PsychologyNow Team

10 Διάσημα Ψυχολογικά Πειράματα που Δεν θα Διεξάγονταν Σήμερα

10 Διάσημα Ψυχολογικά Πειράματα που Δεν θα Διεξάγονταν Σήμερα

PsychologyNow Team
φωτογραφία από το πείραμα του Στάνφορντ

O Αμερικανικός Ψυχολογικός Σύλλογος (American Psychology Association) εφαρμόζει σήμερα έναν αυστηρό Κώδικα Δεοντολογίας όταν πρόκειται για ψυχολογικά πειράματα που σχετίζονται με την ηθική.


Οι πειραματιστές πρέπει να τηρούν διάφορους κανόνες από την εχεμύθεια ως τη συναίνεση μέχρι τα αποδεδειγμένα οφέλη του γενικού πληθυσμού με την παράλληλη συνδρομή και εποπτεία συμβουλίων αξιολόγησης που επιβάλουν αυτές τις δεοντολογίες. Όμως οι κανόνες δεν ήταν πάντα τόσο αυστηροί και έτσι εξηγείται το πώς έχουν προκύψει μερικές από τις πιο διάσημες μελέτες στην ψυχολογία.

1. ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΑΛΜΠΕΡΤ

Το 1920, στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, ο John B. Watson διεξήγαγε μια μελέτη κλασικής εξάρτησης, ένα φαινόμενο που συνδυάζει ένα εξαρτημένο ερέθισμα με ένα μη εξαρτημένο ερέθισμα μέχρι να παράγουν το ίδιο αποτέλεσμα. Αυτό το είδος εξάρτησης μπορεί να δημιουργήσει μια αντίδραση σε έναν άνθρωπο ή σε ένα ζώο σε σχέση με ένα αντικείμενο ή με έναν ήχο, που σε διαφορετική περίπτωση δεν θα υπήρχε καμία σύνδεση. Η «κλασική εξάρτηση» είναι ευρέως συνδεδεμένη με τον Ιβάν Παβλόφ, ο οποίος χτυπούσε ένα κουδούνι κάθε φορά που τάιζε το σκύλο του, μέχρι που απλά και μόνο ο ήχος του κουδουνιού έκανε το σκύλο του να εκκρίνει σάλιο.

Ο Watson δοκίμασε την «κλασική εξάρτηση» σε ένα μωρό 9 μηνών, που το ονόμασε Άλμπερτ Β. Το νεαρό αγόρι όταν ξεκίνησε το πείραμα, αγαπούσε τα ζώα, ιδιαίτερα ένα λευκό ποντικό. Ο Γουάτσον άρχισε να συνδυάζει την παρουσία του ποντικιού με έναν δυνατό ήχο, που προκαλείτο από το χτύπημα ενός μεταλλικού σφυριού. Ως αποτέλεσμα,  ο Άλμπερτ άρχισε να αναπτύσσει έναν φόβο για το λευκό ποντικό, καθώς και για τα περισσότερα ζώα, ακόμα και για τα γούνινα αντικείμενα. Το πείραμα αυτό θεωρείται ιδιαίτερα ανήθικο σήμερα, γιατί ο Άλμπερτ δεν κατάφερε ποτέ να απευαισθητοποιηθεί από τις φοβίες που του δημιούργησε ο Watson. Ο Άλμπερτ πέθανε στην ηλικία των έξι ετών από μιας άσχετης φύσεως ασθένεια, οπότε οι γιατροί δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσουν εάν οι φοβίες του, θα διαρκούσαν και στην ενηλικίωση.

2. ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ASCH

Ο Solomon Asch μελέτησε πειραματικά τη «συμμόρφωση» στο Κολλέγιο του Swarthmore, το 1951, τοποθετώντας έναν συμμετέχοντα σε μία ομάδα, η οποία είχε σαν στόχο να ταιριάζει τις γραμμές που είχαν σχεδόν το ίδιο μήκος. Οι εξεταζόμενοι έπρεπε να αναφέρουν ποια από τρεις γραμμές που τους έδειχναν, είχε σχεδόν το ίδιο μήκος με μία γραμμή αναφοράς. Αυτό που δεν γνώριζε ο συμμετέχων, ήταν ότι ανήκε σε μια ομάδα ηθοποιών, οι οποίοι και ήταν συννενοημένοι να δώσουν τη σωστή απάντηση δύο φορές, και στη συνέχεια, να δώσουν όλοι τους την ίδια εσφαλμένη απάντηση. Ο Asch ήθελε να δει εάν ο συμμετέχων θα συμφωνούσε με τους άλλους συμμετέχοντες και θα άρχιζε και αυτός να δίνει λάθος απαντήσεις, από φόβο ότι δεν θα είναι μέλος της ομάδας, άρα και παρείσακτος.

