Ψυχολόγοι και ψυχίατροι ανησυχούν ότι η διάγνωση της Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες (PTSD) έχει αυξηθεί σε όλο το Δυτικό Κόσμο από τα τέλη του 1980. Έχουν δίκιο; Και αν ναι, έχει πραγματικά αυξηθεί κατακόρυφα η συχνότητα εμφάνισης της Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες ή γίνεται απλώς πολύ συχνά η διάγνωσή της;
Η Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες είναι μια σοβαρή και ασυνήθιστη πάθηση που προκύπτει από σοβαρό τραύμα, αλλά με μη εποικοδομητικό τρόπο έχει γίνει ένας όρος «ομπρέλα» που ενσωματώνει άλλες διαταραχές και φυσιολογικές αντιδράσεις στο άγχος, υποστηρίζουν ψυχολόγοι από το Πανεπιστήμιο του Nottingham και το King’s College.
Οι εκτιμήσεις του επιπολασμού του πληθυσμού καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής βρίσκονται τώρα στο 7% στις ΗΠΑ (26 εκατομμύρια περιπτώσεις) και στο 5% σε άλλες χώρες υψηλού εισοδήματος. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι εκτιμήσεις περιλαμβάνουν την παρουσία του Μετατραυματικού Στρες σε 1 στους 13 νέους και σε μητέρες μετά το 4% όλων των γεννήσεων.
Αναγνωρίζουν ότι η Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες μπορεί να μη διαγιγνώσκεται αρκετά συχνά σε στρατιωτικά περιβάλλοντα και στον αναπτυσσόμενο κόσμο, με περιορισμένους ψυχιατρικούς πόρους. Όμως αλλού, υποστηρίζουν ότι η Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες συχνά σχετίζεται με φυσιολογικές αντιδράσεις σε δύσκολες καταστάσεις, γεγονός που οδήγησε σε αυξημένη πίεση στις υπηρεσίες, ώστε να κάνουν αυτή τη διάγνωση.
Η ενοποίηση του στρες με το τραύμα – και του τραύματος με το Μετατραυματικό Στρες – έχει γίνει κοινό φαινόμενο. Αυτή είναι η πιο πειστική εξήγηση για την υπερδιάγνωση, γράφουν.
Άλλοι παράγοντες, όπως ο ρόλος της «κουλτούρας αποζημίωσης» και των κατοχυρωμένων συμφερόντων της «βιομηχανίας τραύματος», θα μπορούσαν, επίσης, να εμπλέκονταν, είπαν. Εναλλακτικά, μπορεί η ψυχιατρική και η κοινωνία να κατανοούν πια περισσότερο το τραύμα και, επομένως, να είναι πιο ευέλικτες σχετικά με τα όρια διάγνωσης και θεραπείας.
Ωστόσο, πιστεύουν ότι αυτή η προσέγγιση είναι προβληματική σε επίπεδο δημόσιας υγείας, όπου οι πόροι είναι περιορισμένοι και πρέπει να βάλουμε όρια ως προς το επίπεδο των συμπτωμάτων που πληρούν τα κριτήρια.
Η λανθασμένη διάγνωση με Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες διακινδυνεύει, επίσης, άλλες πιο κοινές καταστάσεις, όπως κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές και διαταραχές της προσωπικότητας, που δεν αντιμετωπίζονται κατάλληλα, ενώ η υποβαθμισμένη Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες ρισκάρει την ιατρικοποίηση της καθημερινότητας, υποτιμώντας την ανθεκτικότητα και τους προστατευτικούς κοινωνικούς παράγοντες, προειδοποιούν.
Βασιζόμενοι σε αυτό, πρέπει να διεκδικήσουμε τη διάγνωση του Μετατραυματικού Στρες ως αυτό που είναι – μια βαθιά και σοβαρή αντίδραση σε καταστροφικά γεγονότα – και όχι ένα φάσμα αντιδράσεων σε κάποιο τραύμα ή στην καθημερινή ζωή, καταλήγουν.
Ωστόσο, η Stephanie Lewis, η Sarah Markham και ο Gerard Drennan από το King’s IoPPn και το South London και του ιδρύματος Maudsley NHS, υποστηρίζουν ότι άλλα ερευνητικά πειστικά στοιχεία δείχνουν ότι το Μετατραυματικό Στρες πιο συχνά υστερεί στη διάγνωση, γεγονός που έχει συνέπειες.
Διαβάστε σχετικά: Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε κάποιον με Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες (ΔΜΤΣ);
Περιγράφουν σαφώς καθορισμένα κριτήρια για τη Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες, και λένε ότι αυτά τα κριτήρια εφαρμόζονται πολύ χαλαρά σε έναν αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων, απλά δεν υποστηρίζονται από έγκυρη έρευνα.
Αντ’ αυτού, αναφέρονται σε στοιχεία που δείχνουν ότι λιγότεροι από τους μισούς ενήλικες και τα δύο πέμπτα των νέων που πληρούν τα κριτήρια της Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες έχουν ζητήσει βοήθεια από οποιονδήποτε επαγγελματία υγείας.
Γράφουν ότι αυτά τα ευρήματα ταιριάζουν με την επαγγελματική μας εμπειρία, ότι τα άτομα με Μετατραυματικό Στρες δυσκολεύονται συχνά να ζητήσουν βοήθεια – λόγω συμπτωμάτων αποφυγής, ανησυχιών για στιγματισμό ή επειδή φοβούνται ότι δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία, για παράδειγμα.
Ως εκ τούτου, προσθέτουν ότι, μόνο ένα μικρό ποσοστό των ατόμων με Μετατραυματικό Στρες που έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, λαμβάνουν διάγνωση.
Αυτή η υποδιάγνωση είναι ανησυχητική, καθώς οι ενήλικες που πληρούν τα κριτήρια για τη Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες έχουν περισσότερες από 6 φορές υψηλότερες πιθανότητες να αυτοκτονήσουν και οι νέοι με Μετατραυματικό Στρες είναι 10 φορές πιο πιθανό να πράξουν αυτοκτονία, σε σύγκριση με τους συνομήλικούς τους χωρίς Μετατραυματικό Στρες, προειδοποιούν. Ωστόσο, υπάρχουν καλές ενδείξεις ότι η θεραπεία είναι αποτελεσματική.
Συνεπώς, υποστηρίζουν, ότι υπάρχει μια ισχυρή ηθική και οικονομική επιχειρηματολογία για τη μείωση της υποδιάγνωσης του Μετατραυματικού Στρες. Τα εμπόδια στην πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη και την αναγνώριση της Διαταραχής πρέπει να εντοπιστούν και να ξεπεραστούν, και αυτό πρέπει να αντισταθμιστεί μέσω της αυξημένης διαθεσιμότητας της θεραπείας.
Η ιεράρχηση αυτών των δράσεων τώρα μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα επίκαιρη, επειδή η πανδημία COVID-19 μπορεί να έχει επιδεινώσει την υποδιάγνωση του Μετατραυματικού Στρες, καταλήγουν.
Έρευνα: Is PTSD overdiagnosed?
Απόδοση: Ανδριανάκη Σοφία – Μετάφραση και επιμέλεια ξενόγλωσσων άρθρων
Πηγή
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*