Πολλοί άνθρωποι, επιστήμονες και μη, έχουν δείξει ότι η ψυχανάλυση, και σχεδόν κάθε μορφή ψυχαναλυτικής ή ψυχοδυναμικής ψυχοθεραπείας, είναι ουσιαστικά αναποτελεσματικές καθώς και ότι οι θεωρίες τους βασίζονται σε ανεπιβεβαίωτες υποθέσεις. Ωστόσο, λίγοι έχουν αναλύσει συστηματικά και αντικειμενικά τις ενδεχόμενες αστοχίες, ή βλάβες, που μπορεί να συμβούν αν κάποιος κάνει κλασική ψυχανάλυση ή εντατική ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία.
Πολλοί άνθρωποι, επιστήμονες και μη (π.χ. γνωστικοί και συμπεριφορικοί θεραπευτές, υπαρξιακοί φιλόσοφοι, ειδικοί σωματικής και ψυχικής υγείας, ορθολογικοί φιλόσοφοι και άλλοι διανοούμενοι), έχουν δείξει ότι η ψυχανάλυση, και σχεδόν κάθε μορφή ψυχαναλυτικής ή ψυχοδυναμικής ψυχοθεραπείας, είναι ουσιαστικά αναποτελεσματικές καθώς και ότι οι θεωρίες τους βασίζονται σε ανεπιβεβαίωτες υποθέσεις. Ωστόσο, λίγοι έχουν αναλύσει συστηματικά και αντικειμενικά τις ενδεχόμενες αστοχίες, ή βλάβες, που μπορεί να συμβούν αν κάποιος κάνει κλασική ψυχανάλυση ή εντατική ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία. Το παρακάτω άρθρο βασίζεται στις ιδέες του Albert Ellis, ιδρυτή της Λογικοθυμικής Συμπεριφορικής Θεραπείας (Rational Emotive Behavior Therapy, REBT), και πρώην ψυχαναλυτή, ο οποίος άσκησε αυστηρή, αλλά εποικοδομητική, κριτική στην ψυχανάλυση και στις μεθόδους της.
Ταυτόχρονα, το άρθρο αυτό εφιστά την προσοχή στον τρόπο ανάγνωσης των εμπειρικά τεκμηριωμένων ερευνών που αφορούν τις ψυχοδυναμικές θεραπείες: Από τη μία πλευρά, τα δεδομένα αυτά (π.χ. Shedler, 2010) δείχνουν ότι οι σύγχρονες ψυχοδυναμικές ψυχοθεραπείες (και όχι απαραίτητα η κλασική ψυχανάλυση) έχουν θετικά αποτελέσματα, αλλά την ίδια στιγμή η αποτελεσματικότητά τους αυτή ελέγχεται ως επί το πλείστον στο επίπεδο της τεχνικής και όχι στο επίπεδο της θεωρίας όπου οι ψυχοδυναμικές θεραπείες (και η κλασική ψυχανάλυση) παρουσιάζουν σημαντικά προβλήματα διότι δε διαθέτουν ξεκάθαρες θεωρίες και ταυτόχρονα διδάσκουν αρχές οι οποίες δε βοηθούν τους ανθρώπους να κάνουν αλλαγές στη ζωή τους.
Εν συντομία, οι λόγοι για τους οποίους η ψυχανάλυση (από εδώ και πέρα με τον όρο ψυχανάλυση θα εννοούνται οι περισσότερες ψυχοδυναμικές ψυχοθεραπείες για λόγους συντομίας) κάνει περισσότερο κακό παρά καλό είναι οι εξής:
Αποσυντονίζει και παρεκτρέπει
Ίσως να πρόκειται για το πιο μεγάλο της μειονέκτημα διότι παρεκτρέπει τους ανθρώπους από αυτά που πρέπει να κάνουν για να βελτιωθούν και τους αποτρέπει από το να δουλεύουν σκληρά για να βοηθήσουν τον εαυτό τους να αναπτυχθεί.
Η ψυχανάλυση, λοιπόν, παρεκτρέπει τους ανθρώπους γιατί τους ενθαρρύνει να εστιάσουν σε αναρίθμητα γεγονότα, ασύνδετα μεταξύ τους, καθώς και σε ασαφείς έννοιες για τα πραγματικά, ή τωρινά, τους θέματα όπως, για παράδειγμα, τι έγινε στην παιδική τους ηλικία, πώς κατέληξαν να έχουν Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, πώς οι γονείς τους είχαν αρνητική επίδραση πάνω τους, τι σημαίνουν τα όνειρά τους, πόσο πολύ σημαντική είναι η σχέση τους με τον αναλυτή τους, πόσο ασυνείδητα μισούν τους ομοίους τους κ.λπ. Στην πραγματικότητα, όλες αυτές οι πληροφορίες μπορεί να έχουν κάποιο ενδιαφέρον από θεωρητική άποψη, διότι παρέχουν έναν γενικό σφυγμό του παρελθόντος του ατόμου. Ωστόσο, όχι μόνο δεν αποκαλύπτουν κάτι σημαντικό, αλλά συχνά επισκιάζουν τις βασικές μη ορθολογικές φιλοσοφίες και νοοτροπίες οι οποίες παίζουν σημαντικότερο ρόλο και τελικά επιφέρουν δυσλειτουργικά συναισθήματα και σχετικές συνοδές συμπεριφορές στο παρόν (David, Lynn, & Ellis, 2010). Ούσα κυρίως διαγνωστική και ερμηνευτική από τη φύση της, η ψυχανάλυση δεν προχωρά σε βαθύτερο φιλοσοφικό επίπεδο, ώστε να εντοπίσει και να παροτρύνει τους ανθρώπους να αλλάξουν τις βασικές ιδεολογίες και τα συστήματα αξιών με βάση τα οποία δημιουργούν και κατασκευάζουν τα συμπτώματά τους, αλλά παραμένει σε αναγνωριστικό και περιγραφικό επίπεδο, πολλές φορές άστοχο και ασαφές ως προς τα πραγματικά προβλήματα των ανθρώπων στο σήμερα.
Επιπλέον, η ψυχανάλυση είναι μια διαδικασία φλύαρη και παθητική, που δίνει έμφαση στην ενόραση (insight) ενθαρρύνοντας τους ανθρώπους να ξαπλώσουν στο ντιβάνι (αν και όχι πλέον, ως επί το πλείστον), ή να μιλούν ελεύθερα, χωρίς συγκεκριμένο στόχο αλλαγής κάποιας προβληματικής σκέψης ή συμπεριφοράς, για να γίνουν καλά. Πολλοί αναλυτές που διαθέτουν κάποιες δόσεις λογικής, συχνά παρέχουν οδηγίες, καθοδηγούν τους ανθρώπους να κάνουν κάτι με συστηματικό τρόπο ή τους βοηθούν να αλλάξουν το περιβάλλον τους: Πρόκειται, ωστόσο, για τακτικές που αντιβαίνουν τη θεωρία που πρεσβεύουν. Εν τω μεταξύ, οι αναλυόμενοι παραμένουν σε κατάσταση συναισθηματικής αναστάτωσης γιατί δεν ξεβολεύονται να κάνουν αυτό που πραγματικά θέλουν ενώ παροτρύνονται σταθερά από την ψυχαναλυτική διαδικασία και την μη καθοδηγητική συμπεριφορά του αναλυτή τους να συνεχίζουν να αποφεύγουν αυτά που θέλουν να πετύχουν: Προσπαθούν ακόμη περισσότερο να δικαιολογούνται ότι τώρα πλέον θέλουν να βοηθήσουν ενεργητικά τον εαυτό τους μέσω της ψυχανάλυσης. Στην περίπτωση, όμως, της ψυχαναλυτικής διαδικασίας, αυτό είναι αυταπάτη γιατί οι ελεύθεροι συνειρμοί και οι ασυνάρτητες ερμηνείες τούς οδηγούν όλο και περισ- σότερο στα δίχτυα της παθητικότητας και της αναστάτωσης.
