Γιατί η ψυχοθεραπεία οφείλει να είναι τουλάχιστον 4 φορές τον μήνα;
Ο Winnicott, έβλεπε την θεραπευτική σχέση ως ένα ασφαλές πλαίσιο, όπου ο θεραπευόμενος μπορεί να ανακαλύψει, να επεξεργαστεί και να εκφράσει τον Αληθινό εαυτό του. Μέσα από το λεγόμενο «κράτημα», ο θεραπευτής αποτελεί ένα συναισθηματικό δοχείο και συγκρατεί όλα τα δύσκολα συναισθήματα του θεραπευόμενου, μέχρις ότου να νιώσει ασφαλής να τα επεξεργαστεί. Η συχνή επαφή θεραπευτή- θεραπευόμενου, δημιουργεί έναν μεταβατικό χώρο μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας, όπου το άτομο ισορροπεί μεταξύ της ανάγκης του για υποστήριξη και της αυτονομίας του.
Η συχνότητα των συνεδριών είναι καθοριστικός παράγοντας για την αποτελεσματικότητα της θεραπείας. Οι διαφορετικές ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, καθώς και τα νευρολογικά ευρήματα, παρέχουν διαφορετικές οπτικές για το γιατί και πως η συχνότητα επηρεάζει την θεραπευτική πορεία.
Συχνά, η συχνότητα των συνεδριών γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης εντός της θεραπείας είτε λόγω οικονομικών δυσκολιών στην περίπτωση του ιδιωτικού τομέα είτε με αφορμή την έλλειψη χρόνου στον δημόσιο τομέα.
Η έλλειψη χρόνου και η οικονομική δυσκολία μπορεί παράλληλα να αποτελούν πραγματικά εμπόδια ενώ ταυτόχρονα και άμυνες.
Σε μια καλή ψυχοθεραπευτική σχέση, όταν πρόκειται για ένα πραγματικό εμπόδιο μπορούν να γίνουν επαναπροσδιορισμοί και να συνεχιστεί η ροή κανονικά. Τέτοιου τύπου επαναπροσδιορισμοί, μπορεί να λειτουργήσουν ακόμα και θετικά και να ενισχύσουν την θεραπεία. Φυσικά, χρειάζεται πρώτα να έχει διερευνηθεί, κατά πόσο είναι πραγματικά εμπόδια ή κάποιου τύπου άμυνα που θα οδηγήσει σε επανάληψη των διαφόρων δυσλειτουργικών μοτίβων και εντός της θεραπευτικής σχέσης.
Μείωση συνεδριών και οικονομική δυσκολία
Δεν χωρά αμφιβολία ότι η ψυχοθεραπεία είναι εκτός των άλλων και μια οικονομική επένδυση. Υπάρχουν όμως δύο όψεις σε αυτό.
Υπάρχουν άτομα που πραγματικά δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα, ωστόσο έχουν ισχυρό κίνητρο για δέσμευση στην θεραπεία, οπότε είναι πιο δεκτικά στο να διαπραγματευτούν εναλλακτικές λύσεις που ίσως τους προταθούν από τον θεραπευτή. Ενώ, άλλες φορές αυτή η δυσκολία αποτελεί κίνητρο για τον θεραπευόμενο για αναζήτηση και εύρεση λύσεων και άλλων διεξόδων που αφορούν τα οικονομικά τους.
Από την άλλη, υπάρχουν και άτομα που χρησιμοποιούν τα οικονομικά ως άμυνα, ενώ διαθέτουν χρήματα σε άλλες δραστηριότητες που ενδεχομένως αν είχαν υψηλό κίνητρο για θεραπεία, να μη τις επέλεγαν την δεδομένη στιγμή ή να τις μείωναν.
Το οικονομικό κόστος μπορεί να είναι πραγματικό πρόβλημα ή ένας μηχανισμός αποφυγής της θεραπείας, καθώς η συχνή επαφή με τον θεραπευτή μπορεί να φέρει στην επιφάνεια δύσκολα συναισθήματα. Συχνά, η επιθυμία εξ αρχής για μειωμένες συνεδρίες μπορεί να δείχνει αντίσταση στην σύνδεση και σε ένα πιθανό δέσιμο με τον θεραπευτή. Οι λίγες συνεδρίες σημαίνουν και ασφαλή απόσταση, κάτι που πιθανότατα το εκάστοτε άτομο επαναλαμβάνει και στις διαπροσωπικές του σχέσεις. Έτσι, μοιάζει να είναι πιο «εύκολη» μια σύνδεση που να ελέγχει μέσω της απόστασης ακόμα και στα πλαίσια της ψυχοθεραπείας. Πιθανό είναι να υπάρχει και η πεποίθηση ότι δεν αξίζει κανείς να επενδύσει στον εαυτό του σε κάτι χρονοβόρο και κοστοβόρο και να θεωρεί «πολυτέλεια» την ψυχοθεραπεία, ενώ μια άλλη επένδυση που να αφορά έναν άλλον τύπο αυτοφροντίδας όπως ο καλλωπισμός ή αγορές να μην θεωρούνται πολυτέλεια.
