Που ξεκινάει και που τελειώνει μέσα μας η πραγματική απόλαυση που αντλούμε από το φαγητό; Ποιός μας το έμαθε; Πώς μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε;
Ξεκινώ με ένα πολύ παλιό και αγαπημένο παραμύθι…
Μια φορά και έναν καιρό, ο μικρός Χάνσελ (ή αλλιώς ο μικρός Ιωάννης) και η μικρή Γκρέτελ (ή αλλιώς η μικρή Μαργαρίτα), παιδιά ενός φτωχού ξυλοκόπου, εγκαταλείφθηκαν στο δάσος από τη μητέρα τους – στην αρχική version – την μητριά τους, στις μετέπειτα, όταν η οικογένειά τους δεν είχε πλέον τη δυνατότητα ούτε να εξασφαλίσει την τροφή τους. Μετά από αρκετές περιπλανήσεις, τα δύο αδέλφια βρέθηκαν μπροστά σε ένα σπίτι, κατασκευασμένο εξ ολοκλήρου από ψωμί και γλυκά.
Το σπιτάκι αυτό, ωστόσο, ανήκε σε μια κακιά μάγισσα, που το είχε δημιουργήσει προκειμένου να παγιδεύσει μικρά παιδάκια, τα οποία φρόντιζε να παχύνει, με σκοπό να τα φάει στη συνέχεια. Ευτυχώς, τα παραμύθια έχουν πάντοτε happy end – αυτός, εξάλλου, είναι και ο ρόλος τους. Τα δύο παιδιά κατόρθωσαν να απελευθερωθούν και να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Η μητέρα – μητριά είχε πεθάνει και τα ίδια έζησαν πλούσια, χάρη στους θησαυρούς που είχαν αποσπάσει από τη γριά μάγισσα, με τον μεταμελημένο πλέον πατέρα τους.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι πάντοτε πολύ πιο δύσκολη. Εικόνες μιας προσωπικής διαδρομής
Διαβάζοντας το συγκεκριμένο παραμύθι, η πρώτη μου σκέψη επικεντρώθηκε ακριβώς σε αυτό: Πόσο όμορφο θα ήταν να μπορούσε να καταναλώσει κανείς ολόκληρο το «σπιτάκι» της μάγισσας, χωρίς κανένα κόστος (και δεν αναφέρομαι, ασφαλώς, στο οικονομικό). Πόσες φορές εγώ προσωπικά δεν ένιωσα αγαλλίαση βουλιάζοντας στο στόμα μου έστω και ένα σοκολατάκι;
Οι παιδικές μου αναμνήσεις συνδέονται με τις αναρίθμητες φορές που είχα θυμώσει με κάποιον ή κάτι και «μπουκώθηκα» με κάποιο γλυκό, το οποίο στην πορεία έγινε πολύ περισσότερα, προκειμένου να ανακουφίσω το «αρνητικό» αυτό συναίσθημα. Μεγαλώνοντας, η ανάγκη μου αυτή έγινε ακόμα πιο έντονη: μια διαρκής επιθυμία να βγω «έξω», να φάω ό,τι και όσο θέλω, κερδίζοντας και πάλι την ενέργεια αλλά την «ελευθερία» που ένιωθα ότι μου στερήθηκε κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Σε γενικές γραμμές, οι διατροφικές μου συνήθειες διαμορφώθηκαν βάσει της ασταμάτητης ανάγκής μου να «μπουκώσω» όλες τις συναισθηματικές μου τρύπες – μπουκιά και ανακούφιση, μπουκιά και χαμόγελο, μπουκιά και ηδονή κάποιες φορές! Χρόνια τώρα το σώμα μου παλεύει με το μυαλό μου. Φουσκώνει και ξεφουσκώνει. Και ξέρω ότι δεν είμαι η μόνη…
Διαβάστε σχετικά: Βιολογική και συναισθηματική πείνα: πώς θα χάσω βάρος ακούγοντας το σώμα μου
«Συναισθηματικό φαγητό» με «ελληνική» γεύση
Ας ρίξουμε μια ματιά στην ελληνική πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι ότι από τα πρώτα μας χρόνια η ζωή μας είναι στενά συνυφασμένη με το φαγητό, αρχής γενομένης από τα φημισμένα οικογενειακά τραπέζια, φορτωμένα πάντοτε με εδέσματα – πλούσια και λαχταριστά. Από το σημείο αυτό και έπειτα, τίποτα δεν φαίνεται να διασπά τη συγκεκριμένη αλυσίδα: γενέθλια, γιορτές, αρραβώνες, γάμοι («my big fat Greek wedding», εάν σας έχει ξεφύγει, κάντε έναν κόπο να το δείτε) αλλά και κηδείες, μνημόσυνα, όλα δεμένα με το φαγητό.
