Ο χρυσός δεν είναι κύριος της θέλησής του, κι όμως είναι ο άρχοντας του συνόλου, περιφρονημένος και άπληστα απαιτητικός, ένας άρχοντας αδυσώπητος: βρίσκεται και περιμένει.
Λίγο αργότερα, μια φθινοπωρινή νύχτα, άκουσα τη φωνή του γέρου (και αυτή τη φορά ήξερα ότι ήταν ο ΦΙΛΗΜΩΝ). Μίλησε: «Θα σε σταματήσω. Θέλω να σε εξουσιάσω. Θέλω να σε κόψω σαν νόμισμα. Θέλω να σε εμπορευτώ. Θα σε αγοράσω και θα σε πουλήσω. Θα πηγαίνεις από το ένα χέρι στο άλλο. Η βούλησή σου δεν είσαι εσύ. Είσαι η βούληση του συνόλου. Ο χρυσός δεν είναι κύριος της θέλησής του, κι όμως είναι ο άρχοντας του συνόλου, περιφρονημένος και άπληστα απαιτητικός, ένας άρχοντας αδυσώπητος: βρίσκεται και περιμένει. Όποιος τον βλέπει τον λαχταράει. Δεν τρέχει πίσω του, βρίσκεται σιωπηλά, λάμπει λαμπρά, αυτάρκης, ένας βασιλιάς που δεν χρειάζεται καμία απόδειξη της δύναμής του. Όλοι τον ψάχνουν, λίγοι τον βρίσκουν, αλλά ακόμα και το μικρότερο κομμάτι εκτιμάται ιδιαίτερα. Δεν δίνει τον εαυτό του, δεν σπαταλά τον εαυτό του. Ο καθένας τον παίρνει όπου τον βρίσκει και φροντίζει με φόβο να μη χάσει ούτε το παραμικρό κομμάτι του. Όλοι αρνούνται ότι εξαρτώνται από αυτόν, κι όμως κρυφά και με λαχτάρα τον αναζητούν. Πρέπει ο χρυσός να αποδείξει την αναγκαιότητά του; Αποδεικνύεται από την επιθυμία των ανθρώπων. Ρωτήστε τον: Ποιος με παίρνει; Αυτός που τον παίρνει τον έχει. Ο χρυσός δεν κινείται. Κοιμάται και λάμπει. Η λάμψη του προκαλεί σύγχυση. Χωρίς μια λέξη υπόσχεται τα πάντα. Εμφανίζεται επιθυμητός στους ανθρώπους. Φέρνει την καταστροφή σε αυτόν που πρόκειται να διαφθαρεί και βοηθά αυτόν που πρόκειται να ανυψωθεί να ανέβει.»
Ένας λαμπερός θησαυρός συσσωρεύεται και περιμένει τον αποδέκτη. Τι κόπο δεν αναλαμβάνει ο άνθρωπος για χάρη του χρυσού; Περιμένει και δεν συντομεύει τον κόπο του ανθρώπου – όσο περισσότερο κοπιάζει, τόσο περισσότερο εκτιμάται. Αναπτύσσεται από το υπέδαφος, από τη φωτιά. Αποκρύπτεται αργά, σε φλέβες, κρυμμένος σε βράχο. Ο άνθρωπος χρησιμοποιεί όλη του την πονηριά για να τον ξεθάψει, να τον βγάλει έξω».
Αλλά εγώ φώναξα με αποτροπιασμό: «Τι διφορούμενος λόγος, ω ΦΙΛΗΜΩΝ!»
Ο ΦΙΛΗΜΩΝ όμως συνέχισε:
«Όχι μόνο να διδάσκεις, αλλά και να αρνείσαι, επειδή για ποιο λόγο διδάσκω; Αν δεν διδάσκω, δεν πρέπει να αρνούμαι. Αλλά αν έχω διδάξει, πρέπει μετά να αρνηθώ. Διότι αν διδάσκω, δίνω σε άλλον αυτό που έπρεπε να πάρει. Καλό είναι αυτό που αποκτά, αλλά κακό είναι το δώρο που δεν αποκτήθηκε. Το να σπαταλά κανείς τον εαυτό του σημαίνει: να θέλει να καταπιέζει πολλούς. Η απάτη περιβάλλει τον δότη, διότι η δική του πρόθεση είναι απατηλή. Αναγκάζεται να αναιρέσει τα δώρα του και να αρνηθεί την αρετή του. »
Το βάρος της σιωπής δεν είναι μεγαλύτερο από το βάρος του εαυτού μου, το οποίο εγώ θέλω να σου χρεώσω. Γι’ αυτό μιλάω και διδάσκω. Ας αμυνθεί ο ακροατής απέναντι στην πονηριά μου με την οποία του φορτώνω το βάρος μου. »
Η καλύτερη αλήθεια είναι επίσης μια τόσο έξυπνη εξαπάτηση ώστε παγιδεύομαι κι εγώ ο ίδιος, για όσο διάστημα δεν βλέπω την αξία ενός επιτυχημένου τεχνάσματος». Και πάλι φοβήθηκα και φώναξα: «Ω Φιλήμων, οι άνθρωποι εξαπατήθηκαν για σένα, γι’ αυτό κι εσύ τους εξαπατάς. Όποιος όμως σε μαντεύει, μαντεύει τον εαυτό του».
Το απόσπασμα είναι από Το Κόκκινο Βιβλίο του Carl G. Jung που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα στο dioptra.gr και σε όλα τα συνεργαζόμενα βιβλιοπωλεία.










