Επιτέλους είχα απαλλαγεί από την προσδοκία ότι ο κόσμος θα μου πρόσφερε ολοκλήρωση. Με αυτή τη διαπίστωση χάθηκαν οι απογοητεύσεις μου. Βέβαια, θα συνέχιζα να κάνω τα απαραίτητα για να ζω στην καθημερινότητα, αλλά με τους δικούς μου όρους.

Είσαι πλούσιος αν έχεις αρκετά χρήματα για να ικανοποιείς όλες τις επιθυμίες σου. Υπάρχουν δύο τρόποι για να γίνεις πλούσιος. Ο ένας είναι να κερδίσεις, να κληρονομήσεις, να δανειστείς, να ζητιανέψεις ή ακόμα και να κλέψεις προκειμένου να αποκτήσεις αρκετά χρήματα για να ικανοποιήσεις όλες τις επιθυμίες σου. Ο άλλος τρόπος είναι να δημιουργήσεις έναν απλό τρόπο ζωής, με ελάχιστες επιθυμίες. Έτσι θα έχεις πάντοτε αρκετά χρήματα.
Ο ειρηνικός πολεμιστής έχει τη διορατικότητα και την πειθαρχία που χρειάζονται για να επιλέξει τον δεύτερο τρόπο – για να ξέρει τη διαφορά ανάμεσα στις ανάγκες και τις επιθυμίες. Έχουμε ελάχιστες βασικές ανάγκες, αλλά ατέλειωτες επιθυμίες. Η δική μου ευχαρίστηση είναι να αφιερώνω όλη μου την προσοχή στην κάθε στιγμή. Η προσοχή δεν στοιχίζει τίποτα. Η μόνη επένδυση που χρειάζεται να κάνεις είναι η εξάσκηση. Νταν, αυτό είναι άλλο ένα πλεονέκτημα του να είσαι πολεμιστής – σου στοιχίζει πιο φτηνά! Βλέπεις, το μυστικό της ευτυχίας δεν βρίσκεται στην επιδίωξη της απόκτησης κι άλλων πραγμάτων, αλλά στην ανάπτυξη της ικανότητας να απολαμβάνεις τα λίγα.
Αισθανόμουν ικανοποιημένος καθώς άκουγα τα μαγικά λόγια του. Δεν υπήρχαν περιπλοκές, δεν χρειαζόταν να γίνουν ούτε πιεστικές αναζητήσεις ούτε απεγνωσμένα εγχειρήματα. Ο Σωκράτης μου είχε αποκαλύψει το θησαυροφυλάκιο που έκρυβε η απλή συνειδητότητα.
Ξαφνικά, με άρπαξε από τις μασχάλες, με σήκωσε και με πέταξε στον αέρα, τόσο ψηλά, που το κεφάλι μου παραλίγο να χτυπήσει στο ταβάνι. Όταν έπεσα, επιβράδυνε την πτώση μου και με άφησε όρθιο στα πόδια μου.
«Ήθελα μόνο να σιγουρευτώ ότι θα με προσέχεις, γιατί έχω κάτι ακόμα να σου πω. Τι ώρα είναι;»
«Εεε, τρεις παρά είκοσι πέντε».
«Λάθος! Η ώρα πάντα ήταν και πάντα θα είναι τώρα! Η ώρα είναι τώρα. Το κατάλαβες;»
«Ε, ναι, το κατάλαβα».
«Πού βρισκόμαστε;»
«Βρισκόμαστε στο γραφείο του βενζινάδικου – μισό λεπτό, δεν το ξαναπαίξαμε αυτό το παιχνίδι πριν από πολύ καιρό;»
«Ναι, και αυτό που έμαθες τότε ήταν ότι το μόνο πράγμα που μπορείς να ξέρεις με σιγουριά είναι ότι βρίσκεσαι εδώ, όπου κι αν είναι αυτό το εδώ. Από αυτή τη στιγμή και πέρα, όποτε η προσοχή σου αρχίζει να πλανιέται σε άλλες εποχές και τόπους, θέλω να επανέρχεσαι. Να θυμάσαι, η ώρα είναι τώρα και ο τόπος είναι εδώ».
