Πολλές φορές ακούμε αγανακτισμένους ανθρώπους να αναρωτιούνται με παράπονο: «Αφού έχω τόσους φίλους που εμπιστεύομαι και με ακούν, γιατί τελικά αναγκάζομαι να πάω σε έναν ψυχοθεραπευτή να με βοηθήσει; Δεν θα μπορούσε ο/η Χ φίλος/η, που έχει διαβάσει διάφορα βιβλία ψυχολογίας και τα λέει ωραία, να παίξει τον ρόλο του ψυχοθεραπευτή; Επίσης, έχω έναν ξάδελφο που είναι ψυχοθεραπευτής. Δεν θα μπορούσα να τα λέω πού και πού με αυτόν και να γλιτώσω έτσι ένα σωρό λεφτά που θα τα έδινα πηγαίνοντας σε κάποιον άγνωστο;».
Όλα τα παραπάνω ερωτήματα έχουν εύλογο χαρακτήρα. Εντούτοις, αν θέλουμε να το πάρουμε λίγο ανάποδα, ίσως είναι ωφέλιμο να αναρωτηθούμε το εξής: Γιατί, ενώ συζητώ με τους φίλους μου τα προβλήματά μου, συνεχίζει να υπάρχει –ή και πολλές φορές να επιδεινώνεται μέσα μου– η δυσφορία που νιώθω;
Εδώ υπάρχει το εξής παράδοξο: Ακόμα κι αν πολλές φορές απευθυνθήκαμε σε κάποιον καρδιακό φίλο με την ελπίδα να βρούμε μια λύση στο ψυχικό αδιέξοδό μας, έχει αποδειχθεί ότι τελικά η βοήθεια έρχεται από κάποιον άγνωστο, που συνήθως ονομάζεται ειδικός ψυχικής υγείας. Και να το παράδοξο. Δηλαδή, αυτός που εντέλει καταφέρνει να ξεδιπλώσει το συναισθηματικό κουβάρι, που θα ανακουφίσει τον ψυχικό πόνο είναι κάποιος άγνωστος, που δεν πρόκειται ποτέ να γίνει φίλος ή τουλάχιστον δεν θα γίνει για όσο διαρκεί η θεραπευτική διαδικασία.
Υπάρχει πιθανότητα αυτό το παραδοξολόγημα να δημιουργήσει διάφορα ερωτηματικά πάνω από το κεφάλι μας, ωστόσο αυτή η συνθήκη συνιστά το θεμέλιο μιας επιτυχημένης θεραπευτικής έκβασης. Δηλαδή, στη διάρκεια του θεραπευτικού ταξιδιού θα εκμυστηρευτούμε και θα μοιραστούμε με τον θεραπευτή τα πιο μύχια κομμάτια της ψυχής μας, θα νιώσουμε ανακούφιση, θα σχετιστούμε με αυτόν, θα φτιάξουμε έναν δεσμό και, αν όλα πάνε καλά, θα χτίσουμε μια όμορφη θεραπευτική σχέση. Ποτέ όμως φιλική.
Θα ακούμε, επίσης, συχνά φίλους ή γνωστούς να λένε ότι δεν πρέπει να είσαι γνωστός με αυτόν που πρόκειται να κάνεις ψυχοθεραπεία. Αυτό το αξίωμα ισχύει εν γένει, χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι μια τυχαία συνάντηση σε έναν κοινόχρηστο χώρο καθιστά το υποψήφιο θεραπευτικό ζευγάρι γνωστό. Η αναφορά στο γνωστός προσδιορίζει τη σχέση που έχω με τον συγκεκριμένο άνθρωπο, αν δηλαδή γνωρίζω στοιχεία της προσωπικότητάς του, την οικογένειά του, καταστάσεις της ζωής του και άλλες προσωπικές αναφορές.
Γιατί όμως σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορεί ένας φίλος να βοηθήσει αποτελεσματικά; Αφού μας δίνει ωραίες συμβουλές, γιατί αυτές δεν φέρνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα; Και γιατί, ενώ είναι κοινώς αποδεκτό ότι η φιλία αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα δώρα της ανθρωπότητας, σε κάποιες περιπτώσεις ο/η φίλος/η συχνά αδυνατεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στο πρόβλημά μας, αφήνοντάς μας πολλές φορές με μια αίσθηση απογοήτευσης ή κάποιες άλλες με έντονο εκνευρισμό;
Οι παραπάνω σκέψεις δεν αποτελούν μια νομοτελειακή συνθήκη, καθώς σε κάποιες περιπτώσεις έχει αποδειχθεί ότι η φιλική παρέμβαση σε μια δύσκολη ψυχολογική κατάσταση ήταν σωτήρια. Παρ’ όλα αυτά, ένας γενικός κανόνας που είναι καλό να ακολουθείται σε περιπτώσεις ψυχολογικού αδιεξόδου και έντονου ψυχικού πόνου είναι η επίσκεψη σε έναν ειδικό ψυχικής υγείας. Ο λόγος για τον οποίο πολλές φορές αποτυγχάνει ο αγαπημένος φίλος, συγγενής, συνάδελφος κ.λπ. να μας βγάλει από το ψυχικό αδιέξοδο μέσα στο οποίο έχουμε παγιδευτεί είναι ότι, όταν κάποιος τοποθετείται, συμμετέχει, μιλάει για το πρόβλημα κάποιου άλλου, στην ουσία δεν μιλάει για κανέναν άλλον παρά για τον εαυτό του.
