«Δε θα τη σώσω. Δεν μπορώ. Ούτε θα ενισχύσω τα συμπτώματά της λέγοντάς της πως τα όσα πιστεύει είναι αληθινά. Θα της προσφέρω μόνο όσα έχω να της δώσω.
Αγάπη.
Άνευ όρων αγάπη».
Η ζωή της διπολικής μητέρας μου ήταν σαν ρόλερ-κόστερ.
Είχε τα πάνω της και τα κάτω της, κατάθλιψη και μανία. Υπήρχαν όμως και στιγμές που περνούσε από εκείνο το σημείο μηδέν.
Προς το τέλος της ζωής της, η αγωγή της μαμάς έκανε αξιοπρεπή δουλειά με το να ισορροπεί την κατάθλιψη, οπότε πηγαινοερχόταν ανάμεσα στην ουδέτερη και στη μανιακή κατάσταση. Οι περίοδοι μανίας διανθίζονταν με απογοήτευση, θυμό, παράνοια, θυματοποίηση, διάσπαση προσοχής, ανικανότητα να τοποθετεί τα γεγονότα του παρελθόντος στο παρελθόν, καθώς και αίσθηση μεγαλείου.
Κάποιες φορές ήταν εντάξει. Άλλες πάλι όχι. Λίγο πριν πεθάνει, δεν ήταν σε καθόλου καλή κατάσταση.
Ένα χρόνο πριν από αυτό το τελευταίο επεισόδιο, κάλεσα τον ψυχίατρό της για βοήθεια. Όταν της ζήτησε να πάει να τον δει, το έκανε, αλλά μετά την πληρώσαμε ακριβά. Ήταν πικρόχολη και επιθετική και μετά από ένα επεισόδιο μανίας, τη συνόδευσαν έξω οι υπεύθυνοι ασφαλείας. Στο μυαλό της, ο γιατρός της είχε επιτεθεί, κι εγώ ήμουν συνένοχος. Για την επόμενη χρονιά, την τελευταία της ζωής της, αρνήθηκε να ξαναπάει σε ψυχίατρο.
Δεν έφταιγε, παρόλα αυτά. Δεν είχε έλεγχο πάνω στις πεποιθήσεις της, πόσο μάλλον στις πράξεις της, όταν η ασθένεια έπαιρνε το πάνω χέρι. Επειδή ακριβώς το μυαλό της δεν ήταν καθαρό, δεν μπορούσε να πιστέψει με τίποτα πως τα όσα θεωρούσε ως αληθή, απλώς δεν ίσχυαν.
Δε θα καταγράψω παρά λίγες από τις απογοητεύσεις της – εδώ θα αναφερθώ στη σχέση μου με τη μητέρα μου, όχι στη σχέση της με τον κόσμο. Για να κατανοήσετε όμως τη σχέση μας, είναι σημαντικό να καταλάβετε πώς με έβλεπε.
Η μητέρα μου με έβλεπε ως μια απειλή. Υποστήριζε πως την κακοποιούσα λεκτικά, κι ακόμη χειρότερα, πως την είχα χτυπήσει. Υποστήριζε πως δε θα μπορούσε ποτέ να αισθανθεί ασφαλής μαζί μου. Και πάλι, μου έλεγε πως αυτό που χρειαζόταν από μένα ήταν να την προστατεύσω.
Στα δικά της μάτια, αυτό σήμαινε να την υπερασπιστώ απέναντι στην αδικία και την κακοποίηση των άλλων, μιας και στο μυαλό της βίωνε μια διαρκή απειλή. Εφόσον δε θα έπαιρνα πρωτοβουλία ενάντια σε ανθρώπους που εκείνη θεωρούσε κακοποιητικούς, ήμουν η πρωταρχική ένοχη.
Για την ιστορία, ποτέ δε χτύπησα τη μητέρα μου. Διαπληκτιζόμουν όμως μαζί της. Ποτέ δεν είχα αισθανθεί τόσο μπερδεμένη και τόσο απογοητευμένη στη ζωή μου, όσο μετά από τους καυγάδες μας. Όταν όμως διαγνώστηκε με διπολική διαταραχή πέντε χρόνια πριν, όλη μου η οπτική άλλαξε. Ξαφνικά, όλα είχαν νόημα. Όλη εκείνη η τρέλα ήταν μια πραγματικότητα, και μ΄ αυτή τη νέα πληροφορία, δεν μου ήταν εντάξει, τώρα πια, το να την αποκαλώ απλώς τρέλα.