Και τελικά τι είναι αυτό που πρέπει να κάνουν οι άνθρωποι με συναισθηματικές διαταραχές στην ψυχοθεραπεία για ν’αλλάξουν προς το καλύτερο;
Στην πραγματικότητα, αυτό που πρέπει να κάνουν οι άνθρωποι με συναισθηματικές διαταραχές στην ψυχοθεραπεία είναι να αλλάξουν τις ηττοπαθείς, πυρηνικές φιλοσοφίες που διαθέτουν από τη φύση τους, ή υιοθετούν με ακράδαντο τρόπο, για τον εαυτό τους, τους άλλους και τη ζωή και, τελικά, να υιοθετήσουν μια ορθολογική φιλοσοφία ζωής (δηλαδή μια φιλο- σοφία ρεαλιστική, λογική και λειτουργική για τον εαυτό τους, τους άλλους και τη ζωή τους) (DiGiuseppe, Doyle, Dryden, & Backx, 2013. Ellis, 1962, 1975, 1994, 2001a, 2001b). Αυτό μπορούν να το κάνουν αμφισβητώντας με ενεργητικό, λεκτικό τρόπο, ή με πρακτικό-συμπεριφορικό τρόπο, τις μη ορθολογικές πεποιθήσεις που υιοθετούν για τα πράγματα στη ζωή τους (Ber- nard, 1992). Για παράδειγμα, οι περισσότεροι άνθρωποι θα πρέπει να αλλάξουν πυρηνικές απόψεις όπως, «Δεν αξίζω ως άνθρωπος αν δεν είμαι ικανότερος, διασημότερος και ανώτερος των άλλων», ρωτώντας τον εαυτό τους,
«Γιατί δεν αξίζω ως άνθρωπος επειδή δεν τα πάω καλά σε αυτά που θέλω; Πού είναι η απόδειξη ότι δε μπορώ να αποδεχθώ πλήρως τον εαυτό μου σε περίπτωση που οι άλλοι δε με συμπαθούν; Από πού προκύπτει ότι η αποδοχή του εαυτού μου εξαρτάται από εξωτερικά κριτήρια;». Στη συνέχεια θα μπορούν πιο εύκολα να κάνουν αυτό που διστάζουν ακόμη κι όταν δεν τα πάνε καλά σε αυτό: Για παράδειγμα, να εκτεθούν σε κοινωνική κριτική για κάτι που προσπαθούν να πετύχουν, ή να πειραματιστούν με ευχάριστες, για τους ίδιους, δραστηριότητες, παρότι υπάρχουν πιθανότητες αποτυχίας και απόρριψης. Οι παραπάνω πυρηνικές, μη ορθολογικές, πεποιθήσεις δεν είναι ασυνείδητες, όπως θεωρούν οι ψυχαναλυτές, αλλά συχνά είναι υποσυνείδητες και, μέσω της διαδικασίας της αμφισβήτησης και της ανάληψης υπεύθυνου ρίσκου σε επίπεδο συμπεριφοράς, μπορούν να έρθουν στην επιφάνεια της συνείδησης και να γίνουν αντικείμενο άμεσης επεξεργασίας και τροποποίησης σε πιο ορθολογικές.
Οδηγεί σε σχέσεις εξάρτησης
Οι περισσότεροι άνθρωποι δημιουργούν σχέσεις εξάρτησης με τους άλλους και φοβούνται να σκεφτούν ορθολογικά, και να αναλάβουν δράση, με κίνδυνο να δεχθούν κριτική και να κάνουν λάθη. Συνήθως, η ψυχανάλυση περιλαμβάνει διαδικασίες που οδηγούν σε εξάρτηση από τον θεραπευτή και σε αποφυγή συστηματικής έκθεσης του ατόμου στον ίδιο του τον φόβο. Έτσι, το άτομο δεν εξοικειώνεται με τους φόβους του και φοβάται να πετύχει αυτά που επιθυμεί. Οι συναντήσεις είναι αρκετές ανά εβδομάδα, για σειρά ετών και ο αναλυτής απαγορεύει, έκδηλα ή άδηλα, στους αναλυόμενους να κάνουν μεγάλες αλλαγές στη ζωή τους κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Επίσης, προωθείται η δημιουργία θετικής μεταβίβασης μεταξύ αναλυτή και αναλυόμενου, οι άνθρωποι εξαναγκάζονται να αποδεχθούν αναλυτικές ερμηνείες (και όχι να αλλάξουν τις πυρηνικές νοοτροπίες τους ή να αναλάβουν δράση σε σημαντικούς τομείς της ζωής τους), ακόμη κι αν φαίνεται να έχουν δίκιο στα γεγονότα της ζωής τους, ενώ στην αναλυτική ομαδική θεραπεία σκόπιμα υιοθετείται και διατηρείται ένα οικογενειακού τύπου περιβάλλον το οποίο ενισχύει την παράλογη εντύπωση ότι το άτομο έχει απόλυτη ανάγκη μια οικογένεια για να σταθεί ξανά στα πόδια του. Ενώ πολλές μορφές θεραπείας παροτρύνουν τους ανθρώπους να εξαρτηθούν από τον θεραπευτή, η ψυχανάλυση είναι πρωτοπόρος σε αυτό. Θεραπευτικές προσεγγίσεις ή τεχνικές που βασίζονται σε πιο ενεργητικές και καθοδηγητικές φόρμες (π.χ. προσεγγίσεις εκπαίδευσης σε δεξιότητες ζωής, η REBT και οι υπόλοιπες Γνωστικές Συμπεριφορικές Θεραπείες), παροτρύνουν τους ανθρώπους να αναλάβουν ατομική δράση και τους διδάσκουν το πώς να σκέπτονται πιο άμεσα και πιο καθαρά για τον εαυτό τους, τους άλλους και τον κόσμο/τη ζωή τους.
Δίνει έμφαση στην έκφραση, και όχι στην αλλαγή, των συναισθημάτων
Επειδή η ψυχανάλυση βασίζεται κατά κύριο λόγο στον ελεύθερο συνειρμό, στην ερμηνεία των ονείρων, στη λεπτομερή ανάλυση του παρελθόντος του ατόμου και στις σχέσεις μεταβίβασης και αντιμεταβίβασης μεταξύ ατόμου και θεραπευτή, αναπόφευκτα δίνει έμφαση στην έκφραση, και όχι στην αλλαγή, των συναισθημάτων και, άρα, στις ηττοπαθείς φιλοσοφίες που κρύβονται πίσω από τα συναισθήματα. Μεγάλο μέρος της προόδου κατά την ψυχανάλυση φαίνεται να βασίζεται σε προσωρινή ανακούφιση λόγω συναισθηματικής κάθαρσης και εκφόρτισης και επειδή το άτομο πιστεύει ότι ο ψυχαναλυτής το καταλαβαίνει και το συμπαθεί ειλικρινά (αυτό ισχύει και για άλλες προσεγγίσεις όπως οι προσωποκεντρικές και οι υπαρξιακές). Η τάση αυτή του ατόμου να νιώθει προσωρινά καλά σαμποτάρει τη δυνατότητά του να γίνει και να παραμείνει καλά (Ellis, 2001a) αλλάζοντας τα συναισθήματά του με ουσιαστικό τρόπο (π.χ. να μετατρέψει το άγχος σε ανησυχία, δηλαδή, σε παραγωγικό άγχος). Έτσι, ο θεραπευόμενος που πάσχει από κατάθλιψη με αφορμή το γεγονός της απόρριψής του από μια θέση εργασίας, και ο οποίος, στη συνέχεια, εκφράζει το συναίσθημά του αυτό στο πλαίσιο μιας ατομικής ή ομαδικής αναλυτικής συνεδρίας, θα ανακουφιστεί αρχικά και θα νιώσει ότι, τουλάχιστον, ο αναλυτής του (ή η ομάδα) τον άκουσε και ότι κάποιος (επιτέλους!) νοιάζεται γι’ αυτόν και ότι δεν είναι ένας ανάξιος όπως πίστευε ότι ήταν!
