Οι ουσίες εξάρτησης «πειρατεύουν» στο σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου, δημιουργώντας αλλοιώσεις και δυσλειτουργίες στον εγκέφαλο και στο νευρικό σύστημα.
Στις μέρες μας, οι ουσίες εξάρτησης είναι εκατοντάδες και με τεχνητό τρόπο δημιουργούνται όλο και περισσότερες. Ως γνωστών, το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Ελληνική κοινωνία σημείωσε και σημειώνει αυξητικές τάσεις, ιδίως μετά την μεταπολίτευση.
Η αρχή μιας νέας εποχής ξεκίνησε, με την νεολαία να εξερευνάει ζητήματα τα οποία μέχρι πρότινος αποτελούσαν ταμπού για την Ελληνική κοινωνία. Ζητήματα όπως οι σεξουαλικές σχέσεις, τα ναρκωτικά, το αλκοόλ και η αυτόβουλη διαχείριση του ελεύθερου χρόνου αποτέλεσαν ένα άκρως φιλελεύθερο- προοδευτικό χαρακτήρα.
Ωστόσο οι ραγδαίες μαθητικές κομματικές παρατάξεις, διαμόρφωσαν ένα καθεστώς φανταστικής ενότητας ενάντια σε μια σχεδιασμένη μυστική συνομωσία του συστήματος, δηλαδή πως τα ναρκωτικά πωλούνταν από τους αστυνομικούς. Κάπως έτσι, ακολουθούμενοι από μια αγέλη στρουθοκαμήλων, όπου νωχελικά αφήνει το κεφάλι της μέσα στη ζεστή άμμο, οι νέοι σήμερα αδυνατούν να πιστέψουν πως ο έφηβος σήμερα αρχίζει τη λήψη ναρκωτικής ουσίας αρχικά από περιέργεια. Ενώ διαχρονικά η λήψη μιας ουσίας εξάρτησης φαντάζει- φιλοσοφικά πάντα- ως μια ελεύθερη επιλογή, η συστηματική χρήση και οι ιδιότητες των ουσιών εξάρτησης, αιχμαλωτίζουν το άτομο σε μια αναγκαστική και δουλική υποταγή στην ίδια την ουσία.
Αυτό τουλάχιστον δείχνουν οι έρευνες, καθώς σύμφωνα με την Παγκόσμια Έκθεση για τα ναρκωτικά του έτους 2006, το 5% του παγκόσμιου πληθυσμού έχει κάνει χρήση κάνναβης έστω μια φορά κατά τους 12 περασμένους μήνες η οποία κάνναβη είναι συνήθως η πρόδρομος ουσία για πιο σκληρά ναρκωτικά, χωρίς όμως να σημαίνει πως όποιος κάνει χρήση κάνναβης, θα οδηγηθεί νομοτελειακά στην χρήση πιο σκληρών ουσιών. Αυτό τουλάχιστον δείχνουν οι μελέτες. Για παράδειγμα, το 26% των χρηστών κάνναβης, προχώρησε αργότερα σε πιο σκληρά ναρκωτικά, ενώ μόνο το 1% των ατόμων που δεν έκαναν προηγουμένως χρήση ψυχοδραστικών ουσιών, πήρε κατ’ ευθείαν σκληρά ναρκωτικά (Kandel, 1975).
Ωστόσο η κάνναβη, είναι επίσης η πιο διαδεδομένη ουσία μεταξύ των νέων, ιδίως όσων είναι λιγότερο κομφορμιστές και περισσότερο δραστήριοι πολιτικά, σε σχέση με όσους δεν κάνουν χρήση και είναι πιο κοντά σε «παραδοσιακές αξίες» (Nicholi, 1985). Ως προς τα ατομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά των χρηστών, στην πλειονότητά τους οι άνδρες χρήστες δηλώνουν «εργάτες- τεχνίτες» στο επάγγελμα, ενώ οι γυναίκες «νοικοκυρές- υπάλληλοι» αντίστοιχα.