Όταν συνειδητοποίησα γιατί η μαμά μου ήταν έτσι όπως ήταν, είχα μια εξήγηση για ολόκληρη την παιδική μου ηλικία. Είχα ένα τεράστιο “Τώρα μάλιστα!”, που μου επέτρεψε να ξαναδώ με άλλη ματιά τα πρώτα σαράντα χρόνια της ζωής μου.
Η συνειδητοποίηση αυτή όμως δεν βελτίωσε την κατάστασή της. Ούτε και τη σχέση μας.
Στον απόηχο του τελευταίου μανιακού επεισοδίου της μαμάς, διάβασα έναν στίχο του Bill Murray: Είναι δύσκολο να κερδίσεις σε μια διαφωνία με έναν έξυπνο άνθρωπο, αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να κερδίσεις σε μια διαφωνία με έναν ηλίθιο.
Διαβάστε σχετικά: Πώς είναι να μεγαλώνεις με μία μητέρα ψυχικά ασθενή;
Λοιπόν, η μαμά μου ήταν πανέξυπνη. Το γνωμικό, αυτό καθαυτό, δεν αναφερόταν στην περίπτωσή της. Με έκανε όμως να σκεφτώ. Και το προσάρμοσα ανάλογα, γιατί ήταν ακριβώς αυτό που είχα ανάγκη να ακούσω.
Είναι δύσκολο να κερδίσεις σε μια διαφωνία με έναν έξυπνο άνθρωπο, αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να κερδίσεις σε μια διαφωνία με κάποιον που έχει ψύχωση.
Όλα αυτά τα χρόνια, επιχείρησα με πολλούς τρόπους να έρθω σε ειρήνη με τη μητέρα μου, ενώ συγχρόνως προσπαθούσα να διατηρήσω τα προσωπικά μου όρια. Μέναμε εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά και περιόρισα τις συζητήσεις μας σε μια φορά το μήνα. Αντ΄ αυτού, της έστελνα e-mail. Δεν την έβλεπα παρά μονάχα μια φορά το χρόνο, γιατί οι επισκέψεις δεν είχαν καλή κατάληξη. Η απόστασή μου την πλήγωνε, το ήξερα. Και πλήγωνε κι εμένα την ίδια. Ήταν όμως, μια αναγκαία άμυνα.
Αναπόφευκτα, μια φορά το χρόνο περίπου, η κατάσταση δυσκόλευε υπερβολικά. Όταν συνέβαινε αυτό, προσπαθούσα να κινηθώ ήρεμα μέσα σ΄ αυτό το ναρκοπέδιο, διατηρώντας την κοινή λογική, όσο γίνεται χωρίς θυμό. Κάθε φορά όμως που της πρότεινα μια διαφορετική οπτική, μου έλεγε πως την εκφοβίζω. Όταν απαντούσα αντικειμενικά στην παράνοιά της, μου έλεγε πως της έκανα επίθεση. Όταν προσπάθησα να της πω πως θα προτιμούσα να μη μου επιτίθεται, μου έλεγε πως ήμουν κακοποιητική.
Δεν την πάλευα.
Ήμουν πάντα στο ίδιο σημείο. Δεν μπορούσα να τη νικήσω.
Έψαχνα απεγνωσμένα για το κλειδί. Για μια απάντηση.
Στην περίπτωσή μου, το να κερδίσω ισοδυναμούσε με το να αποδείξω το αυτονόητο. Η σχέση μου με τη μητέρα μου δεν αφορούσε πια το να “νικήσω”.
Η νίκη εμπεριέχει το Εγώ. Απαιτεί συγκεκριμένη στάση και δράση. Απαιτεί υπεράσπιση του εαυτού. Αυτή η τακτική ήταν όμως αναποτελεσματική, εφόσον προσπαθούσα να σχετιστώ με κάποιον που δεν μπορούσε να διαχωρίσει τον πραγματικό μου εαυτό από αυτόν που είχε κατασκευάσει για μένα. Παρόμοια, το να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου ήταν μάταιο όταν δεν είχε την ικανότητα να με δει έτσι όπως πραγματικά ήμουν.
