Οι τραυματισμένοι θεραπευόμενοι μπορεί να βιώνουν το σώμα τους σαν εχθρό ή σαν ξεχωριστό από αυτούς.
Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε αισθανθεί «πεταλούδες στο στήθος μας», ένα «κόμπο στο στομάχι μας» ή «πονοκέφαλο». Αυτές οι εμπειρίες είναι τόσο παγκόσμιες που έχουν γίνει μέρος της καθημερινής ομιλίας.
Πολλές δημοσιεύσεις στο πεδίο της ΔΜΤΣ (PTSD) και της περίθαλψης τραύματος προσθέτουν σημαντικά δεδομένα πάνω στην αυξανόμενη γνώση μας στη νευροεπιστήμη για να κατανοήσουμε τις παρατεταμένες επιπτώσεις του τραύματος.
Η νευροεπιστήμη είναι η μελέτη του νευρικού συστήματος, περιλαμβανομένου του εγκεφάλου και του κεντρικού και περιφερειακού νευρικού συστήματος (King, 2016), και του τρόπου που το σώμα μας επικοινωνεί με τον εγκέφαλο. Είναι αυτή ακριβώς η σύνδεση που συχνά μοιάζει να διαταράσσεται με τραυματισμένους θεραπευόμενους, των οποίων οι εγκέφαλοι και τα σώματα συμπεριφέρονται σαν τα γεγονότα του παρελθόντος να επαναλαμβάνονται στο εδώ-και-τώρα.
Αναπτυξιακό τραύμα και σωματική μνήμη
Το μεταιχμιακό σύστημα του εγκεφάλου, και ιδιαίτερα η αμυγδαλή, είναι σημαντικά για την αποθήκευση της μνήμης, με την αμυγδαλή να συνδέεται συγκεκριμένα με τις συναισθηματικές αναμνήσεις (Craig, 2015). Αντιθέτως, ο ιππόκαμπος μοιάζει να «αρχειοθετεί» τις αναμνήσεις με χρονολογικό τρόπο, με βάση το πλαίσιο του αφηγήματος της ζωής μας. Φαίνεται ότι ο ιππόκαμπος μπορεί να καταστέλλεται κατά τη διάρκεια της τραυματικής απειλής, κάτι που σημαίνει ότι δεν είναι διαθέσιμος για την αποθήκευση και την επεξεργασία του γεγονότος.
Μελέτες έδειξαν ότι άνθρωποι με ΔΜΤΣ έχουν μικρότερο ιππόκαμπο σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό (Rothschild, 2000). Επίσης έχουν γίνει συνδέσεις μεταξύ μιας προδιάθεσης στην ανάπτυξη ΔΜΤΣ και στρεσογόνων γεγονότων κατά την παιδική ηλικία, περιλαμβανομένης της κακοποίησης και της παραμέλησης. Καθώς η θεραπεία περιλαμβάνει την εργασία με τα απορρυθμισμένα νευρικά συστήματα των θεραπευόμενων και τις σχετικές σωματικές εμπειρίες, είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη μας τον ρόλο της νευροπλαστικότητας (King, 2016), και με όρους μη βοηθητικής μάθησης, σχετιζόμενης με το τραύμα και με όρους επούλωσης και ανάρρωσης.
Ως θεραπευτές, ο ρόλος μας είναι να υποστηρίξουμε τους θεραπευόμενους μας να αυξήσουν την ανθεκτικότητά τους στην επιβίωση και να μάθουν να συνδέονται με αισθήματα ασφάλειας.