Τριάντα επτά από τους πενήντα συμμετέχοντες, συμφώνησαν με τις εσφαλμένες απαντήσεις της ομάδας, παρά την ύπαρξη ξεκάθαρων αποδείξεων για το αντίθετο. Ο Asch παραπλάνησε τους συμμετέχοντες στο πείραμά του, χωρίς να πάρει την συγκατάθεσή τους,  και για αυτό το λόγο η μελέτη του δεν θα μπορούσε να επαναληφθεί σήμερα.

3. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΥ ΘΕΑΤΗ

Με βάση τα σημερινά πρότυπα, ορισμένα ψυχολογικά πειράματα που είχαν σχεδιαστεί στο παρελθόν για να αξιολογήσουν την επίδραση του περαστικού θεατή, θεωρούνται ανήθικα. Το 1968, ο Τζον Ντάρλι και ο Μπιμπ Λατέιν έδειξαν ενδιαφέρον για τους μάρτυρες εγκλημάτων, που δεν αναλάμβαναν δράση. Συγκεκριμένα, τους κίνησε το ενδιαφέρον ο φόνος της Κίτι Τζινοβέσε, μιας νεαρής γυναίκας της οποίας η δολοφονία ενώ είχε ειδωθεί από πολλούς, δεν εμποδίστηκε από κανέναν. 

Οι δυο τους πραγματοποίησαν μια μελέτη στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, κατά τη διάρκεια της οποίας έδιναν σε καθέναν από τους συμμετέχοντες ένα ερωτηματολόγιο και τον άφηναν μόνο του σε ένα δωμάτιο για να το συμπληρώσει. Μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα, άρχιζε να βγαίνει καπνός, χωρίς όμως επιβλαβείς επιπτώσεις, μέσα στο δωμάτιο. Η μελέτη έδειξε ότι οι συμμετέχοντες που ήταν μόνοι τους μέσα στο δωμάτιο, ανέφεραν γρηγορότερα το περιστατικό του καπνού από τους συμμετέχοντες που ανήκαν σε μια ομάδα.

Οι μελέτες αποδείχτηκαν ανήθικες, αφού έθεταν τους συμμετέχοντες σε κίνδυνο ψυχολογικού τραυματισμού. Οι Ντάρλι και Λατέιν, έπαιζαν στους συμμετέχοντες μια ηχογράφηση ενός ηθοποιού που προσποιούταν ότι είχε μία επιληπτική κρίση, οι οποίοι όμως πίστευαν ότι άκουγαν ένα πραγματικό επείγον ιατρικό περιστατικό, το οποίο συνέβαινε κοντά στην αίθουσα που βρίσκονταν. Και σε αυτή την περίπτωση, οι συμμετέχοντες αντιδρούσαν πολύ πιο γρήγορα, όταν πίστευαν ότι ήταν τα μοναδικά πρόσωπα που άκουγαν την επιληπτική κρίση.

4. ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ ΜΙΛΓΚΡΑΜ

Ο Stanley Milgram, ψυχολόγος από το Πανεπιστήμιο του Γέιλ, ήθελε να κατανοήσει περαιτέρω, πώς τόσοι πολλοί άνθρωποι συμμετείχαν στις σκληρές πράξεις του Ολοκαυτώματος. Διατύπωσε τη θεωρία ότι γενικότερα οι άνθρωποι έχουν την τάση να υπακούν σε προσωπικότητες με εξουσία, θέτοντας το ερώτημα, «Μήπως ο Άιχμαν και εκατομμύρια συνεργοί του στο Ολοκαύτωμα, απλώς ακολουθούσαν διαταγές; Θα μπορούσαμε να τους αποκαλούμε όλους συνενόχους;» Για αυτόν το λόγο, το 1961, άρχισε να διεξάγει «πειράματα υπακοής».

