Συχνά στην κλινική πράξη συναντάμε ανθρώπους που έχουν περάσει κάποιου είδους τραύμα, μια κακοποιητική συντροφική σχέση, μια απώλεια, μια συχνή κακομεταχείριση σε εργασιακό επίπεδο, μια διαρκή κοινωνική στοχοποίηση.
Πηγαίνοντας λίγο πίσω, πολλοί μπορεί να φέρνουμε στη μνήμη μας κακοποιητικά βιώματα προκαλούμενα από τους γονείς, τα αδέρφια ή τους άμεσους φροντιστές μας.
Ακολουθώντας μια ελαφρά γενίκευση, όλοι ενδέχεται σε κάποια φάση της ζωής μας να έχουμε βιώσει κάποιο τραύμα ή όλοι ενδέχεται να βιώσουμε στο μέλλον. Τι νόημα όμως έχει αυτό για εμάς σαν θεραπευτές, σαν θεραπευόμενους, σαν ανθρώπους;
Μέχρι ποιο βαθμό μπορεί ένα τραύμα να θεωρηθεί καθοριστικό και σε ποιο βαθμό μπορούμε σιγά σιγά να το θεραπεύσουμε, ώσπου να αρχίσει να επουλώνεται; Θα μπορέσουμε ποτέ να ζήσουμε εξ’ ολοκλήρου χωρίς τα τραύματά μας; Θα γίνουμε φίλοι μαζί τους ή θα τα απωθήσουμε στο κουτί του ασυνείδητου επειδή πολύ απλά δεν αντέχουμε να ζούμε μαζί τους;
Σημασία έχει πως ό,τι επιλογή και να κάνουμε θα είναι απόλυτα σεβαστή και απόλυτα κατανοητή. Τι είναι όμως το τραύμα;
Τραύμα μπορεί να είναι μία εμπειρία που εντάσσεται στην άμεση συνειδητοποίηση του ατόμου και αφορμάται από ένα έντονο ψυχοπιεστικό ή κακοποιητικό συμβάν. Μπορεί όμως να είναι και κάποια εμπειρία ή ενθύμηση ενός συναισθήματος πόνου, ματαίωσης ή απώλειας που μπορεί να βίωσε κάποιος ως απόρροια μίας κατάστασης που μπορεί να μην έχει ξεκάθαρη κακοποιητική χροιά.
Για παράδειγμα μπορεί να υπάρχει ένας κακοποιητικός σύντροφος ο οποίος διαρκώς τραυματίζει το σύντροφό του, αλλά μπορεί ένας άνθρωπος να βιώνει και μία απόρριψη από έναν ερωτικό σύντροφο ως εξίσου τραυματική.
Όπως ορίστηκε διαφορετικά από τον Lindemann: το τραύμα είναι η ξαφνική και ανεξέλεγκτη διακοπή κάποιων στενών δεσμών και μπορεί να επηρεάσει την ολότητα του οργανισμού σε επίπεδο ψυχολογικό, σωματικό αλλά και καθαρά βιολογικό, αλλάζοντας ακόμη και ορισμένες εγκεφαλικές λειτουργίες, ειδικά όταν πρόκειται για περιπτώσεις παιδικής κακοποίησης.
Το τραύμα εκφράζεται μέσα από αντιδράσεις αναβίωσης και άρνησης. Οι αντιδράσεις αναβίωσης μπορεί να έρχονται με τη μορφή υπερδραστηριότητας, έντονων ξεσπασμάτων θυμού, αποκρίσεων φόβου, εφιαλτών, αναδρομών στο παρελθόν καθώς και πράξεων που φαίνεται να αναβιώνουν το τραύμα. Οι άνθρωποι που έχουν τραυματιστεί έχουν μικρή ανοχή στην ψυχολογική και φυσιολογική διέγερση.
