Πρόοδος σημαίνει και… ευτυχία;
Τα τελευταία 500 χρόνια, η ανθρωπότητα έχει βιώσει μια εντυπωσιακή σειρά από αλλαγές σε πολλούς τομείς. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις έχουν μειώσει δραματικά τα επίπεδα της παιδικής θνησιμότητας ανεβάζοντας παράλληλα το προσδόκιμο της ζωής. Η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών έχει αναβαθμίσει σημαντικά το βιοτικό μας επίπεδο, με πολλές έρευνες να δείχνουν ότι πλέον πεθαίνουν περισσότεροι άνθρωποι από την… παχυσαρκία παρά από την πείνα!
Οι κοινωνικές τάξεις έχουν μετασχηματιστεί εντελώς, όπως και η πολιτική και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η καθημερινή μας ζωή και η ψυχολογία μας έχουν επίσης διαφοροποιηθεί ριζικά – είμαστε πλέον ελεύθεροι να επικοινωνούμε την άποψή μας με όποιον τρόπο θέλουμε, να επιλέγουμε τους ερωτικούς συντρόφους που θέλουμε, να χωρίζουμε όποτε θέλουμε, να έχουμε όποιες σεξουαλικές προτιμήσεις θέλουμε, να είμαστε ό,τι θέλουμε…
Είμαστε όμως πιο ευτυχισμένοιευτυχία και ικανοποίηση από την ζωή; Είναι ένα ερώτημα που κατά παράδοξο τρόπο θέτουμε σπάνια, αλλά η αξία του παραμένει υψηλή. Αυτό το καταλαβαίνουμε καλύτερα όταν αναρωτηθούμε τι νόημα θα είχε όλη αυτή η πρόοδος αν δεν μάς έκανε τελικά πιο ευτυχισμένους από τους ανθρώπους του… Μεσαίωνα ή των Σπηλαίων.
Μια διαδεδομένη άποψη που φαίνεται να κυριαρχεί είναι ότι εφόσον εμείς, οι σύγχρονοι άνθρωποι, χρησιμοποιούμε τις αυξημένες ικανότητες μας, την επιστημονική γνώση και την τεχνολογική πρόοδο για να ανακουφιζόμαστε από τη δυστυχία, να θεραπεύουμε τις ασθένειες, να ζούμε καλύτερα και περισσότερο εκπληρώνοντας όσο γίνεται πιο συχνά τις προσδοκίες μας, τότε πρέπει να είμαστε και πιο ευτυχισμένοι από τους προγόνους μας.
Ωστόσο, αυτή η κυρίαρχη άποψη έχει κάποια κενά. Αρχικά, θεωρεί ότι η ευτυχία είναι απόρροια υλικών παραγόντων όπως είναι ο πλούτος, η διατροφή και η υγεία. Αν είμαστε πιο πλούσιοι και πιο υγιείς είμαστε και πιο ευτυχισμένοι, σωστά; Πολλοί φιλόσοφοι, ποιητές και διανοητές σε όλη τη μακρά ιστορία της ανθρωπότητας έχουν υποστηρίξει ότι οι ευτυχία εξαρτάται περισσότερο από κοινωνικούς, ηθικούς και πολιτισμικούς παράγοντες.
Μήπως τελικά υποφέρουμε περισσότερο από την έλλειψη νοήματος και την αποξένωση από τους άλλους (και από τον ίδιο τον εαυτό); Και μήπως οι λιγότερο ευκατάστατοι πρόγονοί μας που δεινοπαθούσαν σχεδόν σε όλη τους την ζωή, αντλούσαν περισσότερη ικανοποίηση λόγω της μεγαλύτερης εγγύτητάς τους με την κοινότητα και τη φύση;
Η «μέτρηση» της ευτυχίας
Ερευνητές ψυχολόγοι έχουν προσπαθήσει κατά καιρούς να απαντήσουν στο ερώτημα τι μας κάνει πιο ευτυχισμένους. Είναι το χρήμα, η οικογένεια, οι γενετικοί παράγοντες ή μήπως η αρετήυποκειμενικής ευημερίας». Με άλλα λόγια, η ευτυχία είναι κάτι που αισθάνομαι μέσα μου, μια αίσθηση άμεσης ή μακρόχρονης ικανοποίησης με την ζωή μου.
