Φαγητό και υπερκατανάλωση - Καταπίνοντας τις επιθυμίες μου

Φαγητό και υπερκατανάλωση - Καταπίνοντας τις επιθυμίες μου

Τζιτζιμικα Φώνη
άνθρωποι καταπίνουν τις επιθυμίες τους για το φαγητό και την υπερκατανάλωση
Image credit: Ali Inay / unsplash.com

Η σχέση μας με το φαγητό είναι πολυσυζητημένη και πολυσήμαντη. Ως καθημερινή ανάγκη, αναπόφευκτο μέσο επιβίωσης ενίοτε και απόλαυσης, καταλαμβάνει ένα μεγάλο κομμάτι της σκέψης μας. Σύμμαχος της ημέρας, προσφέρει ενέργεια και πληρότητα ή γνώριμος εχθρός που παλεύουμε να υπερνικήσουμε ισορροπώντας ανάμεσα στην επιθυμία και την ενοχή.


Καταφύγιο στην ανία μέσω της πλεονάζουσας κατανάλωσης είτε ευκαιρία για δημιουργία που αφήνει χώρο στη φαντασία για πειραματισμούς. Άλλοτε αφορμή για κοινωνικές συναντήσεις και επικοινωνία, ευκαιρία για προσέγγιση και προσφορά.

Συγχρόνως όμως και αιτία αποκλεισμού όταν οι διατροφικές συνήθειες δυσκολεύουν τη συμμετοχή σε μια κοινωνική συνεύρεση καθώς η ματιά των άλλων επιτείνει τη δυσκολία μας, υπενθυμίζοντας με τρόπο επιτακτικό τις προσωπικές μας συγκρούσεις, ξαναθέτοντας δημόσια ερωτήματα που μας βασανίζουν σε προσωπικό επίπεδο.

Είναι γεγονός ότι η συμπεριφορά μας προς το φαγητό, η μικρότερη ή μεγαλύτερη ενασχόληση με αυτό, μπορεί να προδίδει κάποια στοιχεία για το χαρακτήρα μας. Η λιτοδίαιτη και επιλεκτική στάση μπορεί να αντανακλά μια πιο συντηρητική και προσεκτική, ενίοτε καχύποπτη προσέγγιση στα πράγματα. Αντίστοιχα η πιο πληθωρική συμπεριφορά μπορεί να αποτυπώνει μια διάθεση πιο ανοιχτή αλλά αντίστοιχα παρορμητική, προδίδοντας μια αίσθηση ανικανοποίητου που συντελεί εν μέρει στην έλλειψη αυτοελέγχου.

Οι κρίσεις αυτές παραμένουν αναπόφευκτα επιφανειακές καθώς η ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι αναγκαία πολυπαραγοντική. Ωστόσο, όπως το λίγο ή το πολύ της κατανάλωσης αντίστοιχα η συγκατάβαση ή η άρνηση απέναντι σε μια προσφορά μη επιθυμητή, μαρτυρούν πολλά για τον τρόπο που διαχειριζόμαστε τον εαυτό μας και τα συναισθήματά μας.

Πόσες φορές έχουμε βρεθεί, στα πλαίσια μιας κοινωνικής συναναστροφής, αντιμέτωποι με το δισταγμό να αρνηθούμε ένα κέρασμα, το δεύτερο πιάτο, άλλο ένα κομμάτι, παλεύοντας να αντισταθούμε στη συνήθη προσφορά «να σου βάλω λίγο ακόμα».

Μια σιωπηλή ή πιο ξεκάθαρη απαίτηση των μεγάλων που κατά την παιδική ηλικία έτειναν να κατευθύνουν τη συμπεριφορά μας προς το κοινωνικά αποδεκτό και αναμενόμενο δίνοντας το μήνυμα ότι η συναίνεση ήταν δείγμα ευγένειας και καταδεκτικότητας, ενώ η όποια άρνηση απόδειξη αγένειας ή προσβολή.


Διαβάστε σχετικά: Ένας διαφορετικός τρόπος για να αποδομήσετε τις διατροφικές σας συνήθειες


Πόσο εύκολο ήταν να μην ενδώσει κανείς σε αυτήν την κατά τα άλλα καλοπροαίρετη πίεση, απόρροια του συνδρόμου υπερταϊσματος των αγαπημένων θείων και παππούδων των παιδικών μας χρόνων, που κανείς δεν επιθυμούσε ή δεν είχε την επιλογή να δυσαρεστήσει, και η οποία επέβαλε συχνά την προσαρμογή στην επιθυμία τους.