Σύμφωνα με τον Freud, η συνεχής αναβίωση του τραύματος μπορεί να είναι ένας τρόπος του ατόμου να πάρει την εξουσία πάνω στο συμβάν το οποίο βίωσε και στο οποίο μέχρι στιγμής ήταν το θύμα.
Τα άτομα που έχουν βιώσει κάποιο τραυματικό γεγονός τείνουν να κερδίζουν έδαφος απέναντι στο τραύμα τους, αποφεύγοντας καταστάσεις που το θυμίζουν. Πολλές φορές μπορεί να αποφεύγουν όλες τις καταστάσεις και τα συναισθήματα που συνδέονται με αυτό καθώς και τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, ίσως ως προσπάθεια αποφυγής μίας επιπρόσθετης ενδεχόμενης απώλειας ενός δεσμού. Η συναισθηματική αυτή αποφυγή που ακολουθεί το τραύμα, μπορεί ωστόσο να το διαιωνίσει αλλά και να απειλήσει ολόκληρη τη λειτουργία της ζωής μετά το τραύμα.
Αντιμετωπίζοντας το τραύμα, στην κλινική πράξη, ο κλινικός θα έρθει ενδεχομένως, αντιμέτωπος με το να διαχειριστεί μία χρόνια καταθλιπτική συμπτωματολογία με στοιχεία απόγνωσης, ψυχοσωματικά συμπτώματα, συναισθηματική αναισθησία ή αδυναμία του ασθενούς να απαντά επαρκώς συναισθηματικά σε κάποιο γεγονός καθώς και αλεξιθυμία ή αδυναμία αναγνώρισης και χρήσης συναισθηματικών αντιδράσεων. [1]
Διαβάστε σχετικά: Κατανοώντας το διαγενεακό τραύμα
Ένας σημαντικός παράγοντας που οφείλει κάθε κλινικός να λάβει υπόψη είναι το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο του εκάστοτε τραύματος. Είτε ορίζουμε ως τραύμα κάτι αμιγώς βιωματικό όπως έναν βιασμό ή μία απόπειρα βιασμού για παράδειγμα, είτε κάτι φαινομενικά πιο αφαιρετικό αλλά και πάλι με μεγάλη βαρύτητα για το άτομο όπως ένας σκληρός και αυστηρός πατέρας που δεν εκδηλώνει αγάπη απέναντί στην κόρη του.
Τα πολιτισμικά και γνωσιακά σχήματα που μοιραζόμαστε όλοι ως απόρροια των κοινωνικών μας κατασκευών επηρεάζουν τόσο το ίδιο το τραύμα ( δηλαδή πως, γιατί και από ποιους θύτες προκαλείται ), όσο και την αντίδραση του θύματος και τη διαχείριση του μετατραυματικού στρες που θα βιώσει. Για παράδειγμα, σπουδαίο ρόλο παίζουν οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες ανθεί το τραύμα, όπως για παράδειγμα ο αλκοολισμός, η χρήση ουσιών, οι βιασμοί.
Σαφώς και τέτοια περιστατικά μπορεί να λάβουν χώρα τόσο σε ευνοημένα όσο και σε λιγότερο ευνοημένα οικονομικά και κοινωνικά πλαίσια, ωστόσο η συχνότητα με την οποία το τραύμα λαμβάνει χώρα και πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί είναι κομβικής σημασίας. Επιπροσθέτως, μεγάλη σημασία έχει η αντιμετώπιση του θύματος μετά το συμβάν. Μπορεί το άτομο να μιλήσει, μπορεί να καταγγείλει κάτι που του συνέβη; Όλα αυτά είναι πραγματικές απορίες οι οποίες μπορεί να επιβαρύνουν τον ήδη επιβαρυμένο ψυχισμό ενός ανθρώπου που μόλις έχει βιώσει μία μορφή κακοποίησης.