Ένας δημοφιλής και γρήγορος τρόπος για να την μετρήσουμε λοιπόν, είναι να δώσουμε κάποια ερωτηματολόγια στους ανθρώπους και να τους ρωτήσουμε πώς αξιολογούν την ζωή, τον κόσμο και το μέλλον (π.χ. αισθάνομαι αισιοδοξία για το μέλλον, η ζωή είναι ωραία κτλ.). Αν και αυτός ο τρόπος δεν προσφέρει αλάνθαστες μετρήσεις, μας βοηθά να βγάλουμε κάποια χρήσιμα και ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Διαβάστε σχετικά: Εστιάζουμε σε αυτά που μπορούμε να ελέγξουμε: ο δρόμος προς την ευδαιμονία – Μέρος 1ο
Ποιοι παράγοντες καθορίζουν την ευτυχία μας;
Ένα από αυτά είναι ότι το χρήμα φέρνει όντως την ευτυχία, μέχρι ενός σημείου όμως. Αν μια ανύπαντρη μητέρα με δύο παιδιά που έχει εισόδημα 5.000 ευρώ/χρόνο, κερδίσει ξαφνικά στο λαχείο 500.000 ευρώ, θα αισθανθεί μια σημαντική και μακροπρόθεσμη υποκειμενική ευημερία. Ωστόσο, αν ένας επιχειρηματίας που βγάζει 150.000 ευρώ/χρόνο καταφέρει να γίνει πρόεδρος μιας εταιρίας αυξάνοντας στο διπλάσιο τον μισθό του, τότε η ευτυχία του θα διαρκέσει μόνο για λίγες εβδομάδες.
Αν και θα μπορεί να αγοράσει ένα ακριβότερο αμάξι, να μείνει σε ένα μεγαλύτερο σπίτι και να μετακινείται ίσως με ιδιωτικό τζετ, σε λίγο καιρό, όλα αυτά θα του φαίνονται βαρετά και συνηθισμένα.
Ένα δεύτερο ενδιαφέρον συμπέρασμα είναι ότι η ασθένεια μπορεί να μειώσει την ευτυχία μόνο βραχυπρόθεσμα, εάν δεν επιδεινώνεται και δεν προκαλεί προοδευτικά ολοένα και μεγαλύτερη δυσφορία ή πόνο. Έρευνες δείχνουν ότι τα άτομα που έχουν διαγνωστεί με χρόνιες (αλλά σχετικά σταθερές ως προς την έκβασή τους) νόσους όπως είναι ο διαβήτης, μπορεί να περάσουν ένα αρχικό στάδιο κατάθλιψης, αλλά μετά από κάποιο διάστημα τείνουν να έχουν κατά μέσο όρο τα ίδια επίπεδα ευτυχίας με τους υγιείς.
Ένα τρίτο συμπέρασμα είναι ότι οι οικογενειακοί δεσμοί και η αίσθηση του «ανήκειν» σε μία κοινότητα φαίνεται να επηρεάζουν σε μεγαλύτερο βαθμό τα επίπεδα της ευτυχίας μας σε σύγκριση με το χρήμα και την υγεία. Πολλές έρευνες δείχνουν ότι οι άνθρωποι που έχουν ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς, ζουν σε μία δεμένη και υποστηρικτική κοινότητα και έχουν έναν καλό γάμο, είναι πιο ευτυχισμένοι από τους ανθρώπους που προέρχονται από δυσλειτουργικές οικογένειες και ζουν μόνοι.
Ας μην ξεχνάμε ότι η τεράστια βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και οι μείζονες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που συνέβησαν τους τελευταίους αιώνες, συνοδεύτηκαν από την σταδιακή αποδυνάμωση του θεσμού της οικογένειας και την κατάρρευση της κοινότητας. Είμαστε πλέον πιο ελεύθεροι από ποτέ να διαλέγουμε συντρόφους, συζύγους, φίλους και γείτονες, αλλά και εκείνοι με την σειρά τους είναι πιο… ελεύθεροι να μας αφήσουν αν και όποτε το επιθυμούν.
Όταν υπάρχουν ανεξάντλητες επιλογές και δυνατότητες στην ζωή μας, τότε η δέσμευση φαντάζει δύσκολο και επισφαλές εγχείρημα. Από την άλλη μεριά, ελλοχεύει ο κίνδυνος της μοναξιάς ο οποίος μας ωθεί να σχηματίζουμε την μία σχέση μετά την άλλη χωρίς πολλές φορές να αντλούμε πραγματικό νόημα και ικανοποίηση από μία κατεξοχήν μη ουσιαστική ανθρώπινη επαφή.