Ωστόσο αυτή η φαινομενικά αθώα παραχώρηση προήγε μια στάση ζωής που αμφισβητούσε το δικαίωμα να εκφράζει κανείς ξεκάθαρα μια προσωπική ανάγκη. Η απαγόρευση αυτής της στιγμιαίας άρνησης έθετε τις βάσεις για μια πιο συνολική αμφισβήτηση στο δικαίωμα να διατυπώνει κανείς αυτό που χρειάζεται όταν οι άλλοι περιμένουν κάτι διαφορετικό προκειμένου να νιώσουν ικανοποιημένοι.

Ενισχύοντας την αμηχανία να επιμείνουμε σε ένα όχι που ανταποκρίνεται στις ανάγκες μας, επιβάλλοντας να επικεντρωθούμε σ’ αυτό που θα σκεφτεί ή θα αισθανθεί ο άλλος είμαστε πλέον αντιμέτωποι με μια συνολική δυσκολία να υπερασπιστούμε τον εαυτό και τις επιθυμίες μας. Ένα πρόωρα μαθημένο μοτίβο που επαναλαμβάνεται στην ενήλικη ζωή καθώς ανάλογα διλήμματα με αυτά του παρελθόντος αναβιώνουν με αφορμή τις διαπροσωπικές σχέσεις και εκφράζονται συμβολικά με τη μορφή δυσκολιών στη σχέση με την τροφή.

Είναι γεγονός ότι άτομα που παλεύουν με διακυμάνσεις του σωματικού βάρους βιώνουν συχνά την αναζήτηση του φαγητού σαν μια μορφή εξάρτησης. Η υπερκατανάλωση λειτουργεί ως μέσο κατευνασμού απέναντι σε αρνητικά συναισθήματα και ανομολόγητες ανάγκες που επιλέγουν συστηματικά, στο παρόν όπως και στο παρελθόν, να συγκρατούν παρά να εκφράζουν ή να εκτονώνουν.

Το φαγητό αναπληρώνει χαμένες απολαύσεις, συγκαλύπτει απογοητεύσεις με έναν άμεσο, υπερβολικό και επαναλαμβανόμενο τρόπο, καθώς αποτελεί γνώριμο καταφύγιο απέναντι σε αρνητικά συναισθήματα που κανείς έχει στερηθεί από νωρίς τη δυνατότητα να μοιραστεί, να κατανοήσει και να επεξεργαστεί καθώς ο φόβος ότι μια επιθυμία, ή ένα συναίσθημα δεν είναι κοινωνικά αποδεκτό, δυσκόλευε την έκφρασή του, παίρνοντας τη γνώριμη μορφή διλήμματος: εγώ ή ο άλλος.

Πρόκειται ωστόσο για ένα παράδοξο όσο και ψευδές δίλλημα: πως η επιθυμία, κάτι τόσο προσωπικό και δομικό για την ύπαρξή μου μπορεί να αφορά ή να εξαρτάται από την ανάγκη του άλλου, εφόσον τόσο η έκφραση όσο και η ικανοποίησή της αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της συναισθηματικής μου επιβίωσης;

Η αποδοχή της προσφοράς του άλλου, είτε αυτό αφορά στην τροφή είτε σε οποιαδήποτε άλλη μορφή συνδρομής, αποτελεί δικαίωμα και όχι υποχρέωση. Είμαστε τυχεροί, σχεδόν ευλογημένοι όταν έχουμε ανθρώπους γύρω μας που συμπαρίστανται στις δυσκολίες μας και μας υποστηρίζουν.

Ωστόσο η διαθεσιμότητά τους δεν μπορεί να επισκιάσει την υποχρέωση προς τον εαυτό μας να εκφράζουμε ανοιχτά αυτό που επιθυμούμε, αυτό που χρειαζόμαστε, προκειμένου να διαφυλάξουμε τις προσωπικές μας ισορροπίες, έστω κι αν αυτό μοιάζει να παρακάμπτει ή να προσπερνά τη συνδρομή τους, έστω κι αν συνεπάγεται ένα ρίσκο σε σχέση την εικόνα που θα διαμορφώσουν για εμάς, ως αγενείς ή αχάριστους. Αρκεί να παραμένουμε επαρκώς καλοί προς τον εαυτό μας.


Βιβλιογραφία

  • Castelnuovo – Tedesco, P. & Reiser, L. W. (1988) Compulsive eating. Obesity and related phenomena. Journal of the American Psychoanalytic Association, 31(1), 163-171.

*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*

2. banner diafhmishs mypsychologist koino

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...