Κάτι άλλο που συχνά συναντάται ως αμιγής κοινωνική κατασκευή των κοινωνικών πλαισίων είναι η λογική του θύματος. Δεν είναι λίγες οι φορές που για παράδειγμα μία γυναίκα που έχει κακοποιηθεί τείνει να κατηγορείται διπλά ότι δεν έχει δίκιο ή ότι όσα λέει δεν έχουν λογική. [2]
Συνεπώς, είναι αρκετά σημαντικές τόσο οι παρεμβάσεις σε πλαίσια από ειδικευμένους συστημικούς ψυχολόγους και ψυχοθεραπευτές όσο και η σκέψη σε επίπεδο προσωπικής θεραπείας ότι τέτοιου είδους κοινωνικοί παράγοντες μπορεί να ενισχύσουν κατά πολύ όλα τα αρνητικά συναισθήματα που το άτομο ήδη βιώνει.
Σημασία όμως δεν έχει μόνο το τραύμα αυτό καθ’ αυτό αλλά και το νόημα που έχει το εκάστοτε τραύμα για το κάθε άτομο και σε τι σημεία προηγούμενης ψυχοπαθολογίας ή ελλιπώς επεξεργασμένων ψυχικών κομματιών, μπορεί να αγγίξει. Συνεπώς και αυτό είναι ένα σημείο, το οποίο η ψυχοθεραπευτική διαδικασία μπορεί να θίξει και ενδεχομένως να διαλευκάνει πολλά μέχρι στιγμής, θολά σημεία για το άτομο που υποφέρει.
Το τραύμα μπορεί να ξυπνήσει και μέσα από τη θεραπευτική διαδικασία, ως αποτέλεσμα συνειδητοποίησης διαφόρων απωθημένων και μη καταστάσεων για το άτομο.
Τραύμα είναι οτιδήποτε μπορεί να προκαλέσει μία πληγή. Ο τραυματισμός αποτελεί το λόγο που καθιστά τη θεραπεία απαραίτητη και η θεραπεία είναι από μόνη της μία διαδικασία συναρμολόγησης που ως βασική της αρχή περιλαμβάνει τον πόνο και τη δυσφορία και απαιτεί την κινητοποίηση όλων των ψυχικών πηγών του ατόμου. Η διαδικασία αυτή δεν είναι άλλο, παρά κοστοβόρα. Καταναλώνει ενέργεια και ο οργανισμός αφιερώνει όλο του το χρόνο σε αυτή, στερώντας τον από άλλα αντικείμενα επένδυσης.
Το τραύμα είναι πιο δύσκολο να οριστεί στο σύνολό του όταν αναφερόμαστε στο συνολικό παρελθόν ενός ατόμου ως τραυματικό ή στα τραυματικά αποτελέσματα ενός ολόκληρου οικογενειακού συστήματος. Κλινικά, έχει καθιερωθεί εδώ και πολλά χρόνια πως το τραύμα είναι μία αδυναμία του ατόμου να αναγνωρίσει μία εμπειρία. Το μόνο πράγμα που μπορεί να καταστήσει το τραύμα ορατό είναι η δυνατότητα του ατόμου να κατασκευάσει μία εμπειρία πάνω στο ίδιο το τραύμα. Αυτή είναι άλλωστε και η έναρξη της θεραπείας. [3]
Βιβλιογραφία:
[1]. Van der Kolk, B. A. (2003). Psychological trauma. American Psychiatric Pub.
[2] Tsunami, I. O., Sawitri Assanangkornchai, M. D., & Abuse, O. S. (2015) Systemic Trauma Rachel E. Goldsmith PhD, Christina Gamache Martin MS & Carly Parnitzke Smith MA MS.
[3]. Russell, P. L. (2006). Trauma, repetition, and affect. Contemporary Psychoanalysis, 42(4), 601-620.
Συγγραφέας: Μάιρα Ζαρέντη, Ψυχολόγος, Msc «Η Επιστήμη του Στρες & Προαγωγή της Υγείας», Ιατρική Σχολή Αθηνών
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*