Επίσης, οι υποκειμενικές προσδοκίες του σύγχρονου ανθρώπου έχουν αυξηθεί κατακόρυφα – αποζητάμε όλο και περισσότερο μια άνετη ζωή γεμάτη απολαύσεις, ενώ παράλληλα η ανεκτικότητά μας απέναντι στην ενόχληση και τη δυσφορία έχει μειωθεί δραματικά.
Η συστηματική έκθεσή μας στα πρότυπα της εποχής (κυρίως μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις διαφημίσεις) αυξάνει ακόμα περισσότερο τις προσδοκίες μας όσον αφορά την προοπτική μιας ιδανικής ζωής και εξαντλεί παράλληλα τα αποθέματα ικανοποίησής μας από τον εαυτό. Αυτό σημαίνει όμως ότι είμαστε λιγότερο ευτυχισμένοι από τους ανθρώπους του 1800; Όχι απαραίτητα…
«Η ευτυχία ξεκινάει από μέσα»
Σύμφωνα με τους νευρο-επιστήμονες, η ικανότητά μας να νιώθουμε ευτυχισμένοι είναι εγγενώς καθορισμένη και εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από την έκκριση κάποιων νευρο-χημικών ουσιών όπως η σεροτονίνη, η ντοπαμίνη και η οξυτοκίνη.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η ευτυχία μας δεν επηρεάζεται τόσο από εξωτερικούς παράγοντες όπως είναι το χρήμα, η υγεία, ή η οικογένεια, αλλά από το εσωτερικό βιοχημικό μας σύστημα το οποίο έχει εξελιχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρεί τα επίπεδα της ευτυχίας μας σχετικά σταθερά κατά τη διάρκεια της ζωής μας.
Ωστόσο, το βιοχημικό σύστημα του κάθε ανθρώπου έχει και έναν διαφορετικό «ρυθμιστή» ο οποίος καθορίζει με την σειρά του την μέγιστη και την ελάχιστη δυνατή ευτυχία που είμαστε… ικανοί να βιώσουμε. Σε μια κλίμακα ευτυχίας από το 1 μέχρι το 10 λοιπόν, κάποιοι άνθρωποι έχουν ένα χαρούμενο βιοχημικό σύστημα που επιτρέπει στη διάθεση να βρίσκεται ανάμεσα στο 6 και το 10 και να σταθεροποιείται στο 8, ενώ κάποιοι άλλοι έχουν ένα πιο σκυθρωπό βιοχημικό σύστημα που ξεκινά από το 3 και φτάνει έως το 7 και σταθεροποιείται στο 5.
Ένας άνθρωπος που ανήκει στην πρώτη κατηγορία, ακόμα και αν χάσει τη δουλειά του, χωρίσει με την σύζυγό του και περάσει κάποιες μέρες στην εντατική λόγω του… νέου κορωνοϊού, θα είναι γενικά αρκετά χαρούμενος στην ζωή του.
Αντίθετα, ένας άνθρωπος της δεύτερης κατηγορίας, ακόμα και αν κερδίσει το λαχείο, έχει άριστη υγεία και παντρευτεί την γυναίκα των ονείρων του, θα είναι αδύνατο να βιώσει ένα επίπεδο ευτυχίας μεγαλύτερο του 7.
Συνεπώς, τα εξωτερικά συμβάντα προκαλούν απλά μια προσωρινή «αναστάτωση» (ευχάριστη ή δυσάρεστη) στο βιοχημικό μας σύστημα το οποίο είναι προγραμματισμένο να μας επαναφέρει κάθε φορά σε ένα σταθερό επίπεδο ευτυχίας. Κατά κάποιον τρόπο, τα σύγχρονα νευρο-επιστημονικά δεδομένα επαληθεύουν το γνωστό σε όλους ρητό ότι η «ευτυχία ξεκινάει από μέσα».
Διαβάστε σχετικά: Η ευτυχία δεν βρίσκεται μόνο στα ευχάριστα συναισθήματα, αλλά και στα δυσάρεστα
Το νόημα της ζωής
Είμαστε όμως απλά έρμαια του γονιδιακά προγραμματισμένου βιοχημικού μας συστήματος και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να αυξήσουμε την ευτυχία μας; Σε μια διάσημη μελέτη, ο ψυχολόγος Daniel Kahneman ζήτησε από κάποιους ανθρώπους να περιγράψουν μια τυπική εργάσιμη ημέρα και να απαριθμήσουν τις ευχάριστες ή/και δυσάρεστες στιγμές που βίωσαν κατά τη διάρκειά της.
