Τα άτομα με διαταραχές ύπνου, και συγκεκριμένα αϋπνία, αντιμετωπίζουν ακόμα κ την ημέρα προβλήματα συγκέντρωσης, όπως δυσκολία με την εργασία κ σε μικρότερες ηλικίες ακόμα και μη επαρκή σχολική απόδοση σε σύγκριση με αυτούς που έχουν φυσιολογικό ύπνο. Παρ’όλα αυτά, οι ερευνητές επικεντρώθηκαν σε μια αντίφαση, το ότι οι ασθενείς που είχαν αϋπνίες μπορούσαν να πραγματοποιήσουν εργασίες έχοντας την ίδια απόδοση με τα άτομα που είχαν επαρκή ύπνο. Τελικά, ίσως η αϋπνία να μην οδηγεί σε χαμηλότερες επιδόσεις.
Χρησιμοποιώντας την τεχνολογία απεικόνισης του εγκεφάλου, οι ερευνητές παρακολούθησαν 25 άτομα με αϋπνία και 25 άτομα που είχαν φυσιολογικό ύπνο, εκτελώντας μια εργασία 8 λεπτών για την μνήμη, που αφορά την επεξεργασία και την αποθήκευση της βραχυπρόθεσμης μνήμης. Τα άτομα υποβλήθηκαν σε λειτουργική μαγνητική τομογραφία, βλέποντας μια σειρά από γράμματα σε μια οθόνη, ένα τη φορά, και έπρεπε να προσδιορίσουν ποιο ήταν επανάληψη των γραμμάτων που εμφανίστηκαν νωρίτερα στην ακολουθία. Πέρα από τις διαφορές στη δραστηριότητα του εγκεφάλου, οι δυο ομάδες πραγματοποίησαν την εργασία στην μνήμη εξίσου καλά. Ο Dr. Drummond ανέφερε πως: «Πραγματοποιούν την εργασία ομαλά αλλά η αίσθηση ήταν σαν να τρέχουν μέσα στη λάσπη».
Σίγουρα απαιτείται περισσότερη έρευνα για να καταλάβουμε πώς οι ασθενείς με αϋπνία ήταν σε θέση να εκτελέσουν μια αποστολή εξίσου καλά, παρά την προφανή δυσλειτουργία στη δραστηριότητα του εγκεφάλου. Ο τελικός στόχος αυτού του είδους έρευνας είναι να προσδιορίσει τις περιβαλλοντικές και γενετικές αιτίες της αϋπνίας προκειμένου να αναπτύξουν νέες θεραπείες.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, τα άτομα με αϋπνία, ακόμη και όταν κοιμούνται, παρουσιάζουν μεγαλύτερη διέγερση στον εγκέφαλο σε σύγκριση με τα άτομα που έχουν φυσιολογικό ύπνο. Επίσης, η έρευνα διαπίστωσε ότι κατά τη διάρκεια του ύπνου, τα άτομα με αϋπνία παρουσιάζουν περισσότερη “κίνηση” στα κέντρα του εγκεφάλου που αφορούν τη δραστηριότητα της περιπλάνησης του νου.
Ολοκληρώνοντας, «Αν υπάρχουν συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου που είναι πιο ενεργές σε άτομα με διαταραχή ύπνου ενώ έχουν αποκοιμηθεί, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε άλλες τεχνικές για θεραπεία», ανέφερε ο Dr. Buysse. Για παράδειγμα, ο διακρανιακός μαγνητικός ερεθισμός, αποτελεί έναν τρόπο αντιμετώπισης διαταραχών όπως τη κατάθλιψη και το άγχος και μπορεί να αλλάξει τη δραστηριότητα σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου.
Πηγή: wsj