Ο φόβος είναι μια φυσιολογική αντίδραση σε γεγονότα που απειλούν την προσωπική ασφάλεια των παιδιών. Αποτελεί μια προσαρμοστική συμπεριφορά, υπό την έννοια ότι εξασφαλίζει στα παιδιά την ετοιμότητα να αντιμετωπίζουν καταστάσεις ανάγκης.
Σε τέτοιες κρίσιμες και απειλητικές στιγμές, τα παιδιά βιώνουν μια ποικιλία από σωματικά συμπτώματα, όπως ρίγος, τρέμουλο, πόνο στο στομάχι, ταχυκαρδία, εφίδρωση, συμπτώματα που συναντάμε και στην εμφάνιση άλλων αρνητικών συναισθημάτων που προκαλούν έντονη δυσφορία, όπως το άγχος. Αυτός ο άμεσος συναγερμός είναι γνωστός ως αντίδραση «πάλη-φυγή», ο οποίος εμφανίζεται με σκοπό την αντιμετώπιση της παρούσας απειλής.
Ενώ παλαιότερα αυτός ο μηχανισμός έσωζε τους πρωτόγονους προγόνους μας από την εξαφάνιση, τοποθετώντας τους σε μια διαρκή εγρήγορση που αποσκοπούσε στην προστασία τους από αρπακτικά ζώα και αντίστοιχες απειλές, ο σύγχρονος άνθρωπος διατηρεί τον εν λόγω μηχανισμό ως αντίδραση στους σύγχρονους κινδύνους.
Στη σύγχρονη εποχή, οι φόβοι των παιδιών συχνά προσανατολίζονται γύρω από την προσωπική επάρκεια και επίτευξη, και για αυτόν ακριβώς τον λόγο τα διαγωνίσματα και οι εξετάσεις, ενώ δεν αποτελούν απειλή για τη ζωή του παιδιού, αποτελούν απειλή για την αυτοεκτίμησή τους, με αποτέλεσμα να αντιδρούν σε αυτά με φόβο και έντονο άγχος.
Για να ορίσουμε έναν παιδικό φόβο ως φυσιολογικό ή όχι, θα χρειαστεί να λάβουμε υπόψη τους αναπτυξιακά αναμενόμενους φόβους, οι οποίοι σημειώνουν την έναρξή τους από τις πρώτες ημέρες γέννησης του παιδιού. Ένα βρέφος μπορεί να βιώσει το συναίσθημα του φόβου, στο άκουσμα ενός δυνατού κρότου, ή στην απώλεια στήριξής του.
Από τον έβδομο μήνα και έπειτα, το βρέφος αναμένεται να εκδηλώνει ανησυχία κατά τον αποχωρισμό από τους γονείς του, ενώ αργότερα, σε ένα παιδί προσχολικής ηλικίας, οι καταστάσεις που προκαλούν φόβο είναι κυρίως εκείνες που συνδέονται με το συναίσθημα της ανασφάλειας, το άγνωστο και το ξαφνικό, όπως: το σκοτάδι, οι σκύλοι, οι καταιγίδες, ο γιατρός.
Καθώς το παιδί μεγαλώνει, οι φόβοι του μεταβάλλονται από συγκεκριμένους σε απροσδιόριστους, που μπορεί να είναι: ο φόβος για τους «κακούς ανθρώπους», τα ατυχήματα, η απώλεια, η ασθένεια. Αργότερα, κατά την εφηβεία, οι φόβοι γίνονται πιο άμεσοι και προσωπικοί, όπως αυτοί που αφορούν τον φόβο ακαδημαϊκής αποτυχίας ή στις σχέσεις με το άλλο φύλο.
Έτσι, ενώ οι πιο πάνω φόβοι περιγράφονται ως «φυσιολογικοί» για την κάθε ηλικία, η σοβαρότητα των συγκεκριμένων φοβικών αντιδράσεων μπορεί να κριθεί από τις συνέπειες που έχουν στην καθημερινή ζωή και κατ΄ επέκταση στο βαθμό στον οποίο εμποδίζουν το παιδί στην ομαλή του ανάπτυξη.