Οι συμμετέχοντες είχαν την εντύπωση ό,τι έπαιρναν μέρος σε μία μελέτη που είχε να κάνει με την μνήμη. Σε κάθε δοκιμή υπήρχαν δύο συμμετέχοντες, ένας είχε το ρόλο του «δασκάλου» και ο άλλος το ρόλο του «μαθητή». Στην πραγματικότητα όμως, υπήρχε μόνο ένας εξεταζόμενος, αφού το δεύτερο άτομο ήταν ένας ηθοποιός. Το πείραμα ήταν σχεδιασμένο έτσι ώστε ο συμμετέχων να έχει πάντα το ρόλο του «δασκάλου». Ο «δάσκαλος» και ο «μαθητής» τοποθετούνταν σε ξεχωριστά δωμάτια και ο «δάσκαλος» έπρεπε να ακολουθήσει συγκεκριμένες οδηγίες. Κάθε φορά που ο «μαθητής» έδινε μια λανθασμένη απάντηση, ο «δάσκαλος» έπρεπε να πατάει ένα κουμπί που θα δημιουργούσε ηλεκτροσόκ στον «μαθητή», τα οποία και αυξάνονταν σε τάση κάθε φορά και που κατέληγαν με τον ηθοποιό να αρχίζει να διαμαρτύρεται, βγάζοντας όλο και πιο απελπιστικές κραυγές. Ο Μίλγκραμ ανακάλυψε ότι η πλειοψηφία των συμμετεχόντων ακολούθησε τις οδηγίες και συνέχισε την εφαρμογή των ηλεκτροσόκ, παρά την σαφή ενόχληση του «μαθητή».

Αν τα ηλεκτροσόκ ήταν όντως πραγματικά και ήταν υπό την τάση που είχαν επισημανθεί, θα είχαν προκαλέσει ακόμα και το θάνατο του «μαθητή» στο διπλανό δωμάτιο. Η αποκάλυψη αυτού του γεγονότος στους συμμετέχοντες μετά την ολοκλήρωση της μελέτης, αποτελεί  ένα σαφές παράδειγμα ψυχολογικού τραύματος.

5. ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΤΟΥ HARLOW ΣΕ ΜΑΙΜΟΥΔΕΣ

Τη δεκαετία του 1950, ο Harry Harlow από το Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν εξέτασε τη βρεφική εξάρτηση χρησιμοποιώντας στα πειράματά του μαϊμούδες και όχι μωρά. Η μαϊμού απομακρυνόταν από την πραγματική της μητέρα, την οποία και αντικαθιστούσαν δύο άλλες «μητέρες»,  μια κατασκευασμένη από ύφασμα και μια άλλη κατασκευασμένη από σύρμα. Η «μητέρα» από πανί δεν εξυπηρετούσε κανένα σκοπό, εκτός από τη παρήγορη αίσθηση, ενώ η «μητέρα» από σύρμα τάιζε την μαϊμού μέσω ενός μπουκαλιού. Η νεαρή μαϊμού, περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας της δίπλα στη «μητέρα» από πανί και μόνο περίπου μία ώρα την ημέρα δίπλα στη «μητέρα» από σύρμα, παρά τον συσχετισμό μεταξύ της «μητέρας» από σύρμα και του φαγητού.

Ο Harlow χρησιμοποίησε επίσης τον εκφοβισμό, για να αποδείξει ότι η μαϊμού αναγνώριζε τη «μητέρα»  από πανί ως ανώτερη, με το να τρομάζει τα βρέφη τα οποία και κατέληγαν να βρίσκουν καταφύγιο στη «μητέρα» από πανί. Ο Χάρλοου πραγματοποίησε επίσης πειράματα που απομόνωναν μαϊμούδες από άλλες μαϊμούδες, προκειμένου να αποδείξει ότι εκείνες που δεν μάθαιναν να είναι μέρος της ομάδας σε νεαρή ηλικία δεν θα ήταν σε θέση να ενσωματωθούν σε μία ομάδα και να ζευγαρώσουν, όταν μεγάλωναν. Τα πειράματα του Χάρλοου διακόπηκαν το 1985, λόγω της εφαρμογής κανόνων κατά της κακομεταχείρισης των ζώων, καθώς και των ανθρώπων από τον Αμερικανικό Ψυχολογικό Σύλλογο (American Psychology Association). Ωστόσο, ο Νεντ Κάλιν, πρόεδρος του τμήματος Ψυχιατρικής και Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου του Ουισκόνσιν, ξεκίνησε πρόσφατα τη διεξαγωγή παρόμοιων πειραμάτων που έχουν σαν αντικείμενο την απομόνωση νεογνών μαϊμούδων και την έκθεσή τους σε τρομακτικά ερεθίσματα. Ελπίζει να ανακαλύψει στοιχεία για το ανθρώπινο άγχος, αλλά αντιμετωπίζει αντίσταση από διάφορες φιλοζωικές οργανώσεις και την ευρύτερη κοινή γνώμη.

6. ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΗΣ «ΜΑΘΗΜΕΝΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ»

Τα πειράματα του Martin Seligman για την «μαθημένη ανικανότητα» θα μπορούσαν και αυτά, από ηθικής πλευράς, να τεθούν υπό αμφισβήτηση σήμερα, λόγω της κακομεταχείρισης των ζώων που συμμετείχαν. Το 1965, ο Σέλιγκμαν και η ομάδα του χρησιμοποίησαν σκυλιά ως υποκείμενα για τη μελέτη τους, με σκοπό να εξετάσουν πώς αντιλαμβάνεται κάποιος τον έλεγχο. Η ομάδα τοποθετούσε ένα σκύλο στη μία πλευρά ενός κουτιού που χωριζόταν στη μέση από ένα χαμηλό εμπόδιο. Στη συνέχεια, του έκαναν ένα ηλεκτροσόκ, το οποίο θα μπορούσε να αποφευχθεί, εάν ο σκύλος πηδούσε στο άλλο μισό του κουτιού. Τα σκυλιά έμαθαν γρήγορα πώς να αποφεύγουν να δέχονται ηλεκτροσόκ.

Η ομάδα του Σέλιγκμαν, στη συνέχεια έδεσε με λουριά, μια ομάδα από σκύλους και τους πραγματοποιούσε τυχαία ηλεκτροσόκ, τα οποία ήταν εντελώς αναπόφευκτα. Την επόμενη μέρα, τα σκυλιά αυτά τοποθετούνταν στο κουτί με το φράγμα και παρά τις νέες συνθήκες που τους επέτρεπαν να ξεφεύγουν από τις οδυνηρές κρίσεις, δεν προσπαθούσαν καν να πηδήξουν πάνω από το φράγμα, παρά μόνο έκλαιγαν, επιδεικνύοντας έτσι «μαθημένη ανικανότητα».

7. ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ«ΣΠΗΛΑΙΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΗΣΤΕΣ»

Ο Muzafer Sherif διεξήγαγε το «πείραμα του σπηλαίου με τους ληστές» το καλοκαίρι του 1954, δοκιμάζοντας την δυναμική μίας ομάδας στην περίπτωση συγκρούσεων. Τοποθέτησαν μια ομάδα προ-εφήβων αγοριών σε μία θερινή κατασκήνωση, τα οποία όμως δεν γνώριζαν ότι οι σύμβουλοι τους ήταν στην πραγματικότητα ψυχολόγοι ερευνητές. Τα αγόρια χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, οι οποίες παρέμεναν χωριστές και έρχονταν σε επαφή, μόνο όταν συναγωνίζονταν σε αθλητικές εκδηλώσεις ή σε άλλες δραστηριότητες.

Οι πειραματιστές στόχευσαν στην αυξημένη ένταση μεταξύ των δύο ομάδων, κυρίως με τη διατήρηση των αποτελεσμάτων των διαγωνισμών περίπου στα ίδια επίπεδα. Στη συνέχεια, ο Σέριφ σκηνοθέτησε προβλήματα, όπως μία έλλειψη νερού, που απαιτούσε από τις δύο ομάδες να ενωθούν και να συνεργαστούν προκειμένου να επιτευχθεί ένας στόχος. Μετά τη σκηνοθεσία παρόμοιων προβλημάτων, οι ομάδες έγιναν αχώριστες και φιλικές η μία προς την άλλη.

Αν και το πείραμα φαίνεται απλό και ίσως ακίνδυνο, θα θεωρούταν ανήθικο σήμερα, επειδή ο Σέριφ εξαπάτησε τα αγόρια, αφού δεν γνώριζαν ότι συμμετείχαν σε ένα ψυχολογικό πείραμα και ως αποτέλεσμα δεν είχε τη συναίνεση των συμμετεχόντων.

