Σε μια μελέτη που δημοσιεύεται στο PLoS ONE, μία ερευνητική ομάδα προτείνει μια εντελώς νέα προσέγγιση για την εκτίμηση του κινδύνου σχετικά με τη μελλοντική βία.
Οι προηγούμενες προσεγγίσεις έχουν βασιστεί στην εξέταση των παραγόντων κινδύνου που τυχαίνει να συνδέονται με, αλλά μπορεί να μην προκαλούν, τη βία. Για παράδειγμα,οι νέοι άνδρες, χαμηλής κοινωνικής τάξης, με προηγούμενες βίαιες καταδίκες.
Η νέα προσέγγιση αντίθετα βασίζεται στον εντοπισμό των παραγόντων κινδύνου που έχουν σαφή αιτιώδη σχέση με τη βία και περιλαμβάνουν τα συμπτώματα της σοβαρής ψυχικής διαταραχής, τις συνθήκες διαβίωσης του ασθενούς και αν βρίσκονται υπό φαρμακευτική αγωγή.
Πάνω από 300 εργαλεία εκτίμησης του κινδύνου, χρησιμοποιούνται σήμερα από τους ψυχιάτρους, ψυχολόγους και επιμελητές επιτήρησης για την αξιολόγηση των κινδύνων της βίας και της σεξουαλικής παράβασης ανάμεσα στους ψυχιατρικούς ασθενείς, τους φυλακισμένους και στο γενικό πληθυσμό. Οι συγγραφείς της μελέτης υποστηρίζουν ότι η παραγωγή μέσων αξιολόγησης του κινδύνου, έχει γίνει μια «βιομηχανία», με νέες βιομηχανίες να παράγονται ετησίως.
Οι ερευνητές του QMUL διαπίστωσαν ότι κανένα από τα νέα εργαλεία μέτρησης δεν έχει πλεονέκτημα σε σχέση με αυτά που έχουν ήδη παραχθεί και ότι οι καλύτερες προβλέψεις τους για τη μελλοντική βία είναι εσφαλμένες σε ποσοστό 30% κάθε φορά.
Ο βασικός συγγραφέας και καθηγητής Jeremy Coid από το Ινστιτούτο Wolfson QMUL της Προληπτικής Ιατρικής, δήλωσε:
«Οι ερευνητές έχουν αποκτήσει εμμονή με την μελλοντική πρόβλεψη της εκδήλωσης βίας ενός ασθενή, αντί να ψάχνουν τα αίτια της βίας. Αν και είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε ότι ο ασθενής έχει υψηλό ή χαμηλό κίνδυνο να καταστεί βίαιος όταν του δοθεί εξιτήριο από το νοσοκομείο, δεν πρόκειται να γνωρίζει κανείς ειδικός τι πρέπει να κάνει για να τους σταματήσει από το να είναι βίαιοι».
«Είναι πιο σημαντικό να γνωρίζουμε ποια είναι τα στοιχεία που σχετίζονται αιτιολογικά με τη βία, επειδή αυτά είναι οι παράγοντες που θα πρέπει να είναι οι στόχοι μας για τις μελλοντικές θεραπείες και τις παρεμβάσεις διαχείρισης, αν ο στόχος είναι η πρόληψη της μελλοντικής βίας».
Στη μελέτη, 409 άνδρες και γυναίκες ασθενείς που πήραν εξιτήριο από μεσαίου επιπέδου υπηρεσίες ασφαλείας στην Αγγλία και την Ουαλία, παρακολουθήθηκαν μετά το εξιτήριό τους στην κοινότητα. Πριν το εξιτήριό τους, πέρασαν από δύο αξιολογήσεις, τελευταίας τεχνολογίας και στη συνέχεια εξετάστηκαν ξανά μετά από 6 και 12 μήνες. Οι πληροφορίες συγκεντρώθηκαν μέσω ατομικών σημειώσεων και έρευνας του υπολογιστή της εθνικής αστυνομίας.
Η ανάλυση της ομάδας δείχνει ότι οι συνήθεις παράγοντες κινδύνου, δεν είχαν ισχυρή συνάφεια με τον εντοπισμό για το ποιος θα είναι βίαιος στο μέλλον ή όχι.
Όμως όταν οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μια αιτιακή προσέγγιση για να επιβεβαιωθεί ποιοί προστατευτικοί παράγοντες και παράγοντες κινδύνου είχαν ως αποτέλεσμα τη βία, τα συμπεράσματα ήταν πολύ διαφορετικά. Τα συμπτώματα της σοβαρής ψυχικής διαταραχής, των συνθηκών διαβίωσης των ασθενών και το καθεστώς φαρμακευτικής αγωγής, ήταν εξαιρετικά σημαντικοί παράγοντες. Οι συνέπειες των βίαιων σκέψεων, να βρίσκεται κανείς σε μια ασταθή κατάσταση της ζωής, να βρίσκεται υπο πίεση και να είναι ανίκανος να την αντιμετωπίσει, ήταν επίσης τρεις έως τέσσερις φορές ισχυρότεροι χρησιμοποιώντας το μοντέλο της αιτιώδους σχέσης με την παραδοσιακή προσέγγιση πρόβλεψης.
Ο καθηγητής Jeremy Coid πρόσθεσε: «Η μελλοντική κατεύθυνση θα πρέπει να κινηθεί προς τον εντοπισμό των παραγόντων κινδύνου που έχουν αιτιώδη σχέση με τη βίαιη συμπεριφορά και όχι εκείνες που προβλέπουν τη βίαιη συμπεριφορά. Παράγοντες όπως, να είναι κάποιος νέος άνδρας, χαμηλής κοινωνικής τάξης, με πολλές προηγούμενες βίαιες καταδίκες, μπορεί να είναι προάγγελοι εμφάνισης βίαιης συμπεριφοράς, ωστόσο, κανένας από αυτούς τους παράγοντες δεν έχει πραγματικά συνάφεια».
Πηγή: medicalxpress.com