Κι όμως, πίσω από ένα πιάτο που μένει άθικτο δεν κρύβεται πάντα μια ιδιοτροπία. Μπορεί να κρύβεται φόβος.
«Δεν είναι ότι δεν θέλω. Είναι ότι δεν μπορώ. Το φαγητό με φοβίζει – και νιώθω πως κανείς γύρω μου δεν το καταλαβαίνει».
– Μαρίνα, 19 ετών.
Πόσες φορές έχουμε ακούσει – ή πει – φράσεις όπως:
Έλα μωρέ, είναι περίεργος στο φαγητό,
Αν πεινάσει, θα φάει,
Το κάνει για να τραβήξει την προσοχή.
Μια αθέατη διατροφική διαταραχή που συχνά περνά απαρατήρητη: η Αποφευκτική/Περιοριστική Διαταραχή Πρόσληψης Τροφής – γνωστή ως ARFID. Μια υπαρκτή ψυχική διαταραχή, που δεν σχετίζεται με το «δεν θέλω», αλλά με το «δεν μπορώ».
Άγνωστη στο ευρύ κοινό και συχνά παρεξηγημένη, η ARFID ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της επιλεκτικής διατροφής. Κι αυτό που την καθιστά ακόμη πιο ανησυχητική; Το ότι συχνά περνά απαρατήρητη – όχι μόνο από τους κοντινούς ανθρώπους, αλλά και από επαγγελματίες υγείας. Η συμπεριφορά του ατόμου που παλεύει με την ARFID παρερμηνεύεται ως ιδιορρυθμία ή ακόμη και ως δείγμα κακομαθημένης στάσης. Κι όσο το ίδιο προσπαθεί σιωπηλά να αντέξει, η διάγνωση καθυστερεί. Γιατί η ARFID δεν έχει πάντα πρόσωπο. Μπορεί να μοιάζει αόρατη. Μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά συνήθως εμφανίζεται στην παιδική ηλικία και μπορεί να επιμείνει στην ενήλικη ζωή
Ο Κωνσταντίνος εξομολογείται:
Πολλοί πίστευαν ότι ήμουν απλώς δύσκολος και κακομαθημένος. Δεν καταλάβαιναν ότι δεν ήταν θέμα επιλογής. Δεν έλεγα “ναι” και “όχι” στο φαγητό για να κάνω το δικό μου. Ήταν αγώνας. Κι όσο περισσότερο με πίεζαν, τόσο χειρότερα ένιωθα – σαν να μη με έβλεπε κανείς στ’ αλήθεια.
Τι είναι – Και τι δεν είναι η ARFID
Η ARFID δεν είναι δίαιτα, νηστεία, ιδιορρυθμία ή αλλεργία. Δεν σχετίζεται με την εικόνα σώματος, τη ζυγαριά ή με στόχους γυμναστηρίου. Δεν είναι ανορεξία. Δεν είναι αποτέλεσμα έλλειψης τροφής. Και δεν είναι επιλογή.
Είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή «ιδιοτροπία στο φαγητό». Έχει να κάνει με την σιωπηλή αποφυγή φαγητού – όχι γιατί «δεν θέλω» αλλά γιατί «δεν μπορώ». Είναι μια αναγνωρισμένη ψυχική διαταραχή ήδη από το 2013 στο DSM-5 – το διαγνωστικό εγχειρίδιο της Αμερικάνικης Ψυχιατρικής Εταιρείας.
Η ARFID εκδηλώνεται με αυστηρό περιορισμό στην πρόσληψη τροφής – είτε στην ποσότητα είτε στην ποικιλία – ή και τα δύο ταυτόχρονα. Για το άτομο που τη βιώνει, το φαγητό δεν είναι απλώς δύσκολο: είναι καθημερινή πηγή άγχους, αποστροφής ή και πανικού. Δεν είναι ότι «δεν θέλει να φάει»· είναι ότι δεν μπορεί. Και όταν όλα αυτά συμβαίνουν καθημερινά, τότε το φαγητό δεν είναι απλώς δύσκολο. Είναι εφιάλτης.