Η Rothschild (2000) μιλάει για τη σωματική μνήμη, προτείνοντας ότι το τραύμα τηρείται στο νευρικό σύστημα. Ο Van der Kolk (2014) παρομοίως γράφει σχετικά με τον αντίκτυπο του τραύματος στον θάλαμο, ένα τμήμα του εγκεφάλου που επεξεργάζεται τις αισθήσεις και τις ενσωματώνει στην αυτοβιογραφική μνήμη. Αναφερόμενος σε εγκεφαλικές σαρώσεις που αποδεικνύουν ότι το τραύμα μπορεί να οδηγήσει σε δυσλειτουργία στον θάλαμο, γράφει ότι αυτό «εξηγεί γιατί το τραύμα πρωταρχικά το θυμόμαστε όχι σαν ιστορία, ένα αφήγημα με αρχή, μέση και τέλος, αλλά σαν απομονωμένα, αισθητηριακά αποτυπώματα… που συνοδεύονται από έντονες αισθήσεις, συνήθως τρόμο και αβοηθησία».
Διαβάστε σχετικά: Μπορεί η ψυχοθεραπεία να αλλάξει τον τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου;
Δουλεύοντας με σωματικές προσεγγίσεις
Οι άνθρωποι που τραυματίστηκαν έχουν βιώσει αλλοιώσεις στο νευρικό τους σύστημα που υπερ-ευαισθητοποίησε τους μηχανισμούς απειλής και επιβίωσής τους, προκαλώντας τους αποκρίσεις υπερ-επαγρύπνησης ή υπο-επαγρύπνησης προς το περιβάλλον τους. Τα σώματά τους ανταποκρίνονται σε αβλαβείς καταστάσεις σαν να ήταν επικίνδυνες. Έχουν χάσει την ικανότητα να εμπιστεύονται την εσωτερική αντίληψή τους, ή να «εναρμονίζονται» με τον εαυτό τους, καθώς έχουν βιώσει επανειλημμένως μια αποσύνδεση μεταξύ των ενστικτωδών μηνυμάτων από τα σώματά τους και της νοητικής γνώσης της εξωτερικής τους πραγματικότητας.
Μπορεί να δυσκολεύονται με τη λήψη αποφάσεων, καθώς οι σωματικοί τους δείκτες και οι ενστικτώδεις αισθήσεις τους δεν αρμόζουν στην πραγματικότητά τους και στο «εδώ-και-τώρα». Οι σιωπηρές και σωματικές αναμνήσεις τους μπορούν να οδηγήσουν σε μια κατακερματισμένη αίσθηση της αυτοβιογραφικής μνήμης. Μπορεί να βρίσκονται σε μια κατάσταση φόβου ή τρόμου, ή να μην εμπιστεύονται και να απεχθάνονται τα σώματά τους που «τους κάνουν» να ξαναζούν επανειλημμένα τραυματικές εμπειρίες.
Καθώς αυτές οι εμπειρίες προκαλούν τόση δυσφορία και εξάντληση, οι τραυματισμένοι θεραπευόμενοι συχνά θέλουν αυτές οι αισθήσεις «απλώς να φύγουν!» Κατά συνέπεια μπορεί να έχουν λιγότερη συμπόνια για τον εαυτό τους, να είναι πιο τιμωρητικοί και να αποσυνδέονται από τα σώματά τους, να προσπερνάνε και να αποσιωπούν τα μηνύματα του σώματος με υπερβολική εργασία, ουσίες, παρορμητική συμπεριφορά, φάρμακα, διαταραγμένο φαγητό, αυτοτραυματισμό ή αποσύνδεση.
Αντιθέτως, θα θέλαμε να προσκαλέσουμε διακριτικά τους θεραπευόμενούς μας να μάθουν να ανακουφίζουν τον εαυτό τους, να βρίσκουν τρόπους να γειώνουν και να φροντίζουν το σωματικό εαυτό τους όπως θα φρόντιζαν ένα τρομοκρατημένο ή αναστατωμένο παιδί (το «εσωτερικό παιδί» τους). Να τους δείξουμε τρόπους να παράσχουν στα πανικοβλημένα και συγχυσμένα νευρικά τους συστήματα, σήματα φροντίδας και γαλήνης που συνδέονται με την ασφάλεια, ώστε να τα φέρουν πίσω στο «παράθυρο ανοχής», οπότε να αισθανθούν ασφαλείς και συγκροτημένοι προκειμένου να αρχίσουν να επεξεργάζονται το τραύμα τους, αντί να διώχνουν μακριά τη δυσφορία και να αποσυνδέονται από αυτή ακόμη περισσότερο.
