Ο πόνος, το πένθος, η απόγνωση δεν θέλουν σωτήρες, δε θέλουν ήρωες. Θέλουν μια ψυχή που αφουγκράζεται. Μια ψυχή που συναισθάνεται. Που συμπονά. Που θαυμάζει το σθένος και την αντοχή αυτού που τα βιώνει.
Συχνά στον εποπτικό μου ρόλο ακούω συναδέλφους να μου μεταφέρουν την αγωνία τους για το πώς να βοηθήσουν τους θεραπευόμενους τους όταν βιώνουν μεγάλο πόνο. Όχι σπάνια, πέφτουν στην παγίδα να μου περιγράφουν το περιεχόμενο της συνεδρίας και να μου εκθέτουν το ιστορικό του ανθρώπου που παρακολουθούν, δίνοντας έμφαση σε σημεία της αφήγησης που θεωρούν επιτακτική ανάγκη να γίνει μια διορθωτική αλλαγή.
Ίσως οι άνθρωποι να είμαστε φτιαγμένοι με την εγγενή προδιάθεση να ψάχνουμε λύσεις. Ίσως το ίδιον του homo sapiens να έχει Λογική εξυπηρετεί αυτόν ακριβώς το σκοπό. Η λογική βοηθά την επιβίωση. Η επιβίωση είναι μια πορεία με πολλές ατραπούς. Και τα προβλήματα χρειάζονται λύσεις.
Και η ψυχοθεραπεία καλύπτει την ανάγκη του ανθρώπου για καθοδήγηση και βοήθεια. Γι’ αυτό εφευρέθηκε ως επιστήμη! Ο θεραπευόμενος έρχεται στον ειδικό ψυχικής υγείας για να ανακουφιστεί και να ζητήσει συμβουλές και λύσεις. «Γιατρέ μου τι να κάνω; Βοήθησέ με!». Αυτό είναι πάντα το αίτημα.
Και ανεξάρτητα με τη θεραπευτική κατεύθυνση του θεραπευτή η παροχή συμβουλών, δεν είναι ποτέ η ενδεδειγμένη θεραπευτική πρακτική. «Ο Πελάτης είναι ο Ειδικός» λένε οι αφηγηματικοί θεραπευτές και έχουν δίκιο. Μόνο εγώ γνωρίζω τι είναι χρήσιμο για μένα. Μόνο εγώ γνωρίζω τι αντέχω να κάνω. Κανένας ειδικός δεν μπορεί να μπει στη ψυχή μου όσο και αν πιθανώς το επιθυμεί. Και λύσεις και οδηγίες μαζικής κατανάλωσης δεν έχουν χρησιμότητα στην ανθρώπινη ψυχή.
Επομένως, οι θεραπευτές, με τα εργαλεία που έχει ο καθένας, με την εμπειρία, τις γνώσεις αλλά και τα δικά του βιώματα και ατομικά χαρακτηριστικά βοηθούν τον θεραπευόμενο να ανασύρει ο ίδιος τις λύσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που τον φέρνουν στη συνεδρία. Στέκονται δίπλα στον πελάτη με σθένος και με εμφύσηση θάρρους για να τον συνοδέψουν στο ταξίδι της αλλαγής και της ανακούφισης.
Αυτή είναι η δουλειά των θεραπευτών με πολύ χοντρές γραμμές. Όχι όμως σε όλες τις περιπτώσεις. Όχι όταν ο άνθρωπος που έχουμε μπροστά μας έχει βουτήξει σε ένα βαθύ πηγάδι θλίψης και απόγνωσης. Όταν έρχεται σε μας, όχι για να τον βοηθήσουμε, όχι για να τον κάνουμε να νιώσει καλύτερα, αλλά γιατί κουράστηκε να παλεύει να βγει από το πηγάδι και φοβάται ότι θα εγκαταλείψει την προσπάθεια επιβίωσης.
Το αίτημα τότε δεν είναι «Βοήθησέ με!», το αίτημα είναι «Άντεξέ με!». Είναι επικίνδυνο να περάσει από το νου του θεραπευτή η ιδέα ότι μπορεί να ρίξει σχοινί και να διασώσει αυτόν που πνίγεται. Είναι επικίνδυνο, γιατί δε ξέρει ούτε που, ούτε πώς είναι αυτό το πηγάδι. Είναι το μυστικό, ιερό πηγάδι του θεραπευόμενου. Και σχοινί δεν υπάρχει.