Η διαταραχή ARFID μπορεί να εμφανιστεί σιγά-σιγά και αθόρυβα ή να ξεσπάσει ξαφνικά, όπως μετά από ένα τραυματικό περιστατικό που σχετίζεται με το φαγητό. Ό,τι κι αν την πυροδοτήσει, η βασική αιτία κρύβεται συνήθως σε έναν (ή και περισσότερους) από τους εξής λόγους: α) έντονος φόβος για το τι μπορεί να πάει στραβά όταν τρώμε — π.χ. φόβος για πνιγμό, στομαχόπονο ή εμετό, β) έντονη ευαισθησία σε γεύσεις, μυρωδιές ή υφές — όπως όταν κάποιος δεν αντέχει την πικρή γεύση ή μια “περίεργη” υφή στο στόμα, γ) μειωμένη όρεξη ή απλώς… αδιαφορία για το φαγητό. Ναι, υπάρχει κι αυτό!
Για παράδειγμα, ο Γιώργος πανικοβάλλεται από τη μυρωδιά του μαγειρεμένου κρέατος στην κατσαρόλα, η Μαρία αηδιάζει με την υφή των τροφών σε μορφή πουρέ ή κρέμας. Η ανάμνηση ενός πνιγμού κάνει τον Στράτο να τρέμει στην ιδέα να ξαναφάει ψάρι με κόκαλο, ενώ η Τασούλα απλώς… δεν νιώθει πείνα. Καθόλου.
Όταν το φαγητό δεν είναι απόρριψη — είναι φόβος
Η αποφυγή τροφίμων δεν σημαίνει πάντα «δεν μου αρέσει». Για κάποιους ανθρώπους, πίσω από το «όχι» μπορεί να κρύβεται μια τραυματική εμπειρία — όπως ένας πνιγμός, ένας έντονος κοιλιακός πόνος ή ένας αιφνίδιος εμετός. Το φαγητό παύει να είναι ουδέτερο ή απολαυστικό και μετατρέπεται σε πηγή απειλής. Ο φόβος συνδέεται με συγκεκριμένες τροφές, οι οποίες σταδιακά αποφεύγονται. Μπορεί το άτομο να περιορίσει δραστικά τη διατροφή του, για να αποφύγει τον κίνδυνο της επανάληψης — ή ακόμη και να σταματήσει να τρώει. Οτιδήποτε θυμίζει την αρχική εμπειρία αποκλείεται. Κι όσο περισσότερο αποφεύγεται το φαγητό, τόσο πιο τρομακτικό φαντάζει. Η αποφυγή, τελικά, συντηρεί τη διαταραχή.
Σε άλλες περιπτώσεις, ο φόβος δεν έχει όνομα. Δεν συνοδεύεται από μια σαφή ανάμνηση ή γεγονός. Είναι μια γενικευμένη ανησυχία για το τι μπορεί να πάει στραβά — ένα αίσθημα απειλής χωρίς πρόσωπο. Και τότε, το άτομο περιορίζεται σε μια μικρή λίστα «ασφαλών» τροφίμων, προσπαθώντας να κρατήσει τον έλεγχο. Όχι από ιδιοτροπία. Από άμυνα.
Ο Νίκος, 17 ετών, εξηγεί: Όταν ήμουν μικρός, πνίγηκα με ένα κομμάτι κοτόπουλο. Από τότε, δεν μπορώ ούτε να το δω. Με πιάνει ταχυκαρδία και κλείνει ο λαιμός μου. Δεν είναι ότι κάνω “κόλπα” – είναι σαν να τρομάζει όλο μου το σώμα.
Απόλαυση ή απόρριψη; Όταν η γεύση γίνεται εμπόδιο
Για κάποιους ανθρώπους, το φαγητό δεν απορρίπτεται επειδή είναι «παράξενο» — αλλά επειδή γίνεται αισθητηριακά υπερβολικό. Άτομα με ARFID ενδέχεται να ανήκουν στους λεγόμενους υπεργευστές (supertasters), δηλαδή σε ανθρώπους με βιολογική προδιάθεση να αντιλαμβάνονται τις γεύσεις πολύ πιο έντονα από τον μέσο όρο. Θεωρείται πως διαθέτουν έως και διπλάσιο αριθμό γευστικών καλύκων στη γλώσσα τους, γεγονός που τους καθιστά ιδιαίτερα ευαίσθητους — κυρίως σε πικρές και πολύ γλυκές γεύσεις. Τρόφιμα όπως το μπρόκολο, η μαύρη σοκολάτα ή ακόμη και ορισμένα φρούτα μπορεί να τους φανούν υπερβολικά έντονα, δυσάρεστα, ακόμα και απωθητικά — σαν να έχουν αλλοιωθεί.