Ωστόσο, ο αναλυτής δεν προχωρά περαιτέρω να διερευνήσει τις υποκείμενες πεποιθήσεις και φιλοσοφίες (βαθύτερες νοοτροπίες) που το άτομο λέει δυναμικά στον εαυτό του και, με βάση τις οποίες, διατηρεί την κατάθλιψή του: Για παράδειγμα, δεν ασχολείται με πεποιθήσεις που βλάπτουν άμεσα το άτομο στο παρόν όπως «Δε θα’πρεπε για κανέναν λόγο να με απορρίψουν από αυτή τη θέση εργασίας και αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο σήμερα. Κανένας εργοδότης δεν θα με συμπαθήσει στη ζωή μου (επειδή δε με συμπάθησε ένας συγκεκριμένος) και αν δε βρω μια δουλειά σαν αυτή, τότε θα είμαι ένας απόλυτα ανεπαρκής και ανάξιος άνθρωπος στην επαγγελματική μου ζωή και στη ζωή μου γενικότερα». Το πρόβλημα με την καθαρτική-εκφορτιστική μέθοδο της ψυχανάλυσης είναι ότι δεν παροτρύνει το άτομο να σταματήσει να σκέπτεται και να αλλάξει πεποιθήσεις και νοοτροπίες όπως οι παραπάνω αλλά το ενθαρρύνει να «νιώθει καλά» προσωρινά, ενώ συνεχίζει να πιστεύει τις παραπάνω παράλογες πεποιθήσεις και παρότι σχεδόν σίγουρα θα καταθλίψει τον εαυτό του ξανά και ξανά εξαιτίας αυτών των παράλογων «πιστεύω» τα οποία δρουν ανεξέλε- γκτα αν δε γίνουν αντικείμενο συστηματικής εξέτασης και αμφισβήτησης.
Όσον αφορά τον θυμό και την επιθετικότητα, η εφαρμογή της ψυχανάλυσης είναι ακόμη πιο άστοχη. Ξεκινώντας από την υπόθεση ότι είναι κακό κάποιος να είναι εχθρικός (κάτι το οποίο είναι πολύ λογικό να υποθέσει κανείς ενώ πρόκειται και για κάτι που υποστηρίζεται από εμπειρικά δεδομένα), η ψυχανάλυση ουσιαστικά προχωρά και υποθέτει ότι η έκφραση εχθρικών (συν)αισθημάτων θα απελευθερώσει και θα ιάσει την πυρηνική εχθρότητα του ατόμου. Στην πραγματικότητα, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: Το άτομο, το οποίο στο πλαίσιο της ψυχανάλυσης παροτρύνεται να εκφράσει το μίσος του προς τη μητέρα του, το/τη σύζυγό του, ή το αφεντικό του, μπορεί να καταλήξει πιο επιθετικό και πιο εξαγριωμένο υιοθετώντας εκδικητικές και φανατικές συμπεριφορές. Επιπλέον, η έκφραση της επιθετικότητας είναι μια από τις μεγαλύτερες ψευτοδικαιολογίες: Το άτομο, πείθοντας τον εαυτό του ότι οι άλλοι άνθρωποι είναι τραγικοί και ότι αξίζουν την τιμωρία, αγνοεί εύκολα την δυσλειτουργική συμπεριφορά και την απέχθεια που εκπέμπει και στη συνέχεια αποφεύγει να ασχοληθεί με τη δική του νοοτροπία-φιλοσοφία θυμού που διαθέτει και η οποία προκαλεί τη συμπεριφορά αυτή.
Ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία του αποτελεσματικού θεραπευτή είναι να βοηθήσει το άτομο να ελαχιστοποιήσει, ή να εξαλείψει, την εχθρότητα που εκπέμπει ή εκδηλώνει (διατηρώντας ταυτόχρονα υγιή δυσαρέσκεια ή ενόχληση, αλλά όχι θυμό και οργή, για τα πράγματα, τους άλλους και τις καταστάσεις γύρω του έτσι ώστε να διαθέτει την κατάλληλη ψυχραιμία, παρότι νιώθει δυσαρέσκεια, για να βρίσκει αποτελεσματικές λύσεις για το θέμα που το απασχολεί). Επειδή η ψυχανάλυση πιστεύει εσφαλμένα ότι η παρούσα εχθρότητα οφείλεται σε γεγονότα του παρελθόντος (παρά στη φιλοσοφική στάση και στις απόψεις-πεποιθήσεις που υιοθετεί και διαμορφώνει το άτομο για τα γεγονότα αυτά), δεν διαθέτει κάποια συγκεκριμένη μεθοδολογία ώστε να προσεγγίσει τις κύριες πηγές του θυμού και να τις εξαλείψει. Έτσι, χωρίς να μπορεί να δείξει στο άτομο τις πηγές του θυμού και της επιθετικότητάς του (δηλαδή, τις πυρηνικές απόψεις του για τα γεγονότα που το απασχολούν), και με το να παροτρύνει το άτομο να εκφέρει επιθετικότητα, τείνει να βλάπτει την πλειοψηφία των ατόμων που παρακολουθούν τη διαδικασία της.
Προάγει τον κομφορμισμό
Οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι αισθάνονται ιδιαίτερα αναστατωμένοι και έρχονται στη θεραπεία είναι οι παραπλανητικές πεποιθήσεις τους ότι χρειάζονται απαραίτητα την αγάπη και την επιβεβαίωση των άλλων, ότι δε θα μπορούν με τίποτα να είναι ευτυχισμένοι αν μείνουν μόνοι και ότι, αν δεν τα καταφέρουν στη ζωή τους, δε θα είναι καλοί ή δε θα αξίζουν ως άνθρωποι. Επειδή η ψυχανάλυση είναι, επί της ουσίας, μη φιλοσοφική, και επειδή δεν βοηθά τους ανθρώπους να διαχωρίζουν ξεκάθαρα μεταξύ επιθυμιών και αναγκών επιτυχίας και επιβεβαίωσης, οι περισσότεροι αναλυόμενοι προσαρμόζονται σε μια απαιτητική νοοτροπία του τύπου «πρέπει να τα καταφέρνω και να είμαι αρεστός στους άλλους» χωρίς να βοηθούνται να γίνουν αυτόφωτες προσωπικότητες και ακολούθως να σκέπτονται και να ενεργούν με τους τρόπους που θέλουν (ακόμη κι αν αυτοί είναι αντισυμβατικοί). Βασικά, η ψυχανάλυση διδάσκει ότι «από τη στιγμή που οι γονείς σου, ή οι σημαντικοί άλλοι άνθρωποι στη ζωή σου, ήταν επικριτικοί και σε έκαναν να μισείς τον εαυτό σου, και από τη στιγμή που μπορείς να δεις ότι εγώ, ο αναλυτής σου, σε αποδέχομαι άκριτα παρά την κακή σου συμπεριφορά, τώρα μπορείς να αποδεχτείς κι εσύ τον εαυτό σου». Επίσης ότι: «Από τη στιγμή που τα έχεις καταφέρει ελάχιστα σε ό,τι κάνεις στη ζωή σου, επειδή φοβόσουν να ανταγωνιστείς τον μπαμπά σου ή τον αδερφό σου, και επειδή ήδη σε έχω βοηθήσει να καταλάβεις τους λόγους για τους οποίους δεν τα έχεις καταφέρει στη ζωή σου, τώρα πλέον μπορείς να ανταγωνιστείς με επιτυχία τον οποιονδήποτε και να αποκτήσεις τα εκατομμύρια ευρώ που πάντα ήθελες να έχεις».