Σε μια αχαρτογράφητη περιοχή ούτε οδηγίες μπορείς να προσφέρεις, ούτε περιγραφές. Μου θυμίζει την αφήγηση ενός συναδέλφου που περιέγραφε ότι ως πιτσιρικάς δούλευε σε μια παραλία και μια μέρα που κάποιος παραθεριστής πνιγόταν του πέταξε ο εργοδότης του ένα σωσίβιο και του είπε να πάει να σώσει τον άνθρωπο στη θάλασσα. Και αυτός πήγε. Με τη λεπτομέρεια ότι δεν ήξερε κολύμπι. Η αφήγηση είχε αίσιο τέλος. Αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι στις βαθιές θάλασσες της ανθρώπινης απόγνωσης μια τέτοια ηρωική κίνηση αυτοθυσίας θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα. Αν είχε νόημα, εξαρχής.
Ο πόνος, το πένθος, η απόγνωση δεν θέλουν σωτήρες, δε θέλουν ήρωες. Θέλουν μια ψυχή που αφουγκράζεται. Μια ψυχή που συναισθάνεται. Που συμπονά. Που θαυμάζει το σθένος και την αντοχή αυτού που τα βιώνει. Που αναγνωρίζει το μεγαλείο και τα απεριόριστα όρια της ανθρώπινης υπομονής.
Που μετατρέπει την ίδια τη βίωση του πόνου ως υπαρξιακή νίκη απέναντι στην παραδοξότητα της ύπαρξης. Γιατί η βίωση του πόνου, της απελπισίας είναι από μόνη της και a priori η απόδειξη ότι ο άνθρωπος έχει μέσα του ακλόνητη δύναμη. Έχει μέσα του λίγο από θεό.
Ίσως ακούγεται τρελό. Ο άλλος πονά και εσύ τον θαυμάζεις; Αυτό νιώθω. Βαθιά συγκίνηση και δέος. Και – μεταξύ άλλων- αυτό λέω. Εκφράζω το θαυμασμό μου για την πάλη αυτού του ανθρώπου απέναντι στα σκοτάδια του και αναγνωρίζω ότι αυτή είναι από μόνη της μια θεραπευτική, μια γενναία πράξη, που εγώ νιώθω εντελώς ανίκανη και υβριστική να αγγίξω. Και δε θέλω να την μολύνω με το φόβο μου ότι κάτι πρέπει να κάνω, κάτι πρέπει να πω, κάπως πρέπει να βοηθήσω.
Ξέρω ότι αυτός ο φόβος δεν είναι παρά μια σκιά, μια αίσθηση ότι έχω υπερφυσικές και Σωτήριες δυνάμεις. Και είναι ύβρις. Και είναι άχρηστος. Αντ’ αυτού, αφήνομαι να παρασυρθώ από την αφήγηση. Να ταξιδέψω μαζί με τον άνθρωπο που έχω μπροστά μου στο πηγάδι του. Να αποπειραθώ να το δω, να βιώσω την υγρασία του, τα υγρά τοιχώματα του, να μυρίσω την μούχλα του. Και μαγικά, αυτό αρκεί. Αυτό θεραπεύει.
Οι συστημικοί θεραπευτές της εμπειρικής σχολής, η Virginia Satir και ο Carl Whitaker διατείνονταν ότι το πιο χρήσιμο όπλο που οφείλουμε ως θεραπευτές να εξοπλίσουμε τους θεραπευόμενους είναι το Θάρρος. Το θάρρος να αντέχουν, το θάρρος να πονούν, το θάρρος να αλλάζουν. Να πηγαίνουν εκεί που δεν μπορούν, που λέει ο Καζαντζάκης.
Και αυτό νομίζω είναι το χρέος μας να έχουμε και εμείς στα εργαλεία μας. Μέσα από τη διαρκή μας ψυχοθεραπεία και εποπτεία, μέσα από το θάρρος μας να βρούμε, να αναγνωρίσουμε, να πλησιάσουμε και να εξερευνήσουμε τα δικά μας πηγάδια θα είμαστε σε θέση να οικειοποιούμαστε, να πλησιάζουμε και να αντέχουμε τα πηγάδια των άλλων.
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*