Η αντίδραση αυτή δεν είναι καπρίτσιο. Έχει βιολογική βάση. Η γευστική ευαισθησία φαίνεται να έχει και γενετικό υπόβαθρο, και ίσως μάλιστα να προκύπτει από εξελικτικό μηχανισμό προστασίας — αφού τα τρόφιμα που θεωρούνταν πικρά ή με έντονη μυρωδιά (όπως κάποια φυτικά τρόφιμα ή ωμά κρέατα) στο παρελθόν συχνά ήταν και επικίνδυνα. Σήμερα, ωστόσο, αυτός ο «μηχανισμός συναγερμού» μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην καθημερινή διατροφή.
Ο Πέτρος, 16 ετών, δεν μπορεί ούτε να σκεφτεί την υφή τροφών σε μορφή πουρέ ή κρέμας. Μόνο η ιδέα μιας κουταλιάς γιαούρτι με κάνει να ζορίζομαι — είναι σαν να κολλάει στο στόμα μου και να μην μπορώ να το καταπιώ, λέει. Το ίδιο νιώθει και για τις σούπες βελουτέ ή οτιδήποτε παχύρρευστο. Δεν είναι θέμα γεύσης — είναι η αίσθηση. Για άτομα σαν τον Πέτρο, η υφή, η μυρωδιά ή ακόμη και το χρώμα ενός φαγητού μπορεί να λειτουργήσει ως απωθητικό ερέθισμα. Αυτή η έντονη αισθητηριακή ευαισθησία εμφανίζεται συχνά από την παιδική ηλικία και, αν δεν αναγνωριστεί, μπορεί να οδηγήσει σε χρόνια αποφυγή και μια εξαιρετικά περιορισμένη διατροφή. Όχι από ιδιοτροπία. Από πραγματική δυσφορία.
Όταν το φαγητό απλώς… δεν σε νοιάζει
Κι όμως, υπάρχει και η περίπτωση το φαγητό να μη φοβίζει — απλώς να μη συγκινεί. Για κάποιους ανθρώπους, το φαγητό δεν προκαλεί καμία επιθυμία. Η πείνα εμφανίζεται αργά ή αχνά, η απόλαυση λείπει, και η διαδικασία του φαγητού μοιάζει περισσότερο με αγγαρεία παρά με κάτι ευχάριστο. Είναι άνθρωποι που απλώς… ξεχνούν να φάνε.
Η Λίνα, για παράδειγμα, μπορεί να περάσει σχεδόν ολόκληρη την ημέρα χωρίς να φάει τίποτα — όχι επειδή το επιλέγει, αλλά επειδή «δεν το σκέφτηκε», όπως λέει. Συνειδητοποιεί την παράλειψη μόνο όταν αρχίσει να ζαλίζεται ή να νιώθει έντονη κόπωση. Για τη Γεωργία, πάλι, κάθε γεύμα ήταν πεδίο μάχης. Νόμιζαν ότι ήμουν κακομαθημένη. Δεν καταλάβαιναν ότι πάγωνα. Ότι δεν μπορούσα, λέει.
Αυτή η εικόνα συνδέεται συχνά με ένα προφίλ χαμηλής όρεξης — και ναι, σε έναν βαθμό είναι θέμα γονιδίων. Κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται με πιο ήπια σήματα πείνας ή με μικρότερη ευαισθησία στην απόλαυση του φαγητού. Αν, μάλιστα, για καιρό τρώνε πολύ λίγο, το σώμα προσαρμόζεται: το στομάχι συρρικνώνεται, τα σήματα πείνας αδυνατίζουν και το αίσθημα κορεσμού εμφανίζεται πιο γρήγορα. Όταν το φαγητό δεν προσφέρει χαρά και η ποικιλία λείπει, η επιθυμία για φαγητό μειώνεται ακόμα περισσότερο. Δεν είναι ιδιοτροπία — είναι ένας φαύλος κύκλος που δύσκολα σπάει, αν δεν τον αναγνωρίσουμε για αυτό που πραγματικά είναι.
Οι σιωπηλές συνέπειες της ARFID: Όταν το «δεν τρώει» γίνεται «δεν ζει»
Οι ώρες των γευμάτων συχνά μετατρέπονται σε πηγή άγχους για τις οικογένειες, ενώ τα άτομα με ARFID μπορεί να αποφεύγουν κοινωνικές εκδηλώσεις που περιλαμβάνουν φαγητό. Η διαταραχή μπορεί να προκαλέσει σοβαρές διατροφικές ελλείψεις και υποσιτισμό, αυξάνοντας τον κίνδυνο για προβλήματα όπως αναιμία, οστεοπόρωση, μυϊκή ατροφία και άλλα. Η ARFID δεν αφήνει μόνο πεινασμένα στομάχια. Αφήνει άδεια κοινωνικά ημερολόγια, χαμηλή αυτοεκτίμηση και ψυχική εξάντληση.