Ουσιαστικά, αυτό που η ψυχανάλυση δε διδάσκει είναι: «Μπορείς ανεπιφύλακτα και σε κάθε περίπτωση, και χωρίς απαραίτητα να έχεις τα προσόντα, να αποδεχθείς τον εαυτό σου ακόμη κι αν εγώ, ο αναλυτής σου, δε σε συμπαθώ, κι αυτό επειδή η αξία σου ως ανθρώπου είναι πέρα από την ίδια την ύπαρξή σου και δεν εξαρτάται από το πόσο σε εγκρίνει ή σε αποδέχεται κάποιος άλλος». Και επίσης ότι: «Υπάρχουν πολλοί λόγοι γιατί η επιτυχία στη ζωή (επαγγελματική και μη) είναι σημαντική. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει οπωσδήποτε να είσαι εξαιρετικός, υπερεπιτυχημένος ή “κάποιος” για να αποδεχθείς τον εαυτό σου».
Η ψυχανάλυση, λοιπόν, δεν διδάσκει τις παραπάνω αρχές και δεν καταφέρνει να είναι αποτελεσματική μέσω των θεωρήσεών της επειδή α) ασχολείται κατά κύριο λόγο με το ιστορικό της ζωής του ατόμου παρά με τις ιδεολογικές του αντιδράσεις για το ιστορικό αυτό στο παρόν, β) ενισχύει την παθητικότητα και την εξάρτηση και γ) δίνει υπερβολική έμφαση στην προσωπική σχέση μεταξύ αναλυτή και αναλυόμενου. Για τους λόγους αυτούς, κυρίως, παροτρύνει το άτομο να γίνει κομφορμιστής παρά ένα άτομο αναπτυσσόμενο, υπεύθυνα πειραματιζόμενο και ελεύθερο να υιοθετήσει την κουλτούρα και τη ζωή που επιθυμεί. Επίσης, συχνά ο αναλυτής αποτελεί κακό πρότυπο προς μίμηση δεδομένου ότι και ο ίδιος δεν διακρίνεται από υπεύθυνη διεκδικητικότητα και τόλμη στη ζωή του και, έτσι, τείνει να παρασύρει τον αναλυόμενο στην ίδια τακτική με αποτέλεσμα το άτομο να αποφασίζει πιο εύκολα ότι «είναι καλύτερο να αντιδράς, παρά να δρας, κατά τη διάρκεια της ζωής σου».
Ενισχύει την μη ορθολογικότητα
Τα βασικά συναισθηματικά προβλήματα των ανθρώπων οφείλονται σε μη ορθολογικές υποθέσεις που υιοθετούν οι άνθρωποι για τα προβλήματα αυτά καθώς και σε παράλογα συμπεράσματα που προκύπτουν από τις υποθέσεις αυτές. Το καλύτερο που χρειάζεται να γίνει στην περίπτωση αυτή, έτσι ώστε οι άνθρωποι να αποφύγουν τη συναισθηματική διαταραχή, είναι να μάθουν να εξετάζουν και να αμφισβητούν τις μη ορθολογικές πεποιθήσεις τους για τα θέματα που τους απασχολούν και να διαχωρίζουν καλύτερα μεταξύ γεγονότων και πεποιθήσεων για τα γεγονότα λέγοντας στον εαυτό τους ότι «είναι άλλο αυτό που μου συμβαίνει και άλλο αυτό που λέω στον εαυτό μου γι’αυτό που μου συμβαίνει. Δηλαδή, είναι άλλο το γεγονός και άλλο οι πεποιθήσεις μου, δηλαδή οι πυρηνικές απόψεις μου, γι’αυτό. Το γεγονός πολλές φορές δεν αλλάζει αλλά οι πεποιθήσεις μου για το γεγονός μπορούν να αλλάξουν πιο εύκολα γιατί τις κουβαλώ στο μυαλό μου και εξαρτώνται από μένα».
Συγκεκριμένα, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να συνειδητοποιήσουν ότι οι προτιμήσεις ή οι επιθυμίες τους δεν είναι πραγματικές ανάγκες ή απαιτήσεις και ότι επειδή απλά θα ήταν προτιμότερο να συμβεί κάτι καλό (ή να μη συμβεί κάτι κακό) δε σημαίνει ότι πρέπει οπωσδήποτε/είναι απόλυτα απαραίτητο ή αναγκαίο να συμβεί (ή να μη συμβεί) αυτό. Αντί να βοηθά τους ανθρώπους να αναλύουν τα προβλήματά στο πλαίσιο αυτής της λογικής ανάλυσης, η ψυχανάλυση παρέχει ανεπιβεβαίωτες υποθέσεις και άλλους παραλογισμούς. Συχνά επιμένει ότι οι άνθρωποι πρέπει να αναστατώνονται εξαιτίας των γεγονότων του παρελθόντος για να τα ξεπεράσουν και ότι χρειάζεται απαραίτητα να αγαπηθούν, ή ότι πρέπει απαραίτητα να θυμώνουν όταν τα πράγματα δεν πάνε όπως θέλουν, ότι θα πρέπει οπωσδήποτε να κάνουν χρόνια ψυχανάλυση για να αλλάξουν σημαντικά, ότι θα πρέπει απαραίτητα να εισέλθουν και να δουλέψουν στο πλαίσιο μιας έντονης μεταβιβαστικής σχέσης με τον αναλυτή τους κ.λπ. Όλες αυτές οι υποθέσεις – όπως συμβαίνει με τις περισσότερες ψυχαναλυτικές υποθέσεις – είναι είτε αμφιλεγόμενες, είτε εσφαλμένες, με αποτέλεσμα οι αναλυόμενοι να έχουν να διαχειριστούν επιπλέον παραλογισμούς πέρα από αυτούς με τους οποίους ήρθαν στη θεραπεία.
Σε αναρίθμητες στιγμές, αναλυτές και αναλυόμενοι εμμένουν τόσο έντονα στην ψυχαναλυτική διαδικασία με αποτέλεσμα η ψυχανάλυση να μετατρέπεται σε θρησκευτικού τύπου λατρεία και να γίνεται «το άλφα και το ωμέγα» στη ζωή τους. Και ενώ πράγματι μπορεί στην αρχή να τους αποτρέψει από τα πράγματα για τα οποία ήρθαν στη θεραπεία, και έτσι να βρουν προσωρινή ανακούφιση, στην πραγματικότητα δεν τα εξαλείφει ενώ τα συγκαλύπτει με τον ψυχαναλυτικό μανδύα της «θετικής σκέψης». Αντί λοιπόν το άτομο να γίνεται λιγότερο υποβόλιμο και να υιοθετεί περισσότερη κριτική σκέψη μέσω της ψυχανάλυσης, τελικά χειροτερεύει και εμβαθύνει στη συναισθηματική του αναστάτωση.
