psychologist-banner-2
banner1
thumb

Η «θεραπεία» που αρνείται την ανάγκη για προσωπική αλλαγή δεν είναι ψυχοθεραπεία

Η απόδοση όλης της ευθύνης στο εξωτερικό περιβάλλον οδηγεί σε «θεραπεία» που μοιάζει με πολιτικό ακτιβισμό. Μια θεραπεία που δίνει απόλυτη προτεραιότητα στη συμφωνία («επικύρωση»). Μια θεραπεία που απαλλάσσει τον θεραπευόμενο από κάθε προσωπική ευθύνη. Αυτό όμως δεν είναι ψυχοθεραπεία.


Ποτέ άλλοτε η «θεραπεία μέσω της ομιλίας» δεν ήταν τόσο δημοφιλής, τουλάχιστον ως θέμα συζήτησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εκεί, η ψυχοθεραπεία αποκαλείται απλώς «θεραπεία», το γνωστό “therapy”, ένας πιο χαλαρός όρος που καλύπτει υπηρεσίες πολύ πέρα από την παραδοσιακή ψυχοθεραπεία.

Πέρα από τις σχετικά τυπικές πρακτικές, τόσο επαγγελματίες με άδεια ασκήσεως επαγγέλματος όσο και μη, προωθούν την θεραπεία μέσω γραπτών μηνυμάτων ή AI chatbots, αλλά και το coaching, την αυτοβοήθεια, τη θετική σκέψη και πολλά άλλα. Στον κόσμο των social media, όπου όλα επιτρέπονται, η «θεραπεία» μπορεί να σημαίνει τα πάντα.

Καθώς αυτή η έννοια ξεχειλώνει πέρα από τα συνήθη όρια, οι φωνές που την εκπροσωπούν συχνά εκφράζουν κάτι που το κοινό φαίνεται να επιθυμεί. Εστιάζουν σχεδόν αποκλειστικά σε τραύμα, άγχος, θυματοποίηση, συστημική καταπίεση, στίγμα και επαγγελματική εξουθένωση — δηλαδή παράγοντες εξωτερικούς του ατόμου — και προτείνουν υποστήριξη και υπεράσπιση απέναντι στη δυσφορία που αυτοί προκαλούν.

Παράλληλα, αγνοούν ή ακόμα και απαξιώνουν τις παραδοσιακές θεματικές της ψυχοθεραπείας: τις εσωτερικές συγκρούσεις, τη δομή του εγώ, τις ενδοψυχικές σχέσεις και την αίσθηση του εαυτού. Με άλλα λόγια, τη δομή του χαρακτήρα. Τίποτα από αυτά δεν έχει σημασία όταν όλος ο συναισθηματικός πόνος θεωρείται αποτέλεσμα εξωτερικών παραγόντων.

Για να είμαστε σαφείς: το εξωτερικό στρες και το τραύμα αξίζουν την προσοχή μας. Πολλοί πιστεύουν ότι η κυρίαρχη ψυχιατρική και ψυχοθεραπεία υποτιμούν τον αντίκτυπό τους και ότι έχουν μιλήσει ελάχιστα για την καταπίεση ευάλωτων ομάδων ή την εκμετάλλευση των εργαζομένων. Είναι όμως άλλο πράγμα να τα θεωρούμε αυτά τον μοναδικό στόχο της θεραπείας.

Ανεπαρκώς, επιφανειακά, με κόστος

Η απόδοση όλης της ευθύνης στο εξωτερικό περιβάλλον οδηγεί σε «θεραπεία» που μοιάζει με πολιτικό ακτιβισμό· μια θεραπεία που δίνει απόλυτη προτεραιότητα στη συμφωνία («επικύρωση»)· μια θεραπεία που απαλλάσσει τον θεραπευόμενο από κάθε προσωπική ευθύνη.

