Με το παρόν σημείωμά μου θα προσπαθήσω να ανιχνεύσω, μέσα από τους αρχετυπικούς ρόλους, όπως αυτοί εμφανίζονται στις τραγωδίες του Ευριπίδη, τη σύγχρονη γυναίκα που αναζητά την ταυτότητά της μέσω της ψυχοθεραπείας.
Και πιο συγκεκριμένα θα αναφερθώ στη γυναίκα που προσδοκά τον απόλυτο έρωτα και προδίδεται (Μήδεια), τη γυναίκα που αφήνεται να την παρασύρει το πάθος (Βάκχες) και τη γυναίκα που την καθορίζει η πίστη και η αφοσίωση (Άλκηστις).
Ο έρωτας, το πάθος και η αφοσίωση συνιστούν βασικά στοιχεία αρχετυπικών μορφών οι οποίες λειτουργούν διαχρονικά στη γυναικεία φύση. Ακόμη και η ανεξαρτησία της σημερινής γυναίκας μέσα από την κοινωνική της ανέλιξη, την εξέλιξη της ατομικότητάς της και την οικονομική της ανεξαρτησία δεν την απάλλαξε από τις παραπάνω αρχετυπικές αναφορές. Ο έρωτας, το πάθος και η αυτοθυσία συναντιούνται στα μικρά και στα μεγάλα γεγονότα της ζωής της.
Ο τρόπος που βιώνει η σημερινή γυναίκα τους ρόλους της και η δυναμική που αναπτύσσει στη διαδρομή προς την ανεξαρτησία της, επιφέρει μια σύγχυση ταυτότητας. Η σύγχρονη γυναίκα για να κερδίσει την αυτονομία της παλεύει σε ένα πεδίο πολλαπλών ρόλων, αλλά συνήθως δεν το κάνει συνειδητά και η έλλειψη αυτής της συνειδητότητας δεν της επιτρέπει την ολοκλήρωση της προσωπικής της ευτυχίας. Ειδικότερα, ταυτίζεται με τους ρόλους της, εν είδει καθήκοντος, λειτουργώντας αποσπασματικά όπου αυτό την καλεί. Προσπαθεί δηλαδή να είναι καλή σε όλα, αλλά αυτό είναι ανθρωπίνως ανέφικτο και η συμπεριφορά αυτή της δημιουργεί συναισθήματα ματαίωσης, ενοχοποιώντας τον εαυτό της ως ανεπαρκή.
Έτσι χάνει το νόημα του έρωτα, του πάθους και της αφοσίωσης και δεν μπορεί να ζήσει τη ζωή που επιθυμεί. Ως εκ τούτου ο έρωτας γίνεται μανία, το πάθος την αυτοκαταστρέφει και μέσα από την αφοσίωση θυσιάζεται για τους άλλους. Δίχως να το κατανοεί όχι μόνο χάνει τον εαυτό της, αλλά και γνωρίσματα που καθορίζουν υπαρξιακά την υπόστασή της. Γίνεται επομένως ένα τραγικό πρόσωπο που χάνει τη στρογγυλάδα της θηλυκότητας, το βάθος της μητρότητας, την ένταση της αφοσίωσης και της πίστης.
Η Ελένη ήρθε στο γραφείο μου έπειτα από έναν επώδυνο χωρισμό. Ήταν πολύ ερωτευμένη με το Χρήστο, αλλά η σχέση τους είχε προβλήματα. Εκείνος αρνούνταν να δεσμευτεί, ενώ εκείνη τα ήθελε όλα και τα έδινε όλα κι έτσι μοιραία επήλθε ο χωρισμός. Αισθάνθηκε προδομένη, κενή και σταδιακά άρχισε να την καταλαμβάνει, σαν νέα Μήδεια, μια εκδικητική μανία. Ήθελε να τον κάνει να πονέσει, όπως πονούσε κι εκείνη, ζώντας σε μια κατάσταση ενδεικτική του πώς κανείς αποκόβεται από τον εαυτό του. Επί της ουσίας «διαλύθηκε» κι εκείνη μαζί με τη σχέση της και όλη την ευθύνη για την αποτυχία την μετέφερε στον ανεπαρκή σύντροφο κι όχι στις δικές της επιλογές.
Η αυτογνωσία ήταν η μοναδική της διέξοδος και πρωτίστως η μανία να καταστρέψει αυτόν που την πλήγωσε έπρεπε να δώσει τη θέση της στη «μανία» να γνωρίσει τον εαυτό της. Χρειάστηκε να γυρίσει πίσω στη σχέση με τη μητέρα της, στις δικές της γυναικείες καταβολές και να γνωρίσει και να κατανοήσει πώς ανατράφηκε ως γυναίκα, με ποιες αξίες, προσδοκίες και επιθυμίες. Να αναγνωρίσει πως ο απόλυτος έρωτας για το Χρήστο είχε στηριχτεί στις δικές της αδυναμίες και ανασφάλειες και πως σχετίστηκε όχι με το πραγματικό πρόσωπο του Χρήστου, αλλά με την προβολή στο πρόσωπό του, του ιδανικού άντρα που θα ήθελε να έχει στο πλάι της. Ερωτεύτηκε δηλαδή μια φαντασίωσή της και αυτή ακριβώς η συνειδητοποίηση ήταν μεν επώδυνη, αλλά έθεσε τις βάσεις να βρει τις προσωπικές της συντεταγμένες στον οδικό χάρτη της ζωής της.
