Το συναίσθημα της αδυναμίας μας κλιμακώνεται μπροστά στο μέγεθος των καταστροφών, αλλά και στις ελλείψεις του επιτελικού κράτους και των δομών κοινωνικής προστασίας και πρόνοιας που κλείνουν την πόρτα διαρκώς στις κρίσεις και τις ανάγκες των πολιτών τους. Πώς αντέχεται αυτή η δυστοπία;
Το τελευταίο καλοκαίρι, μέχρι σήμερα, ζούμε μία αλλεπάλληλη σειρά καταστροφικών γεγονότων που συνεπάγονται με συλλογικά τραύματα, ικανά ακόμη και στην είδησή τους να μας ταρακουνήσουν. Καταστροφικές φωτιές, από τη Ρόδο μέχρι τον Έβρο, δολοφονίες με ρατσιστικά ή και άλλα κίνητρα, γυναικοκτονίες και γυναίκες που γλύτωσαν στην κόψη του ξυραφιού τη ζωή τους από τους γυναικοκτόνους και τις τελευταίες ημέρες, διαρκείς πλημμύρες από τη Λάρισα και την Καρδίτσα μέχρι το κέντρο της Αθήνας. Κοινώς, μία κατάσταση που πολλοί χαρακτηρίζουν ως δυστοπία.
Η δυστοπία είναι το αντίθετο της ουτοπίας: μία κοινωνία ανεπιθύμητη ή τρομακτική, ένας κόσμος εξαιρετικά δύσκολος να ζήσεις μέσα σε αυτόν. Από το πρωί που ξεκινάει κανείς να πάει στη δουλειά του και μπορεί να πλημμυρίσει ο σταθμός του μετρό που βρίσκεται και να κινδυνεύσει η ζωή του, μέχρι την καθυστέρηση στο βαγόνι με την είδηση ότι ακόμη ένας συνάνθρωπός μας, προσπάθησε να βάλει τέλος στη ζωή του, πέφτοντας στις ράγες.
Από το εντελώς απλό και συνηθισμένο μας scrolling στα social media που μπορεί να ξεκινήσουμε με την προοπτική να «ξεχαστούμε» και να καταλήξουμε να ενημερωνόμαστε για το έγκλημα που διαπράχθηκε την προηγούμενη ημέρα, μοιάζει σα να είμαστε πολίτες μίας χώρας, η οποία μόνο αρνητικά μας επηρεάζει και καθόλου δε μπορούμε να την επηρεάσουμε εμείς με γόνιμες προσθήκες.
Το συναίσθημα της αδυναμίας μας κλιμακώνεται μπροστά στο μέγεθος των καταστροφών, αλλά και στις ελλείψεις του επιτελικού κράτους και των δομών κοινωνικής προστασίας και πρόνοιας που κλείνουν την πόρτα διαρκώς στις κρίσεις και τις ανάγκες των πολιτών τους. Είτε είμαστε άμεσα επηρεασμένοι από τις καταστάσεις αυτές, δηλαδή φίλοι και συγγενείς των πληγέντων, ή οι ίδιοι βιώνουμε μία απώλεια της περιουσίας, των ανθρώπων μας, της κατοικίας ή της εργασίας μας λόγω των καταστροφών, είτε βρισκόμαστε στη δεύτερη γραμμή των συμβάντων, το ερώτημα για όλους δεν παύει να παραμένει το ίδιο. Πώς αντέχεται αυτή η δυστοπία;
Οι μηχανισμοί επιβίωσης των ανθρώπων, απέναντι στις μεγάλες καταστροφές και όλα τα γεγονότα εκείνα που φαίνεται να τους ξεπερνούν, έχουν αποδειχθεί με την πάροδο του χρόνου ότι καλά κρατούν. Γιατί, και ο άνθρωπος σαν ένας ζωντανός οργανισμός, θέτει ακόμη και ασυνείδητα πρώτη την επιβίωσή του όταν έρχεται αντιμέτωπος με το βίαιο άγνωστο που τον καταδιώκει. Ο καθένας πάντοτε με το δικό του τρόπο και ανάλογα με το πως έχουν δομηθεί η ζωή και οι αποθήκες ενέργειάς του, πολύ πριν την καταστροφή.
Δηλαδή, ανάλογα με τις πηγές από τις οποίες αντλούσε δύναμη και ελπίδα μέχρι τώρα, τουτέστιν, από το υποστηρικτικό του δίκτυο, από την εργασία του, από τους σκοπούς και τα όνειρά του, από όλους εκείνους τους παράγοντες δηλαδή, που πάντα όταν έπεφτε, μπορούσαν να τον σηκώσουν.
Δυστυχώς η κατάσταση που βιώνουμε τελευταία, θα μπορούσε ενδεχομένως να χαρακτηριστεί ως παραπάνω ψυχοπιεστική από το «σύνηθες», καθώς βλέπουμε καθημερινά, πως λόγω της έλλειψης των κρατικών υποδομών, πολύ συχνά αυτό που σώζει το συνάνθρωπό μας, είναι η αλληλεγγύη. Μία συνθήκη που από τη μία είναι εξαιρετικά δυνατή στο να προσδώσει ελπίδα στην ανθρωπότητα καθώς δεν υπάρχει κάτι πιο όμορφο από τα ευγενή αντανακλαστικά των διπλανών μας, από την άλλη όμως, μας τοποθετεί και σε μία θέση ευθύνης, στην οποία ελάχιστα γνωρίζουμε να ανταπεξέλθουμε, καθώς ακόμη και οι πιο δυνατοί υπερήρωες της Marvel να ήμασταν, δύσκολα θα μπορούσαμε να καλύψουμε τόσες πτυχές και τόσες πληγές ταυτόχρονα με τα ελάχιστα μέσα που διαθέτουμε.