Είναι μια θεραπεία που εξυψώνει την ενσυναίσθηση χωρίς καν την παραμικρή πρόκληση ή ερμηνεία, χωρίς να προσφέρει νέες οπτικές, χωρίς να βοηθά το άτομο να δει τα πράγματα αλλιώς. Μια θεραπεία που ενισχύει την καθησυχαστική ιδέα πως τα προβλήματα των ανθρώπων δεν είναι δικά τους και δεν χρειάζεται να αλλάξουν τίποτα στον εαυτό τους.

Με λίγα λόγια, είναι θεραπεία που δεν είναι ψυχοθεραπεία.

Το να κατηγορούμε το περιβάλλον και να αποποιούμαστε την ευθύνη δεν είναι κάτι καινούριο. Η ψυχαναλυτική θεωρία το ονομάζει εξωτερίκευση, ένας αμυντικός μηχανισμός που απαλλάσσει το άτομο από την ανάγκη να κοιτάξει μέσα του. Οι ακαδημαϊκοί ψυχολόγοι προτιμούν όρους όπως «καταστασιακή απόδοση» ή «μεροληψία υπέρ του εαυτού». Όπως κι αν το ονομάσουμε, το νόημα είναι το ίδιο: τα αίτια του πόνου βρίσκονται «εκεί έξω». Και όπως κάθε άμυνα, η εξωτερίκευση ανακουφίζει — ανεπαρκώς, επιφανειακά και με κόστος.

Το να λέμε σε έναν ασθενή πως η δυσφορία του είναι «μια φυσιολογική αντίδραση σε μια μη φυσιολογική κατάσταση» μπορεί να προσφέρει άμεση ανακούφιση. Ο ασθενής αισθάνεται καλύτερα — «απενοχοποιείται». Το ίδιο και ο θεραπευτής. Η εξωτερίκευση οδηγεί σε λύσεις που στηρίζονται στην αποφυγή και την απομόνωση: διαζύγιο, παραίτηση από τη δουλειά, διακοπή σχέσεων με συγγενείς, απομάκρυνση από τον τόπο δυσφορίας. Όλα με την ελπίδα ότι αλλάζοντας τη «μη φυσιολογική» κατάσταση, θα επιτευχθεί ισορροπία.

Όμως το τίμημα είναι μεγάλο. Πρακτικά, δεν έχει νόημα να αλλάξει κανείς δουλειά αν αναπαράγει τα ίδια προβλήματα και στην επόμενη. Δηλαδή, αν το πρόβλημα δεν είναι μόνο εξωτερικό.

Ακόμα χειρότερα, αυτού του είδους οι «θεραπευτές» ενισχύουν μια νοοτροπία «εμείς εναντίον των άλλων», με τον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο να βρίσκονται μαζί στην «καλή» πλευρά, απέναντι από τους «κακούς» και τα «τοξικά» συστήματα. Πρόκειται για μορφή διαχωρισμού (splitting), έναν πρωτογενή μηχανισμό άμυνας που απλοποιεί τον κόσμο, αρνούμενος την πολυπλοκότητά του. Επιπλέον, όταν οι ασθενείς αποκόπτονται από «τοξικές» σχέσεις, ο κόσμος τους μικραίνει — και η εξάρτηση από τον θεραπευτή αυξάνεται. Το αποτέλεσμα είναι συχνά η διστακτικότητα στο να ολοκληρωθεί η θεραπεία, καθώς ο θεραπευτής έχει γίνει το μοναδικό στήριγμα.

Οι υποστηρικτές της εξωτερίκευσης συχνά τη συγχέουν με ενσυναίσθηση ή με το «να μην κατηγορούμε το θύμα». Προσπαθούν κυρίως να είναι καλοί ή «ευγενικοί». Αγνοούν όμως ότι η ενσυναίσθηση στην ψυχική φροντίδα είναι απαραίτητη αλλά όχι επαρκής για αλλαγή. Και ότι η πραγματική ενσυναίσθηση δεν είναι απλή λύπηση (συμπόνια), αλλά περιλαμβάνει και την κατανόηση των εσωτερικών συγκρούσεων του ατόμου.