Περιορίζει και σαμποτάρει το υγιές δυναμικό του ατόμου και «βγάζει» κακό όνομα στην ψυχοθεραπεία
Όταν το άτομο έρχεται για ψυχανάλυση, συνήθως βρίσκεται σε νεαρή ηλικία και διαθέτει σημαντικό δυναμικό για την επίτευξη ενός καλού επιπέδου ψυχικής υγείας ακόμη κι αν διαθέτει σοβαρή ψυχική διαταραχή. Η ψυχανάλυση, ειδικά στις πιο κλασικές της μορφές, είναι τόσο μακροχρόνια και κοστοβόρα που συχνά διαρκεί χρόνια και στερεί από το άτομο την ευκαιρία να «ανθίσει» από ψυχολογική άποψη στα καλύτερά του χρόνια. Το χειρότερο, η ψυχανάλυση οδηγεί πολύ συχνά σε τόσο αποθαρρυντικά και φτωχά αποτελέσματα, ώστε οι περισσότεροι αναλυόμενοι αποθαρρύνονται και πεί- θονται ότι όλα τα χρήματα και ο χρόνος που κατανάλωσαν ήταν μάταια, ότι δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξουν ποτέ και ότι θα ήταν καλύτερο να αποφύγουν κάθε μορφής ψυχοθεραπεία για το υπόλοιπο της ζωής τους και να προσαρμοστούν όσο καλύτερα μπορούν ζώντας με τη διαταραχή τους. Ακόμη χειρότερα, πολλοί αναλυτές και αναλυόμενοι έχουν υποβληθεί τόσο πολύ στις εσφαλμένες μεθόδους της ψυχανάλυσης ώστε πιστεύουν ότι πλέον δε χρειάζεται να κάνεις χρόνια ψυχανάλυση αλλά κάποια σύντομης μορφής ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία (πολύ συχνά συνθετική ή εκλεκτική με δά- νεια από άλλες προσεγγίσεις) για να μπορέσεις να κάνεις πιο γρήγορες αλλαγές χωρίς ακόμη να προσδιορίζουν τους ακριβείς μηχανισμούς με τους οποίους γίνονται αυτές οι αλλαγές (π.χ. την αλλαγή συγκεκριμένων πυρηνικών πεποιθήσεων ζωής).
Έτσι, αμέτρητος αριθμός ανθρώπων που έκαναν ψυχανάλυση, ή κάποιου τύπου πιο σύγχρονη ψυχοδυναμική θεραπεία, έχουν γίνει εχθροί κάθε μορφής ψυχολογικής βοήθειας επειδή πιστεύουν εσφαλμένα ότι η ψυχανάλυση είναι ψυχοθεραπεία και ότι, από τη στιγμή που είχαν τόσο φτωχά αποτελέσματα στη δική τους θεραπεία, τίποτα άλλο δε μπορεί να έχει αποτέλεσμα για τους ίδιους (πολλοί από αυτούς στη συνέχεια καταλήγουν σε μη επιστημονικές και αναποτελεσματικές μεθόδους όπως η ομοιοπαθητική, ο βελονισμός ή ο νευρογλωσσικός προγραμματισμός και εμβαθύνουν την υποβολιμότητά τους σε ανούσιες “μεθόδους” ενώ συνεχίζουν να υιοθετούν νέες παράλογες πεποιθήσεις οι οποίες βαθαίνουν τη διαταραχή τους). Επίσης, είναι πιθανό να έχουν βλαφθεί πολύ περισσότεροι άνθρωποι από όσους νομίζουμε (π.χ. άνθρωποι, οι οποίοι ενώ αντιλαμβάνονται τη σημασία της ψυχολογικής βοήθειας, και έχουν χρήματα για να κάνουν ψυχοθεραπεία, τελικά δεν κάνουν διότι πιστεύουν ότι ξόδεψαν μάταια εκατοντάδες ή χιλιάδες ευρώ για το τίποτα). Τέλος, είναι πιθανό να βλάπτονται και άνθρωποι, οι οποίοι δίσταζαν να πάνε για θεραπεία, αλλά με τα όσα έμαθαν από τους φίλους ή γνωστούς τους για την ψυχανάλυση, ενδυνάμωσαν τις επιφυλάξεις τους για την ψυχοθεραπευτική διαδικασία.
Καθοδηγεί το άτομο να θέτει εσφαλμένους θεραπευτικούς στόχους
Οι δύο κυριότερες λειτουργίες της αποτελεσματικής ψυχοθεραπείας είναι α) να δείξει στους ανθρώπους το πόσο αποτελεσματικά μπορούν οι ίδιοι να αλλάξουν τις διαταραγμένες σκέψεις και συμπεριφορές τους, καθώς και τα διαταραγμένα τους συναισθήματα και β) να τους βοηθήσει, όταν δεν είναι πλέον τόσο σοβαρά διαταραγμένοι, να υιοθετήσουν και να ηγηθούν μιας πιο δημιουργικής, πλήρους και αναπτυγμένης ζωής και ύπαρξης.
Αντί να υποστηρίζει τους δύο αυτούς στόχους, η ψυχανάλυση ακολουθεί έναν τρίτο δρόμο: Βοηθά τους ανθρώπους να αποκτήσουν ενόραση του εαυτού τους και, συγκεκριμένα, να κατανοήσουν την ιστορία της διαταραχής τους. Είναι σα να πηγαίνει κάποιος να φτιάξει το αυτοκίνητό του στο συνεργείο και ο μηχανικός του τού λέει ότι, για να αποκαταστήσει το πρό- βλημα του κινητήρα στο αυτοκίνητο, για παράδειγμα, θα πρέπει να του εξηγήσει πρώτα το πώς χάλασε ο κινητήρας ή, ακόμη χειρότερα, το πώς φτιάχτηκε ο πρώτος κινητήρας αυτού του τύπου αυτοκινήτου! Με άλλα λόγια, το να αποκτήσω ενόραση και επίγνωση ότι διαθέτω κάποια καρκινικά κύτταρα τα οποία έχουν πλέον ενεργοποιηθεί και μου έχουν δημιουργήσει σταδιακά έναν όγκο δε θα μου διώξει από μόνο του τον καρκίνο! Και στην ψυχανάλυση αυτό πιστεύουν ως επί το πλείστον: Ότι αν το άτομο αποκτήσει ενόραση και πλήρη επίγνωση των βαθύτερων αιτίων (causes) των προβλημάτων του, τότε θα μπορέσει να τα αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και να τα εξαλείψει! Αυτό πόρρω απέχει από την πραγματικότητα διότι η ενόραση και μόνο δεν αρκεί για την αλλαγή των ψυχολογικών συμπτωμάτων στο παρόν (παρά μόνο προσωρινά) και σίγουρα δεν αρκεί για την αλλαγή φιλοσοφίας ή νοοτροπίας που είναι απαραίτητη για την αλλαγή της συμπεριφοράς και την επίτευξη των στόχων του ατόμου στη ζωή του. Αντίθετα, στις ορθολογικές και εμπειρικά τεκμηριωμένες θεραπείες, οι θεραπευτές βοηθούν το άτομο να εντοπίσει και να αλλάξει τις παροντικές αιτίες (reasons) των προβλημάτων του οι οποίες, με τη μορφή πυρηνικών, παράλογων πεποιθήσεων, διατηρούν και διαιωνίζουν τα προβλήματά του (Dryden, 2001).
Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι, σε αντίθεση με τις ψυχαναλυτικές υποθέσεις, δε μπορούν να τροποποιήσουν τις πυρηνικές τους σκέψεις και συμπεριφορές μέσω της ενόρασης του παρελθόντος, της σχέσης τους με τον αναλυτή τους ή, απλά, της κατανόησης των τρεχόντων παράλογων υποθέσεων και συγκρουσιακών αξιακών τους συστημάτων. Οι άνθρωποι αλλάζουν κυρίως μέσω συστηματικής εξάσκησης και αντίστοιχης προσπάθειας. Γι’αυτό, είναι καλύτερο να τους βοηθούμε να αξιοποιούν τις ενοράσεις τους στην πράξη, δηλαδή να κατανοούν το πώς τελικά φτάνουν να πιστεύουν και να υιοθετούν άκαμπτες και ακραίες πυρηνικές πεποιθήσεις για τα γεγονότα που τους απασχολούν στο παρόν (τα γεγονότα μπορούν, φυσικά, να αφορούν το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον) και, ακολούθως, να αμφισβητούν με ενεργητικό τρόπο τις ηττοπαθείς πεποιθήσεις και παράλογες υποθέσεις τους μέχρι να τις αλλάξουν σε πιο ρεαλιστικές, λογικές και λειτουργικές έτσι ώστε να αρχίσουν να οικοδομούν μια πιο στερεή φιλοσοφία ζωής. Επίσης, πρέπει να τους βοηθούμε να εφαρμόζουν τις νέες φιλοσοφίες τους, να ενεργούν άμεσα με βάση την αρχή «σκέπτομαι λογικά και πράττω λογικά για να γίνω και να παραμείνω καλά», να πειραματίζονται και να αποδέχονται τις δυσανεξίες και τις ματαιώσεις που συναντούν και να τους «σπρώχνουμε» να κάνουν πράγματα που διστάζουν ή φοβούνται, έτσι ώστε και οι ίδιες οι πράξεις τους να τους κινητοποιήσουν να ξεφορτωθούν τις παράλογες πεποιθήσεις και φιλοσοφίες της ζωής τους.
Η ψυχανάλυση, αντί να αφιερώνει χρόνο για να ενθαρρύνει και να διδάσκει τους ανθρώπους τρόπους αμφισβήτησης των ηττοπαθών πεποιθήσεων, συναισθημάτων και συμπεριφορών τους, τούς οδηγεί σε άσχετες (αν και συχνά ακριβείς) ενοράσεις και ερμηνείες, χωρίς ίχνος συνέπειας μεταξύ σκέψης και δράσης, οι οποίες αποτελούν μια καλή δικαιολογία για να μην κάνουν εξάσκηση, να μην προσπαθήσουν, να μην δράσουν και, άρα, να μην αλλάξουν τις βασικές υπονομευτικές φιλοσοφίες που έχουν υιοθετήσει για τον εαυτό τους, τους άλλους και τη ζωή ή τον κόσμο. Οι πιο σύγχρονες μορφές ψυχανάλυσης, ή ψυχοδυναμικής ψυχοθεραπείας, μάλιστα, είναι συχνά τόσο συνθετικές ώστε δανείζονται στοιχεία (θεωρητικά και τεχνικά) από πάρα πολλές άλλες προσεγγίσεις (συστημικές, προσωποκεντρικές, Gestalt, γνωστικές κ.α.) και δε βοηθούν τους ανθρώπους να δουν τον εαυτό τους με καθαρό τρόπο. Επίσης, δε διδάσκουν κάποιον συγκεκριμένο τρόπο, βήμα προς βήμα, για το πώς οι άνθρωποι μπορούν να ζουν τη ζωή τους πιο ολοκληρωμένα και για το πώς μπορούν να σταματήσουν να αναστατώνουν αχρείαστα τον εαυτό τους από το ο,τιδήποτε (ναι, από το ο,τιδήποτε!).
Επειδή η ψυχανάλυση, έκδηλα ή άδηλα, ενθαρρύνει τους ανθρώπους να παραμένουν όπως είναι (στην καλύτερη, τους βοηθά να οικοδομήσουν καλύτερες άμυνες για να ζήσουν καλύτερα παρέα με τις παράλογες πεποιθήσεις τους! Πβ. Ziegler, 2016), συχνά προκαλεί περισσότερη βλάβη σταματώντας τους ανθρώπους από το να κάνουν σοβαρή «επίθεση» στις θεμελιώδεις, παράλογες φιλοσοφίες τους. Επίσης, έμμεσα τούς αποθαρρύνει από το να λάβουν κάποια άλλη εμπειρικά τεκμηριωμένη μορφή ψυχοθεραπείας μη ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης ή ακόμη και να βοηθηθούν με άλλους τρόπους όπως διαβάζοντας, μιλώντας σε λογική βάση με τους άλλους ή κάνοντας ορθές σκέψεις (όσοι ψυχαναλυτές υιοθετούν κάποιες από τις ορθές μεθόδους που αναφέρονται παραπάνω, τότε δεν ακολουθούν την θεωρία της ψυχανάλυσης αλλά την κοινή τους λογική).
Συμπεράσματα και προεκτάσεις
Η ψυχανάλυση και όλες σχεδόν οι ψυχοδυναμικές ψυχοθεραπείες σφάλλουν ως προς τις υποθέσεις που διατυπώνουν όσον αφορά τους λόγους που οι άνθρωποι αναστατώνουν συναισθηματικά, ή συμπεριφορικά, τον εαυτό τους. Επίσης, δε διαθέτουν συγκεκριμένους τρόπους παροχής βοήθειας για τη διαχείριση των βασικότερων συναισθηματικών προβλημάτων των ανθρώπων (άγχος, κατάθλιψη, θυμός, ενοχή, ντροπή, πόνος, ζήλεια, φθόνος). Έτσι, καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες χρόνου διδάσκοντας τους ανθρώπους εσφαλμένες θεωρίες για τον εαυτό τους, τους άλλους και τον κόσμο. Αν και οι θεωρίες αυτές είναι συχνά ενδιαφέρουσες και ελκυστικές, στην καλύτερη περίπτωση βοηθούν τους ανθρώπους να νιώσουν προσωρινά καλύτερα και όχι να γίνουν καλύτερα. Έτσι, κάνοντας ψυχανάλυση, οι αναλυόμενοι δεν θα καταλάβουν τον φιλοσοφικό πυρήνα της τάσης τους να προκαλούν συναισθηματική αναστάτωση στον εαυτό τους και, συνεπώς, δεν θα εξασκηθούν (σε θεωρητικό-λεκτικό και πρακτικό-κινητικό επίπεδο) να αλλάξουν τις βασικές υποθέσεις για τον εαυτό τους, τους άλλους και τον κόσμο και, άρα, να εξαλείψουν τα συμπτώματά τους και να κάνουν τους εαυτούς τους λιγότερο ευάλωτους στην αναστάτωση. Με άλλα λόγια, δεν θα αναλάβουν τη συναισθηματική και συμπεριφορική τους ευθύνη.