Εκείνη τη στιγμή, όρμησε μέσα στο γραφείο ένα κολεγιόπαιδο, τραβώντας μαζί του έναν φίλο του. «Δεν μπορούσα να το πιστέψω!» είπε στον φίλο του, δείχνοντας τον Σωκράτη, στον οποίο στράφηκε στη συνέχεια. «Περνούσα απ’ έξω, κοίταξα προς τα εδώ και σε είδα να πετάς αυτόν τον τύπο στο ταβάνι. Ποιος είσαι;»
Φαινόταν ότι ο Σωκράτης θα αναγκαζόταν να αποκαλυφθεί. Κοίταξε τον φοιτητή ανέκφραστος, έπειτα έβαλε τα γέλια. «Α», είπε και ξαναγέλασε. «Α, πολύ αστείο! Όχι, απλώς κάναμε εξάσκηση για να περάσει η ώρα. Ο Νταν από εδώ είναι αθλητής της ενόργανης γυμναστικής – καλά δεν λέω, Νταν;» Έγνεψα καταφατικά. Ο φίλος του φοιτητή είπε ότι με θυμόταν. Είχε δει δύο αγώνες μου. Το παραμύθι του Σωκράτη άρχισε να γίνεται πιστευτό.
«Έχουμε ένα μικρό τραμπολίνο πίσω από εκείνο το γραφείο». Ο Σωκράτης πήγε πίσω από το γραφείο, όπου, προς μεγάλη μου έκπληξη, πήδησε πάνω στο ανύπαρκτο μικρό τραμπολίνο με τόση αληθοφάνεια, ώστε ακόμα κι εγώ άρχισα να πιστεύω ότι πράγματι υπήρχε εκεί κάτι τέτοιο. Ο Σωκράτης άρχισε να πηδάει όλο και πιο ψηλά, ώσπου κόντεψε να φτάσει στο ταβάνι, έπειτα άρχισε να αναπηδά χαμηλότερα, πάνω-κάτω, και τελικά σταμάτησε κι έκανε μια υπόκλιση. Τον χειροκρότησα.
Οι φοιτητές έφυγαν απορημένοι, αλλά ικανοποιημένοι. Πήγα τρέχοντας στην άλλη πλευρά του γραφείου. Φυσικά, δεν υπήρχε τραμπολίνο. Γέλασα υστερικά. «Σωκράτη, είσαι απίστευτος!»
«Και βέβαια», είπε χωρίς να παραστήσει τον μετριόφρονα, όπως άλλωστε έκανε πάντα.
Το αχνό φως της αυγής φαινόταν στον ουρανό την ώρα που ο Σωκράτης κι εγώ ετοιμαστήκαμε να φύγουμε. Ενώ κούμπωνα το φερμουάρ του μπουφάν μου, αισθάνθηκα ότι αυτή η αυγή έκρυβε έναν συμβολισμό για εμένα.
Καθώς γύριζα στο σπίτι μου, σκεφτόμουν τις αλλαγές που άρχιζαν να φαίνονται, όχι τόσο εξωτερικά, όσο εσωτερικά. Ένιωθα ότι ήταν πιο ξεκάθαρος ο δρόμος που έπρεπε να ακολουθήσω και πιο σαφείς οι προτεραιότητές μου. Επιτέλους είχα απαλλαγεί από την προσδοκία ότι ο κόσμος θα μου πρόσφερε ολοκλήρωση. Με αυτή τη διαπίστωση χάθηκαν οι απογοητεύσεις μου. Βέβαια, θα συνέχιζα να κάνω τα απαραίτητα για να ζω στην καθημερινότητα, αλλά με τους δικούς μου όρους. Άρχιζα να παίρνω μια γεύση απόλυτης ελευθερίας, παρόλο που ζούσα μια απλή ζωή.
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο Ο δρόμος του ειρηνικού πολεμιστή του Dan Millman που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα στο dioptra.gr και σε όλα τα συνεργαζόμενα βιβλιοπωλεία.