Το ότι σε ορισμένες περιπτώσεις απουσιάζουν εμφανή κλινικά συμπτώματα —όπως κόπωση, έλλειψη συγκέντρωσης, δυσκοιλιότητα, τριχόπτωση, κοιλιακό άλγος, υποθερμία, βραδυκαρδία, ωχρότητα ή καθυστέρηση στην ανάπτυξη παιδιών και εφήβων— δεν σημαίνει απαραίτητα πως η διαταραχή δεν έχει επιπτώσεις. Ο ανθρώπινος οργανισμός είναι μεν ανθεκτικός, όμως κάποια στιγμή φτάνει στα όριά του. Το σώμα σιωπά — μέχρι να μην μπορεί πια.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η ARFID δεν “φαίνεται” απαραίτητα στο σώμα. Ένα άτομο μπορεί να είναι αδύνατο, υπέρβαρο ή να έχει φυσιολογικό σωματικό βάρος και παρ’ όλα αυτά να παλεύει καθημερινά με τη διαταραχή. Το βάρος από μόνο του δεν λέει όλη την αλήθεια. Η ARFID μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιοδήποτε σωματικό βάρος — και παίρνει διαφορετική μορφή σε κάθε άνθρωπο.
Οι συνέπειες, όμως, δεν είναι μόνο σωματικές. Το «δεν τρώει τίποτα» δεν είναι απλώς μια παρατήρηση. Για πολλούς, σημαίνει: «Δεν μπορώ να ζήσω φυσιολογικά». Η καθημερινότητα μετατρέπεται σε ένα πεδίο αποφυγής: δεν μπορούν να φάνε με παρέα, δυσκολεύονται να βγουν έξω για φαγητό, να ταξιδέψουν, να συμμετέχουν σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Απομονώνονται. Χάνουν φιλίες, σχέσεις, επαγγελματικές ευκαιρίες. Το παιδί που δεν συμμετέχει στο τραπέζι, χάνει φίλους. Ο έφηβος που αποφεύγει τις εξόδους με φαγητό, χάνει στιγμές. Ο ενήλικας που δεν έχει ενέργεια, χάνει τη ζωή του όπως θα μπορούσε να είναι. Και συχνά, όλοι γύρω του — δεν βλέπουν τίποτα.
Το φαγητό ως θεραπεία: Πώς ξαναχτίζεται η σχέση που χάθηκε
Η ARFID δεν έχει πάντα πρόσωπο ούτε εύκολη διάγνωση. Συχνά κρύβεται πίσω από τις ταμπέλες του «περίεργου», του «ιδιότροπου», του «επαναστάτη». Ήρθε η ώρα να δούμε βαθύτερα — να ακούσουμε τη σιωπή πίσω από το γεμάτο πιάτο και να θυμόμαστε πως, για κάποιους ανθρώπους, το φαγητό δεν είναι απόλαυση, αλλά φόβος. Και αυτό δεν μπορούμε πια να το αγνοούμε. Η κατανόηση είναι το πρώτο βήμα: να ακούμε χωρίς να κρίνουμε. Όσο μένει αδιάγνωστη ή παρεξηγημένη, η ARFID αφήνει πίσω της σιωπηλές πληγές.
Η καλή είδηση είναι ότι υπάρχει βοήθεια — και ναι, υπάρχει θεραπεία. Η ARFID μπορεί να αντιμετωπιστεί, ακόμη κι αν είναι χρόνια και πολύπλοκη. Με έγκαιρη παρέμβαση και τη συνεργασία ειδικών — ψυχολόγων, διαιτολόγων, παιδιάτρων — το άτομο μπορεί σταδιακά να ξαναχτίσει τη σχέση του με το φαγητό, μέσα από σταδιακή έκθεση σε νέες τροφές, διαχείριση άγχους και ενίσχυση της αυτοεκτίμησης. Η θεραπευτική προσέγγιση προχωρά με μικρά, σταθερά βήματα, χωρίς πίεση και κριτική, αλλά με ενσυναίσθηση. Η ενεργή συμμετοχή της οικογένειας είναι καθοριστική, καθώς ένα υποστηρικτικό περιβάλλον ενισχύει την προσπάθεια του ατόμου. Όταν η αποδοχή αντικαθιστά την ειρωνεία και η κατανόηση παίρνει τη θέση του «υπερβολικού», τότε σπάει η απομόνωση — και μαζί της σπάει και ο φόβος.