Η κοινωνική απόρριψη, αν και βιώνεται επώδυνα, μπορεί να είναι ένα ισχυρό εργαλείο μάθησης, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο journal Proceedings of the National Academy of Sciences, φέρνει στην επιφάνεια τους νευρολογικούς μηχανισμούς που επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο δημιουργούμε κοινωνικές σχέσεις.
Τα ευρήματα μας βοηθούν να καταλάβουμε γιατί μας έλκει να αλληλεπιδρούμε με κάποιους ανθρώπους περισσότερο από άλλους, πώς καθορίζουμε ποιος μας εκτιμά και γιατί κάποιες αλληλεπιδράσεις μοιάζουν ικανοποιητικές, ενώ άλλες όχι. Όλα αυτά τα ερωτήματα έχουν σημαντικές συνέπειες για την ψυχική υγεία και την κοινωνική συμπεριφορά.
«Ενώ πολλές έρευνες έχουν εξετάσει τον συναισθηματικό αντίκτυπο της κοινωνικής απόρριψης όπως το άγχος που προκαλεί, πώς παρακινεί τους ανθρώπους να επανασυνδεθούν και πώς επηρεάζει το πώς αισθάνονται οι άνθρωποι, γνωρίζουμε πολύ λιγότερα για το πώς λειτουργεί ως εργαλείο μάθησης», δήλωσαν οι ερευνητές.
«Πώς μας βοηθούν αυτές οι εμπειρίες να τελειοποιήσουμε την κατανόησή μας για τη θέση μας στον κοινωνικό κόσμο, για το πώς μας αντιλαμβάνονται οι άλλοι και για το με ποιους πρέπει να επενδύσουμε στην οικοδόμηση σχέσεων», αναρωτιούνται οι ερευνητές.
Μέσα από την επιστήμη της κοινωνικής σύνδεσης
Χρησιμοποιώντας έναν συνδυασμό πειραμάτων συμπεριφοράς, νευροαπεικόνισης μαγνητικής τομογραφίας και υπολογιστικών μοντέλων, η μελέτη διαπίστωσε ότι ο σχηματισμός κοινωνικών δεσμών βασίζεται σε δύο εγκεφαλικές λειτουργίες: τη μάθηση από θετικά αποτελέσματα ή ανταμοιβές και την παρακολούθηση του πόσο μας εκτιμούν οι άλλοι, γνωστή ως σχεσιακή αξία.
«Για παράδειγμα, τα χαμόγελα ή οι φιλοφρονήσεις είναι κοινωνικές ανταμοιβές που μπορούν να σηματοδοτήσουν την αποδοχή μας από τους άλλους, η οποία με τη σειρά της μας κάνει να νιώθουμε ευχαρίστηση και μας ενθαρρύνει να επιδιώκουμε περισσότερες αλληλεπιδράσεις», δήλωσαν. «Ομοίως, όταν βλέπουμε ότι οι άλλοι μας εκτιμούν -όπως όταν ένας συνάδελφος μας προσκαλεί να συνεργαστούμε ή ένας φίλος μας προσφέρει υποστήριξη, τότε αυτές οι ενδείξεις μας παρακινούν να ενισχύσουμε αυτούς τους δεσμούς».
Αν και αυτοί οι δύο τύποι μάθησης συχνά συμβαδίζουν, δεν ευθυγραμμίζονται πάντα, είπε. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να μην προσκληθεί στο γάμο ενός φίλου του λόγω περιορισμένου προϋπολογισμού ή να επιλεγεί τελευταίος για μια ομάδα, αλλά να ξέρει ότι ο φίλος του τον εκτιμά. Ομοίως, ένας κορυφαίος υποψήφιος για δουλειά μπορεί να μην προσληφθεί ή ένας καλός φίλος μπορεί να μην είναι πάντα διαθέσιμος. Αυτές οι καταστάσεις μπορεί να είναι απογοητευτικές, αλλά δεν αντικατοπτρίζουν πάντα το πόσο νοιάζεται κάποιος.
«Η μελέτη μας δείχνει ότι συγκεκριμένα μέρη του εγκεφάλου ενεργοποιούνται κατά τη διάρκεια αυτών των εμπειριών, παρακολουθώντας πόσο πολύ μας εκτιμούν οι άλλοι, ακόμη και όταν παρέχουν απογοητευτικά αποτελέσματα», είπε. «Η ελπίδα μας είναι ότι η κατανόηση της νευροεπιστήμης πίσω από αυτές τις μαθησιακές διαδικασίες μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα ορισμένες προκλήσεις της ψυχικής υγείας.