Αν και φαίνεται να είναι μια εντατική και ιδιαίτερου βάθους μορφή ψυχοθεραπείας, στην πραγματικότητα η ψυχανάλυση είναι μια εξαιρετικά επιδερμική, παρηγορητική μορφή προσωρινής αντιμετώπισης των ψυχολογικών προβλημάτων και όχι ψυχοθεραπεία. Επειδή ξεγελά τους ανθρώπους ότι μπορούν πραγματικά να γίνουν καλύτερα αν ακολουθήσουν τους κανόνες της, και επειδή τούς αποτρέπει από το να ακολουθήσουν τον δύσκολο, αλλά θεραπευτικό, τρόπο αναδιοργάνωσης της φιλοσοφίας ζωής τους, η ψυχανάλυση, συνήθως (αν και όχι πάντα), βλάπτει πολύ περισσότερο σε σχέση με το καλό που κάνει και αποτελεί αντένδειξη στις περισσότερες περιπτώσεις στις οποίες χρησιμοποιείται. Αυτό που παρατηρείται πολύ συχνά είναι ότι οι ψυχαναλυτές χρησιμοποιούν μη ψυχαναλυτικές ή αντιαναλυτικές θεωρίες και τεχνικές αντιμετώπισης, που αντιβαίνουν την ψυχαναλυτική θεωρία, ακολουθώντας την κοινή τους λογική (και όχι κάποιο συγκεκριμένο, αποτελεσματικό θεωρητικό μοντέλο) όταν διαπιστώνουν ότι ορισμένοι άνθρωποι βοηθούνται περισσότερο με πιο ενεργητικές και καθοδηγητικές μεθόδους. Στην περίπτωση αυτή γίνονται πιο βοηθητικοί αλλά δυστυχώς και πάλι βλάπτουν σε σημαντικό βαθμό διότι δεν ακολουθούν κάποιο εμπειρικά τεκμηριωμένο και αποτελεσματικό θεωρητικό μοντέλο ψυχοθεραπείας και προχωρούν «στα τυφλά».
Ωστόσο, υπάρχει κάτι θετικό στην ψυχανάλυση; Υπάρχει κάτι που να μπορούμε να μάθουμε από τη θεωρία της και την εφαρμογή της; Ναι, υπάρχει. Πολλές πτυχές της ψυχανάλυσης και των πιο σύγχρονων μορφών ψυχοδυναμικής ψυχοθεραπείας μπορούν να χρησιμοποιηθούν από αποτελεσματικούς και ορθολογικά σκεπτόμενους θεραπευτές (π.χ. γνωστικούς συ- μπεριφορικούς θεραπευτές και άλλους θεραπευτές που ακολουθούν ορθολογικές μεθόδους κατά τη θεραπευτική τους πρακτική). Την ίδια στιγμή πιστεύουμε ότι οι ψυχαναλυτές και άλλοι ψυχοδυναμικοί θεραπευτές χρήζουν εκπαίδευσης και κατάρτισης σε ορθολογικές και αποτελεσματικές θεωρίες, μεθόδους και πρακτικές ψυχοθεραπείας ώστε να μπορούν στη συνέχεια να αξιοποιήσουν με ορθό τρόπο ορισμένες χρήσιμες πτυχές της ψυχανάλυσης στην πρακτική τους.
Για παράδειγμα, οι θεραπευτές που είναι εκπαιδευμένοι σε ορθολογικές μεθόδους θεραπείας και δουλεύουν με βάση ορθολογικές και αποτελεσματικές τεχνικές ψυχοθεραπείας (π.χ. Λογικοθυμικοί Συμπεριφορικοί θεραπευτές, Γνωστικοί θεραπευτές, Συμπεριφορικοί θεραπευτές, άλλοι θεραπευτές που ακολουθούν εμπειρικά τεκμηριωμένα δεδομένα εφαρμοσμένης έρευνας κ.α.), μπορούν να ακολουθήσουν ψυχαναλυτικές διαδικασίες όπως:
α) Να αναγνωρίζουν, να ενσυναισθάνονται και να σχετίζονται κατάλληλα με ανθρώπους που έχουν ζήσει αντίξοες εμπειρίες αλλά ταυτόχρονα να τους δείχνουν ότι μπορούν εδώ και τώρα να σταματήσουν να καταστροφολογούν για ό,τι συνέβη στο παρελθόν και να συνεχίσουν να ζουν με εποικοδομητικούς τρόπους.
β) Να ενθαρρύνουν τους ανθρώπους με ψυχικές διαταραχές (καθώς και τον εαυτό τους) να εκφράζουν τα έντονα συναισθήματά τους με υγιείς αρνητικούς τρόπους και να αποδέχονται τους εαυτούς τους, τους άλλους και τον κόσμο παρά τα αρνητικά τους στοιχεία, όποια κι αν είναι αυτά (ναι, όποια κι αν είναι αυτά!).
γ) Να δείχνουν στους ανθρώπους (και στον εαυτό τους) ότι ορισμένες σεξουαλικές πρακτικές μπορεί να είναι βλαβερές, αλλά όχι διεστραμμένες, και ότι τα σεξουαλικά ζητήματα (τα σεξουαλικά προβλήματα ή οι σεξουαλικές καθηλώσεις ή παλινδρομήσεις) από μόνα τους δεν οδηγούν σε συναισθηματικά προβλήματα αλλά το αντίστροφο: Ότι οι παράλογες ιδέες και απαιτήσεις που υιοθετούν οι άνθρωποι για τα σεξουαλικά ζητήματα οδηγούν σε σεξουαλικά προβλήματα.
δ) να δείχνουν στους ανθρώπους ότι συχνά έχουν υποσυνείδητες σκέψεις και συναισθηματικές αντιδράσεις (και όχι ασυνείδητες, οι οποίες, αν υπάρχουν, είναι μη προσεγγίσιμες στις περισσότερες περιπτώσεις, πβ. David & Cramer, 2010) επειδή οι ίδιοι τις καταπιέζουν και ντρέπονται να τις φέρουν σε συνειδητό επίπεδο. Επίσης, ότι μπορούν να τις επαναφέρουν σε συνειδητό επίπεδο και να τις τροποποιήσουν αρκεί να αμφισβητήσουν αποτελεσματικά τις παράλογες, πυρηνικές πεποιθήσεις οι οποίες οδηγούν σε καταστολή (και, άρα, σε έλλειψη συστηματικής επεξεργασίας) των εμπειριών τους σε υποσυνείδητο επίπεδο.
ε) Να τούς διδάξουν άνευ όρων αποδοχή εαυτού παρά τα λάθη και τις παραλείψεις τους, δηλαδή να τούς διδάξουν να μην αποδέχονται τα λάθη τους (και, συνεπώς, να τα διορθώνουν όσο πιο άμεσα γίνεται) αλλά να αποδέχονται σε κάθε περίπτωση το σύνολο του εαυτού τους με τα λάθη του, όποια κι αν είναι αυτά (στο σημείο αυτό τονίζεται ότι η άνευ όρων αποδοχή του εαυτού, όπως αυτή αναλύθηκε από τον Albert Ellis, είναι αποτελεσματικότερη σε θεραπευτικό επίπεδο από την υπό όρους θετική υπόληψη, ή εκτίμηση, του εαυτού όπως εκείνη αναλύθηκε από τον Carl Rogers: Πβ. Bernard, 2013).
στ) Να χρησιμοποιούν πιο ανθρωπιστικές και ανοικτόμυαλες ψυχαναλυτικές έννοιες ψυχαναλυτών όπως οι Alfred Adler, Franz Alexander, Edward Bordin, Erich Fromm, Karen Horney, Nancy McWilliams, Peter Sifneos και Harry Stuck Sullivan, μεταξύ άλλων, σε σχέση με τις πιο δογματικές απόψεις των Françoise Dolto, Sigmund Freud, Harry Guntrip, Carl Jung, Melanie Klein, Heinz Kohut, Jacques Lacan, Wilhelm Reich και Donald Winnicott, μεταξύ άλλων.
Τέλος, ζ) να διαπιστώσουν ότι οι έννοιες της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης του Freud είναι υπερεκτιμημένες (τούς έχει δοθεί φανατική έμφαση κατά την ψυχοθεραπευτική πρακτική) γιατί μπορούν πιο εύκολα να καμφθούν χωρίς τη διαδικασία της ψυχανάλυσης μέσω της αλλαγής των υποκείμενων παράλογων πεποιθήσεων σε ορθολογικές (Ellis, 2002. Ellis & Dryden, 1997).