Αυτό δεν εδράζεται σε κάποια εγωιστική αντίδραση αλλά στην ανθρώπινη φύση. Κάθε φορά που εκτιθέμεθα σε κάποιο ερέθισμα, αυτό γίνεται αφορμή για να αισθανθούμε κάποια πράγματα που σχετίζονται με τη δική μας προσωπική ιστορία και την προσωπικότητά μας. Αν π.χ. ως προσωπικότητα χαρακτηρίζομαι από την ανάγκη για έλεγχο, με αποτέλεσμα να αποφεύγω τα ρίσκα και τις παρορμητικές κινήσεις, το πιο πιθανό είναι να αποθαρρύνω κάποιον φίλο μου να κάνει μια παρορμητική επένδυση όταν ζητήσει τη συμβουλή μου.
Εν αντιθέσει, ένας θεραπευτής δεν θα κατευθύνει την απόφαση, αλλά θα ενθαρρύνει την κατανόηση της επιθυμίας του. Γιατί χρειάζεται αυτή την επένδυση; Τι θα αποκομίσει σε συναισθηματικό επίπεδο από κάποιο πιθανό κέρδος και τι θα απολέσει σε κάποια πιθανή ζημιά κ.ο.κ.
Συνεπώς, η ειδοποιός διαφορά στην αναζήτηση βοήθειας από κάποιον (φίλο ή θεραπευτή) εδράζεται στο γεγονός ότι ένας καλός θεραπευτής θα δείξει ενσυναίσθηση στο δυσάρεστο συναίσθημα που βίωσε ο παθών, ενώ ο φίλος, ακόμη και όταν έχει τις καλύτερες των προθέσεων, υπάρχει ο κίνδυνος να ταυτιστεί με αυτό. Δηλαδή ενώ ο θεραπευτής θα εμπλακεί ενεργά στο βίωμα του θεραπευόμενου, ο φίλος κινδυνεύει να γίνει ένα με αυτό.
Για παράδειγμα, ο φίλος έχει πάντα καλή πρόθεση και θέλει να βοηθήσει τον αγαπημένο του. Ωστόσο, η συμβουλή που παρέχει συχνά είναι κομμένη και ραμμένη στα δικά του πρότυπα, με βάση αυτά που θα ήθελε να μπορεί να ακολουθήσει ο ίδιος αν βρισκόταν σε αντίστοιχη κατάσταση. Ωστόσο, την ίδια καθοδήγηση που θα έδινε σε εσάς για μια Χ κατάσταση, ο ίδιος ίσως δυσκολευόταν να την εφαρμόσει. Επίσης το λογικό περιεχόμενο της συμβουλής που θα λάβετε από τον φίλο, ο οποίος είναι έξω από τον χορό, ενδέχεται ενίοτε να υπερπηδά τον συναισθηματικό πόνο που νιώθετε («Έλα, μωρέ, και τι έγινε που σε χώρισε; Θα βρεις άλλη»).
Από την άλλη, φανταστείτε την περίπτωση που ο/η φίλος/η, στην προσπάθειά του να μπει στα παπούτσια του αγαπημένου του και να δείξει ενσυναίσθηση, βρίσκεται στη δύσκολη θέση να έχουν χτυπηθεί οι δικές του ευαίσθητες και πληγωμένες χορδές και τελικά, αντί να μπει στα παπούτσια του αγαπημένου του για να τον βοηθήσει, να τα φορέσει ο ίδιος και να αρχίσει να περπατάει με αυτά. Η κατάσταση μπορεί εύκολα να οδηγήσει στην απορία ποιος τελικά ζητά βοήθεια από ποιον. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το φιλικό-θεραπευτικό ζεύγος μοιάζει να διολισθαίνει χέρι χέρι στον γκρεμό, όπως οι Σουλιώτισσες στον χορό του Ζαλόγγου.
Σε αντίθεση τώρα με τον θεραπευτή, ο οποίος είναι ένας ειδικά καταρτισμένος και εκπαιδευμένος επαγγελματίας, ο φίλος, εκ φύσεως, δεν διαθέτει τα θεραπευτικά εργαλεία ώστε να μπορέσει να βοηθήσει τον αγαπημένο του, όσο καλή πρόθεση κι αν έχει. Ο θεραπευτής δεν θα δώσει συμβουλή. Θα προσπαθήσει μόνο να κατανοήσει την κατάσταση, και με μεθοδικό τρόπο και ερωτήσεις να φέρει τον θεραπευόμενο στη συνειδητοποίηση του προβλήματος.
Επιπλέον, η θεραπευτική διαδικασία παρέχει ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνεται μια σοβαρή επεξεργασία του προβλήματος, σε σταθερό χώρο, χρόνο, με περιοδικότητα των συναντήσεων κ.λπ. Επίσης, ο ειδικός ψυχικής υγείας, ο οποίος έχει περάσει μέσα από τα κανάλια μιας σοβαρής εκπαίδευσης στην ψυχοθεραπεία, βλέπει το πρόβλημα πολυπρισματικά, μιας και στέκεται, όσο χρειάζεται, αποστασιοποιημένος από τον ψυχικό κόσμο του θεραπευόμενου αλλά και από τον δικό του. Η προσέγγισή του γίνεται με διακριτικό τρόπο, χωρίς να ενοχοποιεί ή να φέρνει σε δύσκολη θέση τον θεραπευόμενο.
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο Έλα να το δούμε των Βέρα Αθανασίου και Μάκη Μπάστα. Θα το βρείτε στο dioptra.gr και σε όλα τα συνεργαζόμενα βιβλιοπωλεία.