Ο επιστημονικός όρος για τα ναρκωτικά είναι «ουσίες εξάρτησης» και όταν αναφερόμαστε στο πρόβλημα των ναρκωτικών, ουσιαστικά μιλάμε για τη χρήση και την παράνομη διακίνηση των ψυχοτρόπων ουσιών. Επίσης, οι ουσίες εξάρτησης, αφού εισέλθουν στον οργανισμό, προκαλούν ορισμένες αντιδράσεις και ανάλογα με την ουσία, οι αντιδράσεις αυτές διαφέρουν καθώς χωρίζονται σε τρείς κύριες κατηγορίες: αυτές που ναρκώνουν (ναρκωτικά), τα διεγερτικά και τα παραισθησιογόνα.
Οι ουσίες εξάρτησης συνεπώς προκαλούν αλλαγές στη διάθεση, στην αντίληψη, στη συνείδηση και στη συμπεριφορά και η επαναλαμβανόμενη χρήση δημιουργεί ποικίλου βαθμού φαινόμενα εξάρτησης (Nelson & συν., 1992).
Ωστόσο οι αιτιολογικοί παράγοντες λήψης ουσιών διαφέρουν, καθιστώντας τη χρήση ουσιών ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο που περιλαμβάνει κοινωνικούς, ψυχολογικούς, βιολογικούς και γενετικούς παράγοντες. Κατά το παρελθόν όμως, η πλειονότητα των ερευνητών έδινε βάση σε παράγοντες που εκπροσωπούσαν τη σχολή από όπου προέρχονταν αναφορικά με τα αίτια χρήσης ουσιών, με αποτέλεσμα, οι διαμάχες αυτές να οδηγούσαν σε ένα αδιέξοδο που ονομάστηκε «αιτιολογικός σωβινισμός» (Miller, 1980).
Σήμερα, οι ερευνητές έχουν συμφωνήσει πως τα αίτια που οδηγούν ένα άτομο στη χρήση ουσιών είναι ένα φαινόμενο πολυπαραγοντικό, συμπεριλαμβάνοντας ποικίλους τομείς, ακόμα και αν αυτοί οι τομείς είναι παραδοσιακά εντελώς διαφορετικοί. Παραδείγματος χάριν, η θεωρία των ενδορφινών δεν μειώνει την σπουδαιότητα των κοινωνικοπολιτισμικών παραγόντων, όπως επίσης η κατανόηση των γενετικών παραγόντων δεν αναιρεί τους γνωσιακούς συντελεστές.
Συνεπώς οι παράγοντες που προαναφέρθηκαν δίνουν πιθανές ερμηνείες οι οποίες συγκλίνουν στην πολυπαραγοντική αιτιολογία της χρήσης ουσιών, παρά αποκλείοντας τις διάφορες θέσεις των ερευνητών αναφορικά με το θέμα της χρήσης. Όποια και να είναι η αιτία της χρήσης, είναι αδιαμφισβήτητο πως κάθε χρήστης είναι διαφορετικός και ανεξαρτήτου κοινωνικής τάξης, οι ψυχοτρόπες ουσίες εξάρτησης οδηγούν νομοτελειακά, τις περισσότερες φορές, στην τοξικομανία.
Όσον αφορά την προσωπικότητα των χρηστών, ψυχολογικά προβλήματα που έχουν τις ρίζες τους σε γενετικά αίτια, δείχνουν να έχουν ύψιστη σημασία στην εκδήλωση διαταραχών συνδεόμενων με ουσίες. Ωστόσο είναι δύσκολο να αποσαφηνισθεί ποια διαταραχή προηγήθηκε ή δημιουργήθηκε από τη χρήση (Pandina & Schuele, 1983). Σχετικά πρόσφατες ποιοτικές μελέτες με εξαρτημένους από το ΚΕΘΕΑ Έξοδος, δείχνουν πως, όποια δομή και αν έχει η προσωπικότητα των ουσιοεξαρτημένων, η πλειοψηφία αφορά άτομα «σημαδεμένα» από πρώιμους ψυχολογικούς τραυματισμούς, ελλειμματικές προσωπικότητες και χωρίς όρια, με έντονη παρορμητικότητα και ανασφάλεια.