Μάλιστα, ακόμη και ο ίδιος ο Freud είχε, αρχικά, θεωρήσει ότι τα συναισθηματικά προβλήματα έχουν βάση ιδεογενή (Breuer & Freud, 1965) αλλά πολύ γρήγορα εγκατέλειψε την προσπάθειά του να στηρίξει την παραπάνω υπόθεση με κάποιο θεωρητικό μοντέλο και επέμεινε ότι τα συναισθηματικά προβλήματα οφείλονται, κυρίως, σε καθηλώσεις ή παλινδρομήσεις ψυχοσεξουαλικού τύπου κατά την παιδική ηλικία.
Ιδιαίτερη προσοχή, επίσης, χρειάζεται κατά την ανάγνωση επισκοπήσεων ή μετααναλύσεων αποτελεσματικότητας των ψυχαναλυτικών και ψυχοδυναμικών θεραπειών λόγω εσφαλμένων θεωρητικών αναλύσεων και τοποθετήσεων: Σε μία σχετική επισκόπηση, για παράδειγμα, ο συγγραφέας (πβ. Shedler, 2010) αναφέρει εσφαλμένα ότι ξεχωριστό χαρακτηριστικό των ψυχοδυναμικών θεραπειών είναι η εστίαση στη συναισθηματική έκφραση σε αντίθεση με τις γνωστικές συμπεριφορικές θεραπείες οι οποίες δίνουν περισσότερη έμφαση στις γνωσίες και στις πεποιθήσεις (σ. 99). Παρότι η Γνωστική Θεραπεία του Aaron Beck, η πιο δημοφιλής γνωστική συμπεριφορική θεραπεία, δίνει λιγότερη έμφαση στα συναισθήματα και περισσότερη έμφαση στις γνωσίες και στις επιδράσεις που εκείνες έχουν στις συμπεριφορές, η Λογικοθυμική Συμπεριφορική Θεραπεία (πρώτη και θεμελιώδης γνωστική συμπεριφορική θεραπεία), καθώς και άλλες προσεγγίσεις στο πλαίσιο του Ενιαίου Σύγχρονου Μοντέλου ABC της CBT/REBT (Integrative Modern ABC Model of CBT/ REBT. David, 2015), παρέχει ένα συγκεκριμένο μοντέλο συναισθηματικής αναστάτωσης και υγείας διαχωρίζοντας τα συναισθήματα σε υγιή και μη υγιή (και όχι μόνο σε αρνητικά και θετικά, αντίστοιχα) παρακινώντας τους ανθρώπους να επιλέξουν τα υγιή αρνητικά και θετικά συναισθήματα, έναντι των μη υγιών αρνητικών και θετικών συναισθημάτων, αφού πρώτα τροποποιήσουν τις μη ορθολογικές πεποιθήσεις τους σε ορθολογικές. Στόχος της REBT είναι το άτομο να εκφράσει με υγιή και παραγωγικό τρόπο αρνητικά ή και θετικά συναισθήματα και όχι γενικά να εκφράσει, ή να εκφορτίσει, αρνητικά ή θετικά συναισθήματα μόνον όπως διατείνονται οι ψυχοδυναμικές θεωρίες και θεραπείες.
Συνεπώς, η επιλεκτική και προσεκτική χρήση συγκεκριμένων ψυχαναλυτικών εννοιών, όπως εκείνες αναφέρθηκαν παραπάνω, μπορεί να αποβεί αποτελεσματική εφόσον πρώτα υπάρξει προσπάθεια για την τροποποίηση των παράλογων, πυρηνικών νοοτροπιών των ανθρώπων για τα γεγονότα που βιώνουν γύρω τους. Η τροποποίηση αυτή, μάλιστα, είναι ικανή να οδηγήσει στην πολυπόθητη, από την πλευρά της ψυχανάλυσης, διορθωτική συναισθηματική εμπειρία δεδομένου ότι το άτομο, αν μετατρέψει τις πυρηνικές παράλογες νοοτροπίες του σε ορθολογικές, θα είναι σε θέση να έρθει σε επαφή με τις δύσκολες εμπειρίες του παρελθόντος του με ρεαλιστικό και αποτελεσματικό τρόπο. Ωστόσο, η υιοθέτηση της πλειοψηφίας των ψυχαναλυτικών εννοιών και τεχνικών οι οποίες είναι ασαφείς και χωρίς βάση αποτελεσματικότητας, μπορεί να βλάψει σοβαρά την πρόοδο του ατόμου αλλά και του ίδιου το θεραπευτή!
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την αμφισβήτηση και την τροποποίηση των πυρηνικών παράλογων πεποιθήσεων των ανθρώπων, καθώς και σχετικά με τις ορθολογικές μεθόδους ψυχοθεραπείας, επικοινωνήστε με τον συγγραφέα του άρθρου στο dkatsikis@recbt.gr και επισκεφτείτε τον δικτυακό τόπο www.recbt.gr
Image credit: NLS – Miltos Manetas
Βιβλιογραφία
Bernard, M. E. (1992). Staying rational in an irrational world. New York: Kensington.
Bernard, M. E. (Ed.) (2013). The strength of self-acceptance: Theory, practice and research. New York: Springer.
Breuer, J., & Freud, S. (1965). Studies in hysteria (Vol. 2 of the standard edition of the complete psychological works of Sigmund Freud. Originally published, 1897). New York: Basic Books.
David, D. (2015). Rational Emotive Behavior Therapy (REBT). In R. L. Cautin and S. O. Lilienfeld (Eds.), Encyclopedia of Clinical Psychology (pp. 1-8). Hoboken, NJ: Wiley-Blackwell.
David, D., & Cramer, D. (2010). Rational and irrational beliefs in human feelings and psychophysiology. In D. David, S. J. Lynn, and A. Ellis (Eds.), Ration- al and irrational beliefs: Research, theory and clinical practice (pp. 99- 114). New York: Oxford University Press.
David, D., Lynn, S., & Ellis. A. (2010). Rational and irrational beliefs. Implica- tions for research, theory, and practice. New York: Oxford University Press.
DiGiuseppe, R., Doyle, K., Dryden, W., & Backx, W. (2013). A practitioner’s guide to rational-emotive therapy (3rd ed). New York: Oxford University Press.
Dryden, W. (2001). Reason to change: A Rational-Emotive Behavior Therapy workbook. Hove: Routledge.
Ellis, A. (1962). Reason and emotion in psychotherapy. Secaucus, NJ: Lyle Stuart.
Ellis, A. (1975). How to live with a “neurotic” at home and at work. Chatsworth, CA: Wilshire.
Ellis, A. (1994). Reason and emotion in psychotherapy (Rev. updated ed.). New York: Birch Lane.
Ellis, A. (2001a). Feeling better, getting better, staying better: Profound self-help therapy for your emotions. Atascadero, CA: Impact.
Ellis, A. (2001b). Overcoming destructive beliefs, feelings and behaviors. Am- herst, NY: Prometheus.
E llis, A. (2002). Overcoming resistance: A Rational-Emotive Behavior Therapy integrative approach. New York: Springer.
E llis, A. (2003). Anger: How to Live with and without It. Revised. New York: Citadel.
Ellis, A., & Dryden, W. (1997). The Practice of Rational Emotive Behavior Therapy. New York: Springer.
Shedler, J. (2010). The efficacy of psychodynamic psychotherapy. American Psychologist, 65(2), 98-109.
Ziegler, D. J. (2016). Defense mechanisms in Rational Emotive Cognitive Behavior Therapy Personality Theory. Journal of Rational Emotive & Cognitive Behavior Therapy, 34(2), 135-148.