Ως ψυχοθεραπευτής συνάντησα πολλές γυναίκες οι οποίες παθιάζονται όπως η Αγαύη στις Βάκχες. Θέλουν να ζήσουν κάτι πολύ έντονο και δυνατό, έξω από τα όρια της καθημερινότητας. Είναι οι γυναίκες που έχουν πάθος για τη ζωή, αλλά το έχουν κρύψει μέσα στις κοινωνικές συμβάσεις. Το πάθος όμως κάποια στιγμή τις κάνει να χάσουν το έλεγχο και να οδηγηθούν σε εκτός ορίων καταστάσεις.
Η Μαρίνα ζούσε μια συμβατική ζωή και έμοιαζε ευτυχισμένη, τόσο που στα μάτια της κοινωνίας ήταν μια αξιοζήλευτη γυναίκα: είχε έναν επιτυχημένο σύζυγο, δύο καλά παιδιά, μια δημιουργική δουλειά και πολλά άλλα. Ωστόσο αυτά δεν ήταν για εκείνη αρκετά να της καλύψουν το αίτημα και τη δίψα της για ζωή. Δοκίμασε διάφορα που θα ξεδιψούσαν έστω και για λίγο το πάθος της: Ψώνιζε με μανία, έκανε γυμναστική, διάφορα σπορ, έβγαινε με φίλες, το πάθος της όμως παρέμενε αχόρταγο. Ώσπου κάποια στιγμή γνώρισε τον Ηλία και παθιάστηκε μαζί του. Άρχισε να ζει και να αναπνέει μόνο για εκείνον και το πάθος της έγινε εμμονή, αφού ζούσε με την προσδοκία μιας στιγμής, μιας συνάντησης με το αντικείμενο του πόθου της.
Εγκατέλειψε -δίχως να το αντιλαμβάνεται-όλους τους άλλους ρόλους της, της μητέρας, της συντρόφου, της φίλης και άρχισε να «χάνει» τη ζωή της, βιώνοντας το πάθος της. Όταν αναζήτησε βοήθεια δεν ήξερε τι θέλει ακριβώς, αλλά το κυρίαρχο αίσθημα που την έκανε να αγωνιά, και αργότερα να αφυπνίσει τη συνείδησή της, ήταν πως μέσα από το πάθος είχε θυσιάσει ακόμη και το μητρικό της ρόλο. Ο κίνδυνος αυτός την οδήγησε στο να ζητήσει βοήθεια και να αντιληφθεί πως το αβίωτο πάθος την εκδικήθηκε. Αρκετούς μήνες έπειτα άρχισε να συνειδητοποιεί πως το πάθος μπορεί να ενυπάρχει σε ό,τι κάνουμε, είναι μέσα μας, είναι δικό μας και μπορούμε να το αξιοποιούμε δημιουργικά, πως το πάθος για τη ζωή είναι η ίδια η ζωή.
Η Ιωάννα ήταν πάντα πιστή και αφοσιωμένη σύζυγος και σαν άλλη Άλκηστις, λειτουργούσε ως πρότυπο αυτοθυσίας, σωστής, τίμιας και δεσμευμένης γυναίκας που σέβεται τους ιερούς δεσμούς του γάμου. Το μοντέλο της αφοσιωμένης γυναίκας θα έμοιαζε λειτουργικό αν και ο άντρας της λειτουργούσε με το ίδιο ακριβώς συμβόλαιο. Εκείνος όμως χανόταν στα αδιέξοδά του κι όσο περισσότερο χανόταν, τόσο η Ιωάννα μέσα από την αφοσίωση της προσπαθούσε να σώσει τον γάμο, ζημιώνοντας ασφαλώς τον εαυτό της. Έτσι είχε μάθει να κάνει πάντα, να βάζει τις ανάγκες και τις επιθυμίες των άλλων πάνω από τις δικές της, αναπαράγοντας ασυνείδητα το μοντέλο της μητέρας της. Εξάλλου εκείνη πάντα τη συμβούλευε, «κάνε υπομονή, μη χαλάσεις το γάμο παιδί μου, άντρας είναι, έτσι είναι οι άντρες, ανώριμοι».
Ο άντρας της όμως όσο εκείνη τον ντάντευε τόσο περισσότερο έμενε προσκολλημένος στην ανώριμή του πλευρά. Έμενε άνεργος, συνέχιζε να τζογάρει με τα δικά της χρήματα, δεν ήθελε να δεσμευτεί σε καμιά προσωπική αλλαγή κι όσο εκείνος δεν δεσμευόταν τόσο η Ιωάννα βυθιζόταν στο αδιέξοδο και την κατάθλιψη. Η μεγαλύτερη πρόκληση που είχε να αντιμετωπίσει η Ιωάννα στην ψυχοθεραπεία ήταν να αποταυτιστεί από το ρόλο της γυναίκας που θυσιάζεται και να δώσει προτεραιότητα στη φροντίδα του εαυτού της. Η θεραπευτική ομάδα λειτούργησε για αυτή σαν μια άλλη οικογένεια που της έμαθε να νιώθει σημαντική και να δέχεται τη φροντίδα των άλλων.
Είτε Μήδεια, είτε Αγαύη, είτε Άλκηστις, η σύγχρονη γυναίκα προσπαθεί να ορίσει τον εαυτό της αναζητώντας την αρμονία στον έρωτα, το πάθος και την αφοσίωση. Σε κάθε περίπτωση για να υπηρετήσει τους ρόλους της, πρέπει να έχει μια στέρεη και δομημένη προσωπικότητα και να είναι σε σύνδεση με τον εαυτό της και τις προσωπικές της ανάγκες.
Το ταξίδι της ψυχοθεραπείας τις βοηθά να φτάσουν σε αυτό τον προορισμό.