Η δυσπιστία και η εχθρότητα που αισθάνονται μερικές φορές οι τραυματισμένοι θεραπευόμενοι προς τα σώματά τους μπορεί να κατευθυνθεί συγκεκριμένα προς το μέρος του σώματος που έχει τραυματιστεί, για παράδειγμα μέσω αυτοτραυματισμού, ή οδηγεί τους θεραπευόμενους να ζουν κυρίως «μέσα στο κεφάλι τους».
Το σώμα δεν είναι ένα μέρος που αισθάνονται ασφαλείς να κατοικήσουν: κουβαλάει τον πόνο, τη σύγχυση, το μίσος, τον θυμό, το τραύμα. Τους στέλνει μπερδεμένα μηνύματα. Τους παρουσιάζει δυσάρεστες αισθήσεις και εικόνες. Τους λέει να φύγουν, ή τους κάνει να αποσυνδέονται σε μια πλήρως ασφαλή κατάσταση.
Αντιστρόφως, η αποσύνδεση από τη δυσφορία τους είναι επίσης ο ίδιος ο λόγος που επιτίθενται στο σώμα τους, οι θεραπευόμενοι λένε ότι αισθάνονται ότι ο αυτοτραυματισμός είναι ο μόνος τρόπος να αναδυθούν, προσωρινά, από μια φυγή αποσύνδεσης καθώς ο πόνος και η θέα του αίματος τους κάνει να «αισθανθούν κάτι» για λίγο.
Όμως, τα συναισθήματα της ενοχής και της ντροπής που ακολουθούν και η απέχθεια για τον εαυτό τους όταν αρχίζει η λαχτάρα μπορούν να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη αποξένωση και αποστασιοποίηση από το σώμα. Αυτό μπορεί επίσης να ισχύει για παρορμητικές συμπεριφορές, διατροφικές διαταραχές και εξαρτήσεις. Η ίδια η σχέση μεταξύ σώματος και πνεύματος, τότε, παραμορφώνεται, διαφθείρεται.
Ο κύριος θεραπευτικός στόχος με αυτούς τους θεραπευόμενους είναι να τους βοηθήσω να καθιερώσουν και να ανακαλύψουν πάλι τη δική τους σχέση με τα σώματά τους. Να εμπιστευτούν τα σήματα του σώματός τους και τη διαίσθησή τους, ενώ μαθαίνουν επίσης να ανακουφίζουν και να κατανοούν τις σωματικές τους αποκρίσεις και τις σωματικές τους αναμνήσεις που οδηγούν στη δυσφορία τους.
Ενώ η θεραπευτική σχέση είναι ζωτική, το επίκεντρο βρίσκεται στην επούλωση του εσωτερικού κατακερματισμού. Αυτό είναι κάτι που μπορεί εύκολα να παραμεληθεί στη θεραπεία, καθώς κάποιοι τραυματισμένοι θεραπευόμενοι φαίνονται να δυσκολεύονται κυρίως να συνδεθούν με τον εαυτό τους, παρά με τους άλλους, και ιδιαίτερα με το ίδιο τους το σώμα. Αυτός ο στόχος μπορεί να είναι δύσκολο να επιτευχθεί αν δεν αποκαλύψουμε αυτό που αποσιωπείται, αν δεν εστιάσουμε, συζητήσουμε και αναλογιστούμε τη σχέση αυτών των θεραπευόμενων με τα σώματά τους ως ένα σημαντικό και κεντρικό κομμάτι της θεραπευτικής διαδικασίας.
Απόδοση: Έφη Μεσιτίδου, Ψυχολόγος
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr
Πηγή
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*