Ουσιαστικά, πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Χαιρόμαστε, τρώμε και πρέπει να τρώμε πολύ, όχι μόνο για την προσωπική μας απόλαυση αλλά και προς τέρψη εκείνων που μας βλέπουν. Λυπόμαστε, κλαίμε και πάλι τρώμε για να πνίξουμε τον πόνο μας αυτή τη φορά.
Ακόμη και οι κοινωνικές συνθήκες ευνόησαν τέτοιου είδους διατροφικές συμπεριφορές. Είναι γεγονός ότι οι περασμένες γενιές στην Ελλάδα βίωσαν εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις (Μικρασιατική Καταστροφή, Κατοχή, Εμφύλιος) και κόπιασαν ιδιαίτερα να ανεβάσουν το βιοτικό τους επίπεδο. [Σημειώνω ότι η γιαγιά μου, με έντονες τις μνήμες της προσφυγιάς και της κατοχής θεωρούσε «αμαρτία» να αφήσουμε φαγητό στο ήδη παραφορτωμένο πιάτο μας].
Ήταν, λοιπόν, φυσικό να επιδιώξουν για μας – που είχαμε την τύχη (ή την ατυχία ενίοτε) να ανήκουμε στην πρώτη μεταβατική γενιά – να μη δοκιμάσουμε ανάλογες στερήσεις. Δεν είναι λίγες, ωστόσο, οι περιπτώσεις που η συγκεκριμένη νοοτροπία οδήγησε στο άλλο άκρο: αυτό της ανεξέλεγκτης υπερφαγίας. [Και τώρα με την κρίση;;;;]
Όπως και να ‘χει, όλη αυτή η διαδρομή καταλήγει σε μια και μόνο εικόνα – αυτή μιας τρομακτικής «δίαιτας». Ουφ! Καταπίεση… Γιατί να αναλώνω ώρες σε τρέξιμο, διάδρομο, γυμναστική; Γιατί να τρώω μόνο «πρασινάδες»; Γιατί να στερηθώ αυτό που βλέπω ως μοναδική απόλαυση;
Έλα, όμως, που η ίδια η ζωή συχνά μας το επιβάλλει. Άλλες φορές είναι το βέλος του έρωτα που μας χτυπάει και άλλες φορές, απλώς, η «απειλητική» εικόνα του επερχόμενου καλοκαιριού. Εδώ που τα λέμε, κανέναν δεν ενθουσιάζουν περίφημες (και οπωσδήποτε ανόητες) ατάκες στη θάλασσα όπως: Ας φωνάξει κάποιος την Greenpeace, μια φάλαινα…
Συναισθηματικό φαγητό: Μύθος ή Πραγματικότητα;
Που ξεκινάει και που τελειώνει μέσα μας η πραγματική απόλαυση που αντλούμε από το φαγητό; Ποιός μας το έμαθε; Πώς μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε; Δυστυχώς, η πλειονότητα των ανθρώπων τρώει όχι τόσο επειδή πραγματικά πεινάει όσο εξαιτίας της επιθυμίας να γευτεί άμεσα κάτι «αλμυρό» ή «γλυκό».
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η επιθυμία αυτή πηγάζει από όλα αυτά τα συναισθήματα που αδυνατούμε να εκφράσουμε κατά τη διάρκεια της ημέρας, είτε γιατί είναι πολύ οδυνηρά είτε γιατί η εξωτερίκευσή τους εγκυμονεί των κίνδυνο ανεπιθύμητες συνέπειες ή, απλώς, γιατί η αδυναμία έκφρασής τους συνιστά μια συνήθεια, βαθιά ριζωμένη από την παιδική μας ηλικία.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο θυμός είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα λ.χ. φοβάμαι να εκφράσω τον θυμό μου γιατί κινδυνεύω να χάσω τη δουλειά μου, να τσακωθώ με τους φίλους μου, να χαλάσω την εικόνα του «καλού παιδιού» κ.λπ. Το φαγητό, λοιπόν, είναι πάντοτε δίπλα μας, ένα καταφύγιο που μας επιτρέπει να ακουμπήσουμε πάνω του μαλακά όλα μας τα προβλήματα.