Στην συνέχεια, τους ζήτησε να αξιολογήσουν αυτές τις στιγμές με βάση το πόσο ευτυχισμένοι ή δυστυχισμένοι ένιωσαν μετά το τέλος της μέρας. Κατά παράδοξο τρόπο, ο Kahneman διαπίστωσε ότι οι στιγμές που θεωρήθηκαν ως οι πιο δυσάρεστες και κουραστικές όπως το μεγάλωμα ενός παιδιού (π.χ. αλλαγή πάνας, πλύσιμο πιάτων, διαχείριση παιδικού θυμού) ή η ολοκλήρωση ενός μαραθωνίου αποτελούσαν συνάμα και την μεγαλύτερη πηγή ευτυχίας για τους ανθρώπους. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι θέλουν;
Αυτή είναι η μία εκδοχή. Η άλλη εκδοχή είναι ότι το προσωπικό νόημα που δίνουμε σε μια ευχάριστη ή δυσάρεστη εμπειρία της ζωής μπορεί να αυξήσει τον αριθμό και τη διάρκεια των στιγμών ευτυχίας ή δυστυχίας που θα βιώσουμε στην ζωή μας. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι αν σκεφτόμαστε πάντα θετικά στην ζωή θα είμαστε και πιο… ευτυχισμένοι – μάλλον ισχύει το αντίθετο.
Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μια δυσάρεστη εμπειρία, μπορεί να έχει τελικά ένα θετικό αντίκτυπο στην συνολική ευτυχία μας αρκεί να βρίσκουμε κάποιο νόημα σε αυτήν, ενώ αντίθετα μια ευχάριστη εμπειρία δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα μάς κάνει μακροπρόθεσμα και πιο ευτυχισμένους αν είναι κενή νοήματος και σκοπού.
«Γνώθι σαυτόν»
Πως αποκτούν όμως περισσότερο νόημα οι εμπειρίες της ζωής; Διαχρονικά, η απάντηση που έδιναν σχεδόν όλοι οι κορυφαίοι στοχαστές της δυτικο-ευρωπαϊκής κουλτούρας (ξεκινώντας από τον Σωκράτη) ήταν ότι μέσα από την βαθύτερη γνώση του εαυτού, μπορούμε να αυξήσουμε την κατανόηση μας για όσα μάς συμβαίνουν στην ζωή, είτε ευχάριστα, είτε δυσάρεστα.
Η σύγχρονη ψυχολογία φαίνεται να συμφωνεί με αυτήν την οπτική αν αναλογιστούμε ότι η ψυχοθεραπεία αποτελεί την πλέον επιστημονικά τεκμηριωμένη μέθοδο ενδοσκόπησης για να διανύσουμε τον δρόμο προς περίφημο «γνώθι σαυτόν».
Συμπέρασμα
Ας φανταστούμε ότι η ζωή είναι σαν να οδηγούμε ένα αμάξι – υπάρχουν πολλοί προορισμοί στους οποίους μπορούμε να ταξιδέψουμε. Κάποιοι από αυτούς είναι ευχάριστοι και συναρπαστικοί, ενώ κάποιοι άλλοι είναι δυσάρεστοι και τρομακτικοί. Πιστεύουμε ότι η ευτυχία εξαρτάται από τον προορισμό που πρόκειται να επισκεφθούμε και βάζουμε τα δυνατά μας σε όλη μας την ζωή ώστε να μην παρεκκλίνουμε από την πορεία μας.
Στην διάρκεια της ζωής μας όμως, φαίνεται ότι αυτό που μας κάνει τελικά ευτυχισμένους δεν είναι το προς τα πού ταξιδεύουμε, αλλά ο έλεγχος που νιώθουμε ότι έχουμε ως οδηγοί. Όσο αυξάνεται αυτός ο έλεγχος τόσο αποκτά περισσότερο νόημα και το ταξίδι μας, ανεξαρτήτως προορισμού. Όπως έλεγε άλλωστε και ο Φρίντριχ Νίτσε: Όταν έχουμε ένα «γιατί», μπορούμε να αντέξουμε σχεδόν οποιοδήποτε «πως».
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*