Το εγώ μου δεν είχε καμιά σημασία. Δεν είχα καμιά ελπίδα να νικήσω. Έτσι παραδόθηκα.
Δεν την παράτησα. Δεν παραιτήθηκα από τη σχέση μου με τη μητέρα μου γιατί δεν έβλεπα καμιά ελπίδα αλλαγής.
Παραιτήθηκα από το εγώ μου που είχε τόση ανάγκη να αποδείξει το σωστό. Το εγώ μου που δεν μπορούσε να γίνει κατανοητό από την ίδια του τη μάνα. Παραιτήθηκα από την ελπίδα πως η σχέση με τη μητέρα μου θα μπορούσε να αλλάξει. Μέχρι εκείνη την εποχή, πραγματικά πίστευα πως κάτι θα μπορούσε να αλλάξει.
Οι σημειώσεις από το ημερολόγιό μου εκείνη την ημέρα:
Είναι ακόμη πιο σημαντικό από τα να εντοπίζω τα ερεθίσματα που προκαλούν πόνο και να απελευθερώνομαι απ΄αυτά. Είναι πιο σπουδαίο από το να απαντώ όσο πιο γλυκά γίνεται, διατηρώντας τα όριά μου. Πηγαίνω ένα βήμα παραπέρα. Απελευθερώνομαι απόλυτα από το εγώ μου.
Αυτός, πιστεύω, είναι ο μόνος τρόπος να αγαπήσω και να τιμήσω αληθινά εμένα, ενώ αγαπώ και τιμώ αληθινά και τη μητέρα μου.
Είχαμε μια δύσκολη εβδομάδα, η μαμά μου κι εγώ. Διανύει μια φάση μανίας. Όλες οι αδικίες του παρελθόντος ξεπροβάλλουν από τη σκιά του μυαλού της και την απειλούν. Και εγώ είμαι απούσα. Μακριά και χωρίς να εμπλέκομαι – κι έτσι, εξ΄ορισμού, θεωρεί πως της επιτίθεμαι και την εκφοβίζω.
Και δεν μπορώ να το αλλάξω όλο αυτό. Και δεν μπορώ να το διορθώσω. Και δεν μπορώ να το νικήσω.
Μολονότι οι πράξεις της με πλήγωσαν στο παρελθόν, τώρα έχω την ικανότητα να θυμάμαι πως είναι άρρωστη. Εγώ αντίθετα, νιώθω δυνατή και είμαι καλά. Εκείνη όμως όχι.
Η αλήθεια είναι, δεν θα υποφέρω ποτέ τον αφόρητο πόνο που υπέστη εκείνη στη ζωή της. Δεν μπορώ να νιώσω το θυμό που βιώνει καθημερινά. Ποτέ δε θα καταλάβω πραγματικά πώς είναι να νιώθεις συνεχώς θύμα κακοποίησης και ποτέ δε θα την πείσω πως αυτό δε συμβαίνει πραγματικά.
Αλλά ενώ τα ερεθίσματα που της ανακινούν όλα αυτά δεν είναι αληθινά, η απάντησή της σε όλα αυτά είναι πραγματική. Δεν έχει σημασία τι ακριβώς φοβάται ή από τι απειλείται, η δικιά της αλήθεια είναι πως φοβάται. Το να είσαι σ΄αυτή την κατάσταση πρέπει να είναι τρομερό. Πόση μοναξιά πρέπει να βιώνει. Πόσο σκοτάδι.
Δε θα τη σώσω. Δεν μπορώ. Ούτε θα ενισχύσω την παράνοιά της λέγοντάς της πως τα όσα πιστεύει είναι αληθινά. Θα της προσφέρω μόνο όσα έχω να της δώσω.
Αγάπη.
Άνευ όρων αγάπη.
Εκείνη τη νύχτα, η μητέρα μου μου έστειλε άλλο ένα τετρασέλιδο mail – καταπέλτη, με όλα όσα θεωρούσε πως είχα κάνει ποτέ ώστε να τη βλάψω. Και παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μου, η καρδιά μου μάτωσε. Έκλαψα. Για μένα. Για κείνη.