Φυσικά, καμία σοβαρή σχολή ψυχοθεραπείας δεν κατηγορεί τους ασθενείς. Αντίθετα, η ουσιαστική ψυχοθεραπεία αναγνωρίζει πως δεν μπορεί να αλλάξει την κοινωνία από το γραφείο του θεραπευτή, αλλά μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να αλλάξουν τον εαυτό τους, πέρα από την ενσυναίσθηση.

Δύσκολες αλήθειες

Το κοινό επιθυμεί μια «ανώδυνη» υποστήριξη, χωρίς ενδοσκόπηση, χωρίς να αναμετρηθεί με εσωτερικές συγκρούσεις ή αμφίθυμα συναισθήματα, χωρίς να χρειαστεί να αναγνωρίσει τη δική του συμβολή στη δυσφορία του. Δεν είναι τυχαίο που αυτού του είδους η «θεραπεία» έχει γίνει τόσο δημοφιλής. Όμως αυτή η κατεύθυνση υποτιμά το δύσκολο αλλά ουσιαστικό έργο της πραγματικής ψυχοθεραπείας.

Το μεγαλύτερο μέρος του κοινού δεν μπορεί να διακρίνει την αυθεντική ψυχοθεραπεία από «φτηνές» εκδοχές της μέσω γραπτών μηνυμάτων ή AI. Ακόμα λιγότεροι καταλαβαίνουν ότι η εξωτερίκευση (ή η μεροληψία υπέρ του εαυτού) δεν αποτελεί έγκυρη θεραπευτική προσέγγιση, παρά την αντίθετη ρητορική πολλών influencers στα social media.

Παρότι πρέπει πάντα να προσεγγίζουμε με καλοσύνη, περιέργεια και προσοχή στους κοινωνικούς παράγοντες, η ψυχοθεραπεία δεν μπορεί να είναι πάντα ευχάριστη ή καθησυχαστική — όχι αν θέλει να παραμείνει πιστή στον στόχο της: να διερευνήσει τις εσωτερικές ρίζες της συναισθηματικής δυσφορίας και να ενδυναμώσει τους ανθρώπους για να την ξεπεράσουν. Αυτό σημαίνει ότι συχνά είναι δύσκολη. Κάποιες φορές χρειάζεται να ειπωθούν αλήθειες δύσκολες ή αμήχανες, να έρθουν στην επιφάνεια ανάμεικτα συναισθήματα και να αντιμετωπιστούν άμυνες, συμπεριλαμβανομένης της εξωτερίκευσης.

Οι ψυχοθεραπευτές οφείλουν να υπερασπιστούν την ποιοτική φροντίδα απέναντι στα δελεαστικά ψεύδη των social media. Το δικό μας μήνυμα ίσως δεν είναι τόσο «εύκολο», αλλά έχει το πλεονέκτημα ότι είναι αληθινό:

  • Η ψυχοθεραπεία είναι μια θεραπεία που στοχεύει στην προσωπική αλλαγή. Δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο ή τους άλλους ανθρώπους, αλλά προσφέρει πολύ περισσότερα από απλή υποστήριξη, συναισθηματική επικύρωση ή υπεράσπιση.
  • Η ψυχοθεραπεία απαιτεί προσπάθεια και ενδέχεται να είναι συναισθηματικά δύσκολη ή δυσάρεστη. Ωστόσο, παραμένει το καλύτερο μέσο για την αντιμετώπιση της επίμονης συναισθηματικής δυσφορίας.
  • Η «θεραπεία» που αρνείται την ανάγκη για προσωπική αλλαγή δεν είναι ψυχοθεραπεία.

