Οι τραυματισμένοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν το εξής δίλημμα: αν μιλήσω, θα μεταδώσω τρόμο, πόνο, αγωνία. Αν όμως σιωπήσω, τι θα κάνω με όσα μου συνέβησαν;
Οι τραυματισμένοι άνθρωποι, εκείνοι που ως παιδιά κακοποιήθηκαν, παραβιάστηκαν, παραμελήθηκαν, συχνά δυσκολεύονται να μιλήσουν για όσα τους πόνεσαν. Ακριβώς επειδή το τραύμα συνέβη σε μια ηλικία που δεν είχαν τη δυνατότητα να το επεξεργαστούν και να το νοηματοδοτήσουν, αν δε βοηθηθούν, μεγαλώνουν με μια παραμορφωμένη ιδέα για το τι συνέβη πραγματικά.
Πολλές φορές βλέπουμε στην κλινική μας δουλειά ενήλικες με μια πολύ αιχμηρή ματιά ως προς τον ίδιο τους τον εαυτό, η οποία φαίνεται να προέρχεται από την ‘εγγραφή’ που είχαν ως παιδιά: για κάποιο λόγο στερούμαι τη φροντίδα, το νοιάξιμο, την προσοχή της οικογένειάς μου. Κάτι θα πρέπει να κάνω λάθος. Αυτή η πεποίθηση φωλιάζει μέσα μας, σε ένα μέρος του υποσυνειδήτου και μπορεί να ζήσουμε μια ζωή χωρίς να συνειδητοποιήσουμε πόσο καθόρισε τις επιλογές μας.
Οι τραυματισμένοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν το εξής δίλημμα: αν μιλήσω, θα μεταδώσω τρόμο, πόνο, αγωνία. Αν όμως σιωπήσω, τι θα κάνω με όσα μου συνέβησαν; Όταν έχει μάθει κανείς να σιωπά για χρόνια, επειδή τα συναισθήματα ντροπής και ενοχής κυριάρχησαν, είναι δύσκολο να ξεκινήσει να μιλάει. Αισθάνεται φόβο, πιστεύει ότι οι άλλοι δε θα τον ακούσουν, δε θα τον καταλάβουν. Η Σύλβια Πλαθ1 είχε γράψει ότι, ακόμη κι όταν βρει κανείς κάποιον στον οποίο θα θέλει να μιλήσει, οι λέξεις βγαίνουν σκουριασμένες, άσχημες, χωρίς νόημα και αδύναμες. Αισθάνεται κανείς ότι έχει πια να καλύψει μια τεράστια απόσταση, να πει πολλά λόγια, να δώσει πολλές αποδείξεις. Καλύτερα να μη λέει τίποτα, είναι πιο εύκολο2.
Η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι δεν είναι πάντα έτοιμοι να ακούσουν την τραυματική εμπειρία ενός κοντινού τους προσώπου. Αυτό δεν έχει να κάνει απαραίτητα με το άτομο που μιλάει, αλλά με την προσωπική ιστορία εκείνου που ακούει και το πολιτισμικό περιβάλλον που γίνεται η συζήτηση. Για παράδειγμα, πολλές κοινωνίες δεν είναι έτοιμες να διαπραγματευτούν γεγονότα που προκάλεσαν ένα συλλογικό τραύμα, όπως ένας εμφύλιος πόλεμος.
Έτσι, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος με τους μεν να μη μιλάνε για να μη δυσκολέψουν κανέναν και τους δε να μην ξέρουν πώς να ακούσουν, ίσως και να φοβούνται να ακούσουν μάλιστα, καθώς συναισθηματικά εισπράττουν τη δυσκολία γύρω από το ανείπωτο θέμα, αλλά δε μπορούν να την ερμηνεύσουν.
Πώς θα σπάσει λοιπόν αυτός ο φαύλος κύκλος;
Το τραύμα μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο όταν μπει σε λέξεις. Στην αρχή θα είναι δύσκολο, επίπονο, σα να το ξαναζούμε από την αρχή. Ίσως ακούσουμε και ερωτήσεις ή σχόλια που θα μας ενοχλήσουν – χρειάζεται χρόνος για να ‘εκπαιδευτούν’ οι ακροατές μας. Αν όμως εμπιστευθούμε τη συνθήκη μέσα στην οποία αποφασίσαμε να ανοίξουμε αυτό που μας πονά, είτε είναι φιλική, είτε θεραπευτική, θα διαπιστώσουμε πόση ανακούφιση μπορούμε να πάρουμε, απελευθερώνοντας τις λέξεις – φαντάσματα από εκείνη τη σκοτεινή κρύπτη μέσα μας.
[1] Plath, S. (2007). The unabridged journals of Sylvia Plath. Anchor.
[2] Cyrulnik, B. (2012). Sauve-toi, la vie t’appelle. Odile Jacob.