Την επόμενη μέρα όμως, αντί να σταθώ στις κατηγορίες του μηνύματός της μια προς μια και να με υπερασπιστώ, ή να το αγνοήσω ολοκληρωτικά, τακτικές που είχα ακολουθήσει στο παρελθόν, δοκίμασα κάτι νέο.
Άνοιξα ένα νέο mail, ένα καθαρό χαρτί. Στο θέμα έγραψα: Σ΄αγαπώ.
Το σημείωμα ήταν σύντομο, αλλά γραμμένο από καρδιάς.
Λυπάμαι που περνάς τόσο δύσκολα αυτή τη στιγμή, μαμά. Σ΄αγαπώ τόσο πολύ!
Διαβάστε σχετικά: H κατάθλιψη της μητέρας μπορεί να επηρεάσει αρνητικά το IQ του παιδιού της
Και αυτό ήταν.
Δεν ήξερα πώς θ΄αντιδρούσε. Είχα όμως βρει την γαλήνη. Και το ίδιο ήθελα πάντα και για κείνη.
Δύο εβδομάδες αργότερα, η μητέρα μου – η όμορφη, λυπημένη μητέρα μου – πέθανε.
Είναι πάνω από χρόνος που πέθανε η μητέρα μου. Και έχω σκεφτεί πολλές φορές από τότε, πως είμαι πολύ ευγνώμων που έφτασα σε τέτοιο σημείο αποδοχής προτού πεθάνει. Αναρωτιέμαι μάλιστα μερικές φορές, αν αυτό ήταν ο αποχαιρετισμός που χρειαζότανε ώστε να αφήσει πίσω της μια τόσο δύσκολη ζωή και να προχωρήσει σ΄ έναν κόσμο γεμάτο ελευθερία και φως.
Αγαπώ τη μαμά μου. Τώρα, μετά το θάνατό της, έχω την πιο στενή σχέση που θα μπορούσα να έχω μαζί της, ελεύθερη από το βάρος αυτού του κόσμου. Υπήρξε οδηγός και δάσκαλός μου όσο ζούσε, και ακόμη είναι. Και ίσως, με το να μοιράζομαι τις σκέψεις μου εδώ, τόσο εγώ όσο και εκείνη μπορούμε ίσως να βοηθήσουμε άλλους. Θα της άρεσε νομίζω. Θα ήθελε να βοηθήσει.
Η διπολική διαταραχή είναι πολύπλοκη. Δεν υπάρχουν δυο άνθρωποι που να παρουσιάζουν τα ίδια ακριβώς συμπτώματα. Και ξέρω, από την εμπειρία μου, πόσο δύσκολο είναι να σχετιστείς με κάποιον που υποφέρει από αυτή την διαταραχή. Ωστόσο, ίσως το να μοιραστώ την εμπειρία μου αυτή, όπου άφησα στην άκρη όχι το άτομο που αγαπούσα αλλά την εγωιστική μου ανάγκη να το επαναφέρω στην Πραγματικότητα με κεφαλαίο Π, μπορεί και να βοηθήσει κάποιον εκεί έξω.
Μοιράζομαι επίσης την εμπειρία μου και ως έναυσμα για συζήτηση σχετικά με τη διπολική διαταραχή και με άλλες ψυχώσεις. Γιατί είναι αληθινές. Και όσο νωρίτερα τις αναγνωρίσουμε χωρίς ντροπή, θα βρούμε έναν κοινό τόπο όπου θα αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες, θα βρούμε δύναμη και συμπόνια, θα θεραπεύσουμε ανθρώπους, καρδιές και σχέσεις.
Η απάντηση που διάλεξα και τελικά πρόσφερα ετοιμαζόταν εδώ και καιρό. Και ναι, στην περίπτωσή μου, με τη μητέρα μου, ήταν σαν ένα τελευταίο δώρο. Το τελευταίο δώρο της ζωής της. Ήτανε τόσο εύκολο τελικά, απλώς να την αγαπώ.
Πηγή: elephantjournal.com
Συγγραφέας: Marit Fischer
Απόδοση: Μ. Μαγγανάρη, Ψυχοθεραπεύτρια
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*