να γελάνε μαζί μου. Ίσως κάποιες φορές αργώ να απαντήσω ή κάνω ερωτήσεις που θεωρούνται χαζές. Η μαμά μου λέει να μην ασχολούμαι όταν μου λένε κάτι κακό, ότι είναι παιδιά και δεν το εννοούν. Σκέφτομαι -καλά και εγώ τι είμαι-;
Μια φορά γύρισα σπίτι κλαίγοντας, είπα στην μητέρα μού ότι μου πέταξαν το φαγητό, μου έσκισαν την τσάντα και με κορόιδευαν. Στεναχωρήθηκε πάρα πολύ. Άρχισε να κλαίει να αναπνέει τρομακτικά και όλο έλεγε ότι αυτό της έλειπε τώρα. Δεν θέλω να την βαραίνω, προσπαθεί τόσο για εμένα. Ο μπαμπάς μου λέει ότι είμαι παραπάνω ευαίσθητος και δεν γίνεται να τα παίρνω τόσο προσωπικά όλα.
Έχουν τα δικά τους προβλήματα γι’ αυτό συχνά δεν λέω πως αισθάνομαι άλλωστε συχνά μου λένε πως υπερβάλλω. Σκέφτομαι μήπως είμαι πιο αδύναμο άτομο από τους άλλους και δεν αντέχω πολλά. Σταμάτησα να μιλάω, δεν έχει νόημα, ίσως βαρεθούν να ασχολούνται μαζί μου μια μέρα, ίσως μια μέρα απλώς να κάνουμε παρέα, να με δουν οι γονείς μου να επιστρέφω στο σπίτι με φίλους και να χαμογελάω να πάψουν να ανησυχούν, να χαρούν λιγάκι και από εμένα.
Αυτά τα δύο παιδιά έχουν ένα κοινό. Έχουν έλλειψη ασφαλούς χώρου. Ο θύτης χρειάζεται να ακουστεί χωρίς τον φόβο της απόρριψης να τον αρματώνει. Να μάθει ότι δεν χρειάζεται να πληγώνει για να νιώθει ασφαλής και ότι έχει αξία. Το θύμα χρειάζεται να νιώσει πως δεν είναι μόνο, πως τα συναισθήματα του δεν είναι υπερβολικά και έχουν χώρο και αξία. Τα παιδιά δεν χρειάζεται να μεγαλώνουν σε περιβάλλοντα αντοχής αλλά αποδοχής. Χρειάζεται φροντίδα, ασφαλής χώρος, όρια και παρουσία και για τα δύο παιδιά.
Αν μπορούσαμε για μια στιγμή να δούμε πίσω από τα λόγια, τις πράξεις, τα βλέμματα, θα βλέπαμε δύο παιδιά που πονούν. Όχι το καλό και το κακό. Αλλά δύο ψυχές που κάπου δεν τις πρόσεξαν αρκετά. Δύο φωνές που δεν ακούστηκαν, δάκρυα που δεν απορροφήθηκαν σε καμία αγκαλιά. Το ένα άρχισε να φωνάζει για να καλύψει τον πόνο του, το άλλο να σωπαίνει για να μην επιβαρύνει κανέναν, να κρύβεται για να προστατεύει και να προστατεύεται. Ανάμεσα τους, ένας κόσμος που χειροκροτεί τον δυνατό, αγνοεί τον αδύναμο, ένας κόσμος που λικνίζεται πάνω στον πόνο του άλλου, άλλοτε κρατώντας όπλα και βρίζοντας, άλλοτε ακολουθώντας απλώς έναν ρυθμό μιας βίαιης καταπάτησης εαυτού και άλλων.
Διότι στην βία δεν υπάρχει δύναμη, υπάρχει επιβολή και αυτό ουδεμία σχέση έχει με την πραγματική δύναμη και δυνατότητα του ανθρώπου να επιλέγει του ποιος θέλει να είναι.