Μετά, όμως, έρχεται πάντοτε η συνειδητοποίηση: Όχι, ρε γαμώτο! Πάλι έφαγα…, Πάλι νοιώθω χάλια…, Πώς έχω παχύνει έτσι… κ.α. Δυστυχώς, η συνειδητοποίηση αυτή προκαλεί επιπρόσθετο άγχος, οποίο μας ωθεί να φάμε ακόμη περισσότερο. Ντύνουμε, με άλλα λόγια, με νέα μαξιλαράκια λίπους το άγχος μας.
Πώς μπορεί όμως να βοηθήσει κανείς τον εαυτό του, σπάζοντας τον φαύλο αυτό κύκλο; Υπάρχει τρόπος να αντιμετωπιστεί η συνήθεια του «συναισθηματικού φαγητού»; Νομίζω ότι στη ζωή τα πάντα μπορούν να αλλάξουν – με πολύ μικρά βήματα. Έστω και αν παλινδρομήσουμε, δεν έχει τόση σημασία. Αρκεί να επιθυμούμε να γνωρίσουμε και να αγαπήσουμε τον εαυτό μας από την αρχή, να συνειδητοποιήσουμε ποιές είναι οι ουσιαστικές ανάγκες του, τι μας κάνει ευτυχισμένους και πότε πραγματικά ΠΕΙΝΑΜΕ.
Διαβάστε σχετικά: “Όσο τρώω… αισθάνομαι”!
• Ζητάμε τη βοήθεια ειδικού, εάν υπάρχει η δυνατότητα, διατροφολόγου και ψυχολόγου. Είναι σημαντικό να έχουμε όσο το δυνατό μεγαλύτερη υποστήριξη, προκειμένου να αλλάξουμε τον τρόπο σκέψης μας αλλά και τις «κακές» συνήθειες χρόνων.
• Φερόμαστε με αγάπη στον εαυτό μας. Του επιτρέπουμε να κάνει μικρά «σφάλματα», καθώς η πορεία της αλλαγής είναι σταδιακή π.χ. μειώνουμε σιγά σιγά τις ποσότητες και τροποποιούμε τις λιχουδιές.
• Ζητάμε τη βοήθεια των δικών μας ανθρώπων (οικογένεια, φίλοι κτλ), εκφράζοντας ανοιχτά την ανάγκη μας για βελτίωση της ποιότητας ζωής μας.
• Προσπαθούμε να μείνουμε λίγο με το συναίσθημά μας, προτού επιχειρήσουμε να το «καλύψουμε» με φαγητό. Σκεφτόμαστε πριν φάμε κάτι. Δίνουμε στον εαυτό μας κάποια δευτερόλεπτα, ώστε να συνειδητοποιήσει αν πραγματικά πεινάει ή εάν προσπαθεί πάλι να «γεμίσει» για να ανακουφιστεί από κάποια έννοια.
• Δημιουργούμε μια λίστα δραστηριοτήτων, προκειμένου να καλύψουμε τον χρόνο μας ευχάριστα.
• Η διατροφή και όχι η δίαιτα είναι κάτι που κάνουμε για εμάς, για να φροντίσουμε αποκλειστικά και μόνο τον εαυτό μας.
Επειδή λοιπόν όλοι κρύβουμε μέσα μας έναν Χάνσελ ή μια Γκρέτελ, είναι πολύ σημαντικό να δώσουμε λίγα λεπτά στον εαυτό μας να αναλογιστεί ότι ήρθε πια ο καιρός να σταματήσει να κάνει παρέα με την «κακιά μάγισσα», που ζει μέσα μας και μας ταΐζει αδιάκοπα. Να ανοίξει την πόρτα του σοκολατένιου σπιτιού και να το αφήσει πίσω του. Να ζήσει ένα happy end, όπως πραγματικά του αξίζει. Ένα αληθινό παραμύθι…
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*