8. ΤΟ «ΤΕΡΑΤΩΔΕΣ» ΠΕΙΡΑΜΑ

Το 1939 στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα, ο Wendell Johnson και η ομάδα του ήλπιζαν να ανακαλύψουν την αιτία του τραυλισμού, επιχειρώντας να προκαλέσουν σε ορφανά παιδιά τραυλισμό. Συμμετείχαν 22 νεαρά άτομα, εκ των οποίων τα 12 δεν είχαν τραυλισμό. Τα έντεκα παιδιά από την ομάδα ακολούθησαν μία θετική διδασκαλία, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά αντιμετώπισαν αρνητική διδασκαλία. Οι δάσκαλοι έλεγαν συνεχώς στη δεύτερη ομάδα ότι είχε προβλήματα τραυλισμού. Παρ’ όλο που καμία από τις δύο ομάδες δεν απέκτησε τραυλισμό στο τέλος του πειράματος, η ομάδα που δέχτηκε αρνητική μεταχείριση, ανέπτυξε πολλά από τα προβλήματα αυτοπεποίθησης που συχνά συνδέονται με όσους έχουν τραυλισμό. Ίσως το ενδιαφέρον του Τζόνσον για αυτό το φαινόμενο να είχε να κάνει με το δικό του τραύλισμα ως παιδί, αλλά η μελέτη αυτή δεν θα μπορούσε να περάσει από την έγκριση ενός σημερινού συμβουλίου αξιολόγησης.

Μολονότι ο Τζόνσον ανέπτυξε τη φήμη ενός ανήθικου ψυχολόγου, το Πανεπιστήμιο της Αϊόβα δεν διέγραψε το όνομά του από τη Κλινική Ομιλίας και Ακοής του Πανεπιστημίου.

9.  ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΕ ΓΑΛΑΝΑ ΜΑΤΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΜΕ ΚΑΣΤΑΝΑ ΜΑΤΙΑ

Η Jane Elliott δεν ήταν ψυχολόγος, αλλά το 1968, ανέπτυξε μία από τις πιο διάσημες και αμφιλεγόμενες μελέτες, διαχωρίζοντας μαθητές σε μια ομάδα με γαλανά μάτια και σε μια ομάδα με καστανά μάτια. Η Έλλιοτ ήταν δασκάλα σε ένα δημοτικό σχολείο στην Αϊόβα, η οποία προσπάθησε να μεταδώσει στους μαθητές της μια βιωματική εμπειρία για τις διακρίσεις, μια ημέρα μετά τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ και αυτό το πείραμα έχει ιδιαίτερη σημασία για την επιστήμη της ψυχολογίας ακόμα και σήμερα μετασχηματίζοντας και την καριέρα της Έλλιοτ, όσον αφορά στην ποικιλόμορφη εκπαίδευση.

Αφού χώρισε την τάξη σε δύο ομάδες, αναφέρθηκε σε μια ψεύτικη επιστημονική έρευνα, υποστηρίζοντας ό,τι η μία ομάδα ήταν ανώτερη από την άλλη και για όλη τη διάρκεια της σχολικής ημέρας, η συγκεκριμένη ομάδα αντιμετωπιζόταν ως ανώτερη. Η Έλλιοτ ανακάλυψε ότι χρειάστηκε μόνο μια ημέρα για την «ανώτερη ομάδα» να γίνει σκληρότερη,  και για την «κατώτερη ομάδα» να γίνει πιο ανασφαλής. Η «ανώτερη ομάδα» ήταν πότε η ομάδα με τα μπλε μάτια και πότε η ομάδα με τα καστανά μάτια, έτσι ώστε όλοι οι μαθητές να βιώσουν τις ίδιες προκαταλήψεις.

Η άσκηση της Έλλιοτ, η οποία και επαναλήφθηκε το 1969 και στη συνέχεια το 1970, δέχτηκε μεγάλη δημόσια κατακραυγή, για αυτό είναι πιθανό να μην μπορούσε να επαναληφθεί σε ένα ψυχολογικό πείραμα ή σε μία τάξη σήμερα. Οι κύριες ανησυχίες δεοντολογίας αφορούσαν στην εξαπάτηση και την απουσία συναίνεσης, αν και μερικοί από τους αρχικούς συμμετέχοντες εξακολουθούν να θεωρούν ό,τι το πείραμα αυτό άλλαξε τη ζωή τους.