Πηγή
Απόδοση: Φωτεινή Κοφινά, Ψυχολόγος
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Παρακολούθηση σχολίων
Ειδοποίηση για
1 Σχόλιο
Νεότερο
Το πιο παλιό Περισσότεροι ψήφοι
Inline Feedbacks
Δείτε όλα τα σχόλια
V.D.
3 μήνες πριν

Το ζήτημα βρίσκεται ακριβώς εδώ: “Αντίθετα, η ουσιαστική ψυχοθεραπεία αναγνωρίζει πως δεν μπορεί να αλλάξει την κοινωνία από το γραφείο του θεραπευτή”. Αυτό πρέπει να απαντηθεί. Πώς αλλάζει τότε και τι μπορεί να κάνει η ψυχολογία για αυτό; Γιατί αν δεν αλλάζει η κοινωνία και αλλάζω εγώ, αυτό δεν προκαλεί μια νέα σειρά συγκρούσεων αν δεν προσαρμοστώ εγώ στα κοινωνικά δεδομένα και τις επιταγές, άσχετα με το αν με καταπιέζουν; Τη σημασία έχει να διαχειρίζομαι ένα βίαιο επαγγελματικό περιβάλλον αν δεν μπορώ να έχω ένα καλύτερο επαγγελματικό περιβάλλον και όχι εναλλακτική την ανεργία (και μια ενδεχόμενη φτωχοποιηση, με όλες τις καταπιέσεις που τη συνοδεύουν); Ο έλεγχος και η καταπίεση δεν έρχονται και με οικονομικό πρόσωπο; Αυτο ποιος θα το αλλάξει, αν όχι ένα καλύτερο νόμιμο πλαίσιο και ένα κράτος δικαίου, που να είναι πράγματι δίκαιο; Ή θα πρέπει απλά να το αντέχουμε και να το διαχειριζόμαστε γιατί είναι δική μας επιλογή, δική μας ζωή, δικός μας εαυτός κι ας είναι κοινό το καταπιεστικό πλαίσιο;

Όταν η ψυχολογία -και ενδεχομένως η ποπ ψυχολογία- αρχίσει να χρησιμοποιεί λέξεις και φράσεις όπως “αποαποικιοποίηση”, “ηγεμονία”, “εξουσία του λόγου” κλπ και ΔΕΝ προέρχεται από μαύρες γυναίκες το μήνυμα, ίσως αρχίσουν και τα “παιδιά” του μεταδομισμου να παίρνουν στα σοβαρά το θέμα της ψυχολογίας. Έως τότε απλά θα βρίσκουν ενδιαφέροντα τα εργαλεία αλλά υπερβολικά ύποπτα τα κίνητρά της.

Το ευχάριστο όμως είναι ότι επιτέλους (εντός της ψυχολογίας) κρίνεται αναστοχαστικα η ψυχολογία ως -οχι η μόνη, φυσικά- υπεύθυνη για απο-πολιτικοποιηση και ως εκ τούτου κανονικοποιηση της καταπίεσης από τα πάνω (θεσμική εξουσία, επιθετικός καπιταλισμός, δια-πολιτισμική καταπίεση, ταξική καταπίεση, εμφυλες καταπιέσεις πέρα από τις ετεροπατριαρχικες νόρμες κλπ κλπ κλπ).

Παρόλα αυτά, η πολιτισμική ψυχολογία, η αφηγηματική ψυχολογία και υποθέτω και αλλά νεότερα πεδία ψυχολογίας, τα καταφέρνουν εξαιρετικά καλά σε διεπιστημονικό επίπεδο, οπότε λογικά θα βγουν πιο δυναμικά μπροστά. Αν δεν γίνει η ψυχολογία νευρο-οτιδήποτε για να επιβιώσει.

Το πρόβλημα της ψυχολογίας δεν είναι “κάποιοι ινφλουενσερς στα σοσιαλ”. Το πρόβλημα της ψυχολογίας είναι ο ανοιχτός κριτικός αναστοχασμός, που επιβάλλεται κι αυτή να κάνει, όπως έκαναν όλες οι κοινωνικές επιστήμες έπειτα από το 60. Και σίγουρα, οι επικριτές της ψυχολογίας δεν θα καταδεχοντουσαν να κάνουν ψυχοθεραπεία ούτε με το chatgbt. Είναι σαν να λες σε έναν άθεο να προσεύχεται σπίτι του.