Για ορισμένους ανθρώπους, οι δυσκολίες μπορεί να προέρχονται από το να μην αναγνωρίζουν πόσο πολύ τους εκτιμούν οι άλλοι, όπως στη διαταραχή κοινωνικού άγχους. Άλλοι μπορεί να δυσκολεύονται να νιώθουν ότι παρακινούνται από τις κοινωνικές ανταμοιβές, όπως παρατηρείται στην κατάθλιψη, γεγονός που καθιστά δυσκολότερη τη σύνδεση με τους άλλους».
Ένα παιχνίδι εμπιστοσύνης
Για να διερευνήσουν τους νευρολογικούς μηχανισμούς που διέπουν αυτές τις μαθησιακές διαδικασίες, οι ερευνητές ανέπτυξαν ένα πείραμα το οποίο οι συμμετέχοντες κολεγιακής ηλικίας θα ολοκλήρωναν ενώ θα υποβάλλονταν σε νευροαπεικόνιση σε μαγνητικό τομογράφο. Οι φοιτητές έλαβαν μέρος σε ένα οικονομικό παιχνίδι σχεδιασμένο να προσομοιώνει τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις για να μελετήσουν την εμπιστοσύνη και τη λήψη αποφάσεων.
Στη μελέτη, οι συμμετέχοντες δημιούργησαν προφίλ με προσωπικές λεπτομέρειες, όπως παραδείγματα ειλικρίνειας και πώς θα μπορούσε να τους περιγράψει ένας φίλος τους. Ενώ οι συμμετέχοντες πίστευαν ότι αυτά τα προφίλ θα αξιολογούνταν από τους άλλους ως προς την αξιοπιστία τους, οι απαντήσεις που έλαβαν οι συμμετέχοντες δημιουργήθηκαν από υπολογιστή.
«Οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις γενικά μας παρουσιάζουν δύο μαθησιακές προκλήσεις: Πρώτον, πρέπει να αναγνωρίσουμε ποιος μπορεί να είναι ένας καλός συνεργάτης για να αλληλεπιδράσουμε μαζί του. Δεύτερον, πρέπει να καθορίσουμε αν οι άλλοι μας βλέπουν ως καλό συνεργάτη», δήλωσαν. «Αυτές οι γνώσεις είναι απαραίτητες για την πλοήγηση στις σχέσεις, είτε πρόκειται για φιλίες, είτε για συνεργασίες, είτε για καθημερινές αλληλεπιδράσεις».
Πώς ο εγκέφαλος ανταποκρίνεται στην κοινωνική αποδοχή και την απόρριψη
Η νευροαπεικόνιση έδειξε ότι διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου ενεργοποιούνταν ανάλογα με το είδος της ανατροφοδότησης που λάμβαναν οι συμμετέχοντες, υποδεικνύοντας ότι αυτοί οι δύο τύποι μάθησης βασίζονται σε διαφορετικές νευρωνικές οδούς. Όταν οι συμμετέχοντες προσάρμοζαν τις πεποιθήσεις τους σχετικά με το πόσο τους εκτιμούσαν οι άλλοι, ενεργοποιήθηκαν περιοχές που συνδέονται με την κοινωνική απόρριψη. Αντίθετα, η αποδοχή ενεργοποίησε το κοιλιακό ραβδωτό σώμα, μια περιοχή που σχετίζεται με τη μάθηση ανταμοιβής από χρήματα, έπαινο ή άλλες θετικές εμπειρίες.
«Η μελέτη μας εγείρει ερωτήματα σχετικά με το πώς οι άνθρωποι μαθαίνουν με διαφορετικό τρόπο από την ίδια ανατροφοδότηση για να σχηματίσουν συνδέσεις. Άραγε, ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι επεξεργάζονται την ανατροφοδότηση – θετική ή αρνητική- επηρεάζει την ανοιχτότητά τους στη δημιουργία νέων συνδέσεων;»
«Η κατανόηση αυτών των διαφορών θα μπορούσε να ξεκλειδώσει βαθύτερες γνώσεις για το πώς χτίζουμε και διατηρούμε σχέσεις, ρίχνοντας φως τόσο στις υγιείς κοινωνικές συμπεριφορές όσο και στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν όσοι δυσκολεύονται να συνδεθούν».
Έρευνα: Begüm G. Babür et al, Neural responses to social rejection reflect dissociable learning about relational value and reward, Proceedings of the National Academy of Sciences (2024). DOI: 10.1073/pnas.2400022121