Ενώ οι φόβοι αποτελούν αναπτυξιακά στάδια του ατόμου, μπορούν ωστόσο να εξελιχθούν ως καταστάσεις μάθησης και μίμησης (π.χ. ο φόβος της μητέρας για τις γάτες μπορεί να μεταδοθεί συναισθηματικά μέσω μορφασμών, χειρονομιών και αντιδράσεων, στο παιδί) (Herbert, 2014).
Διαβάστε σχετικά: Από πού πηγάζουν οι φοβίες των παιδιών;
Με ποιο τρόπο οι γονείς μπορούν να βοηθήσουν το παιδί να ξεπεράσει τους φόβους του;
Το σημείο της παρέμβασης είναι τις περισσότερες φορές πολύπλοκο, ιδιαίτερα για τους γονείς, οι οποίοι καλούνται να αναλάβουν έναν δύσκολο ρόλο, ενώ την ίδια στιγμή βιώνουν τη δική τους ανησυχία και ίσως αμφιβολία σχετικά με τις μεθόδους που ακολουθούν.
Ενώ το κάθε παιδί μπορεί να επωφεληθεί μέσα από διαφορετικές πρακτικές, υπάρχουν μέθοδοι και τεχνικές οι οποίες αποδείχθηκαν περισσότερο αποτελεσματικές και βοηθητικές ως προς τα περισσότερα παιδιά, για να ξεπεράσουν τους φόβους τους, αναπτύσσοντας δεξιότητες ωφέλιμες προς αυτό τον σκοπό. Την ίδια στιγμή, άλλες πρακτικές, πέρα από αναποτελεσματικές, μπορούν να ενισχύσουν παρά να μειώσουν τους φόβους στα παιδιά.
Η αγνόηση των παιδικών φόβων μπορεί να κατανοηθεί από τα παιδιά ως συναισθηματική απόρριψη και υποτίμηση, και φυσικά η επαφή του παιδιού με το φοβικό ερέθισμα δια της βίας, μπορεί να λειτουργήσει καταστρεπτικά στην ψυχική υγεία, και να εντείνει επίσης το συναίσθημα του φόβου.
Αποτελεί επίσης συχνή πρακτική, στην προσπάθειά τους φυσικά οι γονείς να βοηθήσουν το παιδί να αντιμετωπίσει τον φόβο του, έμμεσα να του δίνουν το μήνυμα πώς όντως η κατάσταση αυτή αποτελεί απειλή και πώς δεν είναι αρκετά ικανός χωρίς αυτούς να το αντιμετωπίσει. Συχνό παράδειγμα αποτελεί ο φόβος για τον ύπνο, όπου οι γονείς ως παρέμβαση επιλέγουν να κοιμούνται μαζί με τα παιδιά τους, μια πρακτική που συγκεκριμένα φαίνεται να αυξάνει παρά να μειώνει το φόβο του παιδιού.
Αντιθέτως, η έκθεση, αλληλεπίδραση και επαφή με το φοβικό ερέθισμα αποτελεί ίσως την πιο αποτελεσματική πρακτική, χρειάζεται όμως να εφαρμοστεί σταδιακά και βαθμιαία και κάτω από συνθήκες στις οποίες το παιδί μπορεί να νιώσει απόλυτα ασφαλές. Την ίδια στιγμή, μέσα από τη συζήτηση, που φυσικά είναι απαραίτητο να είναι προσαρμοσμένη στο επίπεδο κατανόησης του παιδιού, οι γονείς μπορούν να το διαβεβαιώσουν ότι το φοβικό αντικείμενο δεν αποτελεί πραγματική απειλή.
Ταυτόχρονα, ενώ με λόγια οι γονείς μπορούν να καθησυχάσουν το παιδί, με πράξεις μπορούν να του αποδείξουν ότι το φοβικό αντικείμενο/κατάσταση δεν είναι επικίνδυνο, αλλά απεναντίας ότι μπορεί να είναι και ευχάριστο (π.χ. βόλτα και όμορφες στιγμές με τον σκύλο, παιχνίδια στο σκοτάδι) (Davis et al, 2019; Orenious et al., 2018).
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*