Διαβάστε σχετικά: Η αξία της κοινωνικής υποστήριξης σε καταστάσεις κρίσης
Ωστόσο, η ιστορία των πρόσφατων ημερών, δείχνει πολύ έντονα, τη δύναμη των ατομικοτήτων που όταν συμπράττουν και γίνονται συλλογικότητα, καταλήγουν σε μια αποδοτική γροθιά. Crowdfundings που μέσα σε μερικές ώρες μαζεύουν χιλιάδες ευρώ, ικανά να απαντήσουν έστω σε κάποιες ανάγκες, συλλογή ρούχων και τροφίμων, άνθρωποι που παίρνουν τις φουσκωτές βάρκες και τα τρακτέρ για να σώσουν τους γείτονές τους, ένα χέρι που εμφανίζεται από το πουθενά στη γυναίκα που πάει να την παρασύρει το ρέμα στη Βασιλίσσης Σοφίας. Καλώς ή κακώς, φαίνεται πως ό, τι έχουμε για να σωθούμε, είναι ο ένας τον άλλο.
Τι κάνουμε όμως εάν δεν αντέχουμε να σώσουμε όχι μόνο το διπλανό μας αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό; Πέρα λοιπόν από το έντονο στρες που βιώνουμε λόγω των καταστάσεων, που μπορεί να έχει τεράστιες συνέπειες τόσο στην ψυχική όσο και στη σωματική μας υγεία, πολλές φορές μπορεί να πιάσουμε τον εαυτό μας να βιώνει και ενοχές, γιατί ενδεχομένως να μην αντέχει να βοηθήσει, να κοινοποιήσει στα social media του τις ανάγκες σε κάθε περιοχή ή μπορεί και να μη διαθέτει καν λίγα χρήματα να δωρίσει αλλά ούτε και ψυχική ενέργεια να ασχοληθεί με όσα συμβαίνουν.
Τότε φοβάται πως θα χαρακτηριστεί ως «αναίσθητος» και ακόμα και σε μία στιγμή ελάχιστης ευτυχίας στη μέρα του, να καταλήγει να σκέφτεται : «Μα καλά, μήπως κάνω άσχημα που γέλασα, ενώ γύρω μου πεθαίνουν άνθρωποι; Μήπως να ντρέπομαι που έκανα μία έξοδο ενώ ακόμα ξεσκονίζω από πάνω μου τις στάχτες της Πάρνηθας»;
Και ακόμη και αυτές οι σκέψεις, είναι ενδεικτικές του ότι η δύναμη της ανθρωπιάς μας δεν έχει χαθεί. Άραγε όμως, είναι ενδεικτικό της αναισθησίας ή κάποιας μορφής κοινωνικής απάθειας, το να αναγνωρίζει κανείς πως δεν αντέχει άλλο ; Γιατί, μη γελιόμαστε, όσο δυνατοί και αν είναι οι οργανισμοί μας στην επιβίωση, όλοι το ξέρουμε πως δεν είμαστε από ατσάλι και πως ακόμη και όταν επιβιώνουμε, μετά έχουμε πολλά κατάλοιπα τραύματα να διαχειριστούμε, προκειμένου να έρθουμε στο φως.
Το να χτίζουμε την ανθεκτικότητά μας, ίσως να αποδειχθεί πως ήταν και παραμένει το στοίχημα της εποχής μας, αλλά είναι και ο μοναδικός δρόμος προκειμένου να επιβιώσουμε.
Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό, σε τόσο σκληρές στιγμές, που ισοδυναμούν – αν τολμώ να το πω- με χαρακτηριστικά στιγμών που λαμβάνουν χώρα σε εμπόλεμες ζώνες, να ακούμε βαθιά τις ανάγκες μας. Να παίρνουμε μία ανάσα. Να κλείνουμε το κινητό και τη ροή ειδήσεων για κάποιες ώρες, να πηγαίνουμε την πολύτιμη εκείνη βόλτα που τόσο έχουμε ανάγκη, να κοιμόμαστε, να γελάμε από τα έγκατα της ψυχής μας με τις ατάκες των φίλων ή της αγαπημένης μας σειράς, να διαβάζουμε το βιβλίο που μας έχει κινήσει την περιέργεια, να αναζητούμε βοήθεια αν νιώθουμε πως όλο αυτό που εκτυλίσσεται μας ξεπερνά.
Με λίγα λόγια, να αποσυνδεόμαστε, έστω για λίγο. Γιατί αυτός, ίσως να είναι και ο μόνος τρόπος για να μπορέσουμε να συνδεθούμε ξανά.
Συγγραφέας: Μάιρα Ζαρέντη, Ψυχολόγος (Msc)- Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια (Εκπ.)
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*