10. THE STANFORD PRISON EXPERIMENT

Το 1971, ο Philip Zimbardo από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, διεξήγαγε το περίφημο «πείραμα κρατουμένων», που είχε ως στόχο να εξετάσει τη συμπεριφορά μίας ομάδας και τη σημασία των ρόλων. Ο Ζιμπάρντο και η ομάδα του επέλεξαν μια ομάδα 24 φοιτητών από ένα κολέγιο αρρένων που θεωρούνταν «υγιείς», τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά. Οι άνδρες είχαν υπογράψει για να συμμετάσχουν σε μια «ψυχολογική μελέτη για τη ζωή στις φυλακές», για την οποία θα πληρώνονταν 15 δολάρια ανά ημέρα.

Βάσει τυχαίας επιλογής, ανατέθηκε στους μισούς να είναι φυλακισμένοι και οι άλλοι μισοί να έχουν το ρόλο των φρουρών των φυλακών. Το πείραμα πραγματοποιήθηκε στο υπόγειο του τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, όπου η ομάδα του Ζιμπάρντο είχε δημιουργήσει μια αυτοσχέδια φυλακή. Οι πειραματιστές σχεδίασαν ακραία σκηνικά, προκειμένου να δημιουργήσουν μια ρεαλιστική εμπειρία για τους κρατούμενους, συμπεριλαμβανομένων ακόμα και ψεύτικων συλλήψεων στα σπίτια των συμμετεχόντων.

Οι κρατούμενοι υποβλήθηκαν σε μια αρκετά αντιπροσωπευτική εισαγωγή στη ζωή της φυλακής, η οποία περιελάμβανε το να υποβάλλονται σε ψεκασμούς καθαρισμού και το να φορούν μια δυσάρεστη στολή. Στους φρουρούς είχαν δοθεί ασαφής οδηγίες, που περιελάμβαναν ότι δεν θα έπρεπε ποτέ να είναι βίαιοι με τους κρατούμενους, αλλά ότι θα χρειαζόταν όμως να διατηρούν τον έλεγχο. Η πρώτη μέρα πέρασε χωρίς να υπάρξει κάποιο επεισόδιο, αλλά τη δεύτερη μέρα, οι κρατούμενοι επαναστάτησαν φτιάχνοντας οδοφράγματα στα κελιά τους και αγνοώντας τους φρουρούς. Αυτή η συμπεριφορά συγκλόνισε τους φρουρούς και πιθανώς οδήγησε στην ψυχολογική κακοποίηση που ακολούθησε. Οι φρουροί άρχισαν να διαχωρίζουν τους «καλούς» και του «κακούς» κρατουμένους και επέβαλλαν τιμωρίες όπως pushups, απομόνωση και δημόσια ταπείνωση για τους επαναστατικούς κρατουμένους.

Ο Ζιμπάρντο ανάφερε:  «Σε λίγες μόνο μέρες, οι φύλακες μας είχαν μετατραπεί σε σαδιστές και οι φυλακισμένοι μας έπασχαν από κατάθλιψη και έδειχναν σημάδια έντονου άγχους». Δύο κρατούμενοι εγκατέλειψαν το πείραμα και ένας εκ των δύο, στη συνέχεια έγινε ψυχολόγος και σύμβουλος στις φυλακές. Αρχικά, το πείραμα θα διαρκούσε για δύο εβδομάδες, αλλά τελείωσε νωρίτερα όταν η μέλλουσα σύζυγός του Ζιμπάρντο, η ψυχολόγος Κριστίνα Μάσλαχ, επισκέφθηκε το χώρο την πέμπτη μέρα του πειράματος και του είπε: «Νομίζω ότι αυτό που κάνεις σε αυτά τα παιδιά είναι φρικτό».

Παρά το γεγονός ότι το πείραμα θεωρήθηκε ανήθικο, ο Ζιμπάρντο εξακολουθεί να εργάζεται ως ψυχολόγος. Τιμήθηκε μάλιστα το 2012 από τον Αμερικανικό Ψυχολογικό Σύλλογο (American Psychological Association) με το Gold Medal Award for Life Achievement in the Science of Psychology.


Πηγή: mentalfloss.com

Συγγραφέας: Meredith Danko 

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...