Οι ουσιοεξαρτώμενοι συνεπώς είναι άτομα, τα οποία μέσα στα πλαίσια της αυτοϊασης αναζήτησαν έναν τρόπο να κάνουν πιο ανεκτή τη σχέση τους με τους σημαντικούς άλλους, καθώς επίσης και να αποβάλουν τα όποια αρνητικά συναισθήματά τους (Μάτσα, 2001).
Επιπρόσθετα, αναφορικά με την προσωπικότητά τους, οι χρήστες παρουσιάζουν αδυναμία ψυχοβιολογικά να εισέλθουν στο στάδιο του ενήλικα με ανεπάρκειες του ΕΓΩ να είναι επίσης παρούσες. Ανεξαρτήτως όμως με την προσωπικότητά τους, πάλι, η χρήση ουσιών δημιουργεί έναν ψυχικό φαύλο κύκλο. Πιο συγκεκριμένα, η μη έγκαιρη λήψη της ουσίας, στον απαιτούμενο-βιολογικά- χρόνο, οδηγεί σε δυσάρεστα συναισθήματα, όπως για παράδειγμα έντονη δυσφορία, ντροπή και ενοχή με αποτέλεσμα το άτομο -με ψυχαναλυτικούς όρους- να οδηγείται με βρεφική συμπεριφορά στην αναζήτηση της ουσίας δίχως να αντιλαμβάνεται πως τα συμπτώματα οφείλονται στη χρόνια χρήση της ουσίας.
Επίσης, ως γνωστόν, οι ουσίες εξάρτησης έρχονται και «πειρατεύουν» στο σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου, δημιουργώντας αλλοιώσεις και δυσλειτουργίες στον εγκέφαλο και στο νευρικό σύστημα. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τον φαύλο κύκλο της εγκεφαλο- προσωπικής εξασθένησης, μειώνονται οι ικανότητες ρύθμισης και αφομοίωσης του ατόμου που έχει ως αποτέλεσμα να μειώνεται η δύναμη του ήδη αποδιοργανωμένου Εγώ στο να αποφασίζει το άτομο να διακόψει τη χρήση της εκάστοτε ψυχοτρόπου ουσίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το άτομο να έχει μειωμένη αντίσταση ενάντια στην παρόρμησή του για χρήση, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο έναν φαύλο κύκλο για συνέχιση λήψης της ουσίας. Να σημειωθεί πως στη κάνναβη, ο φαύλος κύκλος της εγκεφαλο-προσωπικής εξασθένησης απουσιάζει (Παπαδάτος, 2010).
Ελληνική Βιβλιογραφία
- Μάτσα, Κ. (2001). Ψάξαμε Ανθρώπους και βρήκαμε Σκιές, Το Αίνιγμα της Τοξικομανίας, εκδ. Αργά, Αθήνα
- Παπαδάτος. Γ. (2010). Ναρκωτικά και Εφηβεία, εκδ. Gutenberg. Αθήνα 2010.
Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία
- Kandel, D.B (1975). Stages in adolescent involvement in drug use. Science, 190: 912-914.
- Miler, W.R. (1980). The addictive behaviors. In Miller, W.R. (e.d), The Addictive Behaviors, Pergamon Press, Oxford.
- Nelson, J.E., Pearson, H.W., Sayers, M. &Glynn, T.J. (1992). Guide to drug abuse research terminology. NIDA Research issues 26. Rockville: Department of health & human services.
- Nicholi, A.M. (1985). Characteristics of college students who use psychoactive drugs for non-medical reasons. Journal of American College Health, 33:189-192.
- Pandina, R.J. & Scheuele, J.A. (1983). Phychosocial correlates of alcohol and drug use of adolescent students and adolescents in treatment. Journal of Studies on Alcohol, 44:950.