Έχει όμως εντέλει νόημα η μείωση της συχνότητας θεραπευτικά;
Οι μειωμένες συνεδρίες, όπως μια συχνότητα 2 φορών τον μήνα, μπορεί να είναι μια επιλογή για άτομα που έχουν ήδη δουλέψει σε βάθος . Όσοι έχουν κάνει πολυετή θεραπεία και έχουν επεξεργαστεί τις βασικές τους δυσκολίες, μπορούν να συνεχίσουν με δύο συνεδρίες τον μήνα ως μια υποστηρικτική θεραπεία. Αυτό τους επιτρέπει να εξετάζουν τρέχοντα ζητήματα, χωρίς να χάνουν την σύνδεση με τον θεραπευτή, Σε κάθε άλλη περίπτωση δεν ενδείκνυται. Οι αραιές συνεδρίες περιορίζονται σε έναν συμβουλευτικό και πιθανότατα ψυχοεκπαιδευτικό χαρακτήρα. Εν κατακλείδι, μιλάμε για μια «θεραπεία» που δεν μπορεί να επιτελέσει τον θεραπευτικό της σκοπό.
Όλες οι ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις ορίζουν την εβδομαδιαία, ως βασική συχνότητα των θεραπευτικών συνεδριών. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνιστά ως την ελάχιστη απαιτούμενη συχνότητα τις 4 συνεδρίες μηνιαίως για την επίτευξη ουσιαστικών θεραπευτικών αποτελεσμάτων.
Η κανονική συχνότητα της θεραπευτικής διαδικασίας εξασφαλίζει συνέχεια και εμβάθυνση στην θεραπεία. Το θεραπευτικό έργο βασίζεται στην ζύμωση, στην ίδια διαδικασία που έρχεται μέσα από την θεραπευτική σχέση και το ασφαλές πλαίσιο που δημιουργείται. Οι μεμονωμένες συνεδρίες περιορίζονται σε μια πληροφόρηση και συμβουλευτική, υλικό εξαιρετικά φτωχό για επεξεργασία που θεωρητικά οδηγεί σε αλλαγή τρόπου σκέψης και αντικατάσταση δυσλειτουργικών μοτίβων συμπεριφοράς.
Ο εγκέφαλος χρειάζεται επανάληψη για να αλλάξει. Η αλλαγή συμπεριφοράς και σκέψης απαιτεί συνεχή εξάσκηση και ανατροφοδότηση. Από νευρολογική σκοπιά, ο εγκέφαλος δημιουργεί νέα μοτίβα σκέψης μέσα από επαναλαμβανόμενες θεραπευτικές παρεμβάσεις. Με αυτόν τον τρόπο, ενισχύεται η νευροπλαστικότητα κάτι που δεν μπορεί να γίνει με μειωμένες συνεδρίες.
Το θεραπευτικό πλαίσιο απαιτεί σταθερότητα και δέσμευση. Όταν η θεραπεία γίνεται σποραδικά ( 1- 3 φορές), ο θεραπευόμενος βλέπει την συνεδρία σαν μια κουβέντα ή μια πηγή πληροφόρησης, πιθανότατα να έχει προσδοκίες για επίλυση όσων των απασχολούν, κάτι που δεν μπορεί να συμβεί, οπότε καταλήγει να ματαιώνεται. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο ματαιώσεων αλλά και επανάληψης τραυματικών μοτίβων.
Το θεραπευτικό κέρδος έρχεται με συστηματική δουλειά. Η ψυχοθεραπεία δεν είναι απλώς λύσεις σε προβλήματα. Με μειωμένες συνεδρίες δεν δημιουργείται πραγματική αλλαγή που οδηγεί σε αυτογνωσία αλλά δίδεται μια πρόσκαιρη ανακούφιση. Ο θεραπευόμενος εντέλει δεν αισθάνεται να λαμβάνει βοήθεια, οπότε και